“Η Κουρδοκλίστρα”

“Αν και δεν ξέρω από ποιά σύνθετη λέξη αναπαράγεται η λέξις Κουρδοκλίστρα*, εν τούτοις όμως έτσι την λέγαμε ημείς τότε. Όταν η κάθε μάννα κούμπωνε τα δυό πισινά κουμπιά του καινούργιου ντρίλινου παντελονιού του παιδιού της, αγορασμένο από τους Εβραίους ή από τον Ζάρα ή απ’ τον Λογοθέτη, όταν τούβαζε στραβά στο κεφαλάκι του το μαύρο φέλπινο φεσάκι, παρμένο από τους ίδιους και όταν του έβαζε τα τελατνένια τσαρούχια, αγορασμένα από τον Σώκο ή απ’ τον Τάχο ή απ’ τον Πριτσιλιάγκο ή απ’ τον Τσιλιγιάννη ή απ’ τον Λουκά Ντέτσικα, που έφκιαναν τα πιο γερότερα και μερακλίτικα, στεκόνταν και το καμάρωνε, και με το καμάρωμα αυτό ήταν σαν να του έλεγε : «Και τώρα σε θέλω, να πας στην Κορδοκλίστρα και να τα κάνεις φτύλια».

Σ’ αυτό δεν είχε άδικο. Τα παιδάκια τότε τα είχε κολλήσει μεγάλη μανία και τρανός έρωτας  με την Κορδοκλίστρα. Μόλις έσμιγε το ένα με το άλλο για καλημέρα είχαν «Πάμε στην Κορδοκλίστρα;». Και τραβούσαν τρεχάτα να πιάσουν σειρά απ’ όλες τις συνοικίες. Τί αξία είχαν τα δυο μικρά πεζούλια της σκάλας προς την Παργιορήτσα της πλατείας Σκουφά, μπροστά στη θεόρατη και θεαματική Κουρδοκλίστρα των Αγίων Θεοδώρων; Την ξέρετε; Αρχίζει από την άκρη του δρόμου και τελειώνει δυο, τρία μέτρα προ του ποταμού, που φλυαρεί σκυθρωπός με την αφάγωτη όχθη του…… Κατακόρυφος με μήκος 20 – 25 μέτρων. Λευκή και γιαλυστερή από το τρίψιμο των ρούχων. Προς ανατολάς βλέπει κανείς τον ναόν  των Αγίων Θεοδώρων με φόντο τον γαλάζιο ουρανό. Προς Δυσμάς το αχανές οικόπεδο του ποταμού με τα κάτασπρα χαλικάκια και με τις αιώνιες ρίζες και ξυλαράκια, απομεινάρια κάποιας μεγάλης κατεβασιάς. Ολίγο προς τα πέρα τα καταπράσινα χωριά της Γρεμμενίτσης  και των Βλαχερνών που οι μαγευτικές ραχούλες φαίνονται σαν να φιλούνε το ιστορικό Γρίμποβο. Βορείως βλέπει κανείς το ονειρώδες στόμιο ή την ελικοειδή τροχιά που διαγράφει ο Άραχθος κατερχόμενος από το Θεοτοκιό. Και Ν.Δ. φαίνεται η σιλουέττα του Ριζόκαστρου και του ιστορικού φρουρίο, που κάτωθεν αυτών φεύγει το ποτάμι με σχήμα ταχέως ερπομένου φειδιού για να φτάση το Γεφύρι και να τραβήξη το αιώνιο δρομολόγιό του….

Μπροστά σ’ αυτή τη θέα, τί λεφτά κάνουν τα τσαρούχια και τί παράδες τα ρούχα; Την ομορφιά την χορταίνει κανείς, αλλά τον ίλιγγο της ταχύτητος;

Και δος του λοιπόν κάτω, και δος του λοιπόν απάνω και πάλι ξαναδόστου. Πότε με το κεφάλι απάνω και ανάσκελα και  πότε με το κεφάλι κάτω και μπρούμυτα, έως ότου ήρχετο το μοιραίον. Τα καινούργια ντρίλινα ρούχα είχαν τρυπήσει από πίσω και είχαν ξεφτύσει από μπροστά. Οι φούντες των τσαρουχιών είχαν πάρει την άγουσαν και οι φτέρνες φαινόνταν φαγωμένες. Τα μαλακά κοκκαλάκια συνεθλίβοντο, οι τρυφερές σάρκες εκοκκίνιζαν και όλο το σώμα εστολίζετο με τσουχτερές άσπρες καντήλιες. Και μ’ όλα αυτά νομίζετε πως οι λάτρεις της Κορδοκλίστρας απαγοητεύοντο; Κάθε άλλο. Παρ’ όλο το ξύλο που τρώγανε την ίδια βραδυά, την επομένην πρώτοι και καλλίτεροι, μέχρις ότου  πλέον η μαμά επεσκέπτετο τους Εβραίους  για στερεώτερο παντελόνι και για να τους ξαναεπισκεφθή ύστερα από λίγες μέρες…. Αυτόν τον ρόλον έπαιζε τότε η θρυλική αυτή Κορδοκυλίστρα, και αν τυχόν εξακολουθεί και σήμερον την ίδιαν πορείαν, προτείνω εις τον κ. Δήμαρχον να την ανατανάξη διά δυναμίτιδος και να είναι βέβαιος πως θα βγη από τες γυναίκες παμψηφεί Δήμαρχος, ασχέτως αν οι εβραίοι, ο Ζάρας και ο Λογοθέτης κηρύξουν απεργία διαμαρτυρίας….. Αθήναι, Ιούλιος 1930″. (Πηγή : Χρονογράφημα του Θεόδωρου Δ. Ζαχαρή στη εφημερίδα ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΝ ΒΗΜΑ,          Άρτα, 4 Αυγούστου 1930)

*Η λέξη “κορδογκυλάω” είναι μια σπάνια, ιδιωματική ή/και λαϊκή λέξη που δεν απαντάται συχνά στη σύγχρονη καθομιλουμένη και δεν περιλαμβάνεται στα βασικά λεξικά της ελληνικής γλώσσας. Ωστόσο, μπορούμε να κάνουμε μια ετυμολογική και νοηματική προσέγγιση: Αν “κορδογκυλάω” λεγόταν για τα παιδιά που κατρακυλούσαν για παιχνίδι σε λείο ή κατηφορικό έδαφος, τότε η λέξη είναι πιθανότατα ιδιωματική ή λαϊκή σύνθεση των εννοιών: “κυλάω” ή “κατρακυλάω” – που σημαίνει κατεβαίνω με κύλιση, τσουλώ. Το πρόθεμα “κορδο-” ίσως είναι παραφθορά του “κατρα-“, ή απλώς προσθήκη για λόγους φωνητικής έμφασης ή ντοπιολαλιάς. Άρα: “Κορδογκυλάω” = κυλιέμαι κάτω για παιχνίδι, τσουλάω το σώμα μου κατρακυλώντας, όπως κάνουν τα παιδιά στις κατηφόρες ή στα χορτάρια.

Στη φωτογραφία “Δυο νεαροί την δεκαετία του ’30 – ίσως τα αδέλφια Γρηγόρης και Τάκης Βαφιάς – ποζάρουν πάνω σε ένα βράχο στις όχθες του Αράχθου ακριβώς κάτω από το εκκλησάκι των Αγίων Θεοδώρων. Δίπλα από το εκκλησάκι βρίσκονταν η μεγάλη πλάκα που αναφέρεται στο κείμενο, πάνω στην οποία τα παιδιά ” κορδογκυλούσαν”, παίζοντας…. (Η φωτογραφία είναι από το αρχείο της κ. Κλαίρης Βαφιά – Μπανταλούκα)

Δημοσιεύθηκε στην Λαογραφικά και άλλα. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *