Οι τσελιγκάδες του Καταρράκτη…

“……Σε 10.000 ανέρχονταν ο αριθμός των αιγοπροβάτων του χωριού στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, σε 12.000 περίπου ως τα προπολεμικά χρόνια, ενώ σήμερα (1990) έχουν μείνει γύρω στις 3.500 κεφάλια που εξακολουθούν τον πατροπαράδοτο νομαδισμό.

Έξι ήταν οι μεγάλες στρούγκες στα Καταρραχτιώτικα στανοτόπια. Το Γερνοβούνι που “έτρωγε” 500 γιδοπρόβατα κι είχε για στερφοτόπι το Κομμένο, η Μπρέσιανη με δυο στρούγκες “έτρωγε” 1.500 κι είχε την Πλάκα για στερφοτόπι, ο Αρκουδόλακος που χωρούσε 300 γιδοπρόβατα, το Αγκάθι 1.000 με ζγουροτόπι το Μπαρτζώκα, οι Σιέσιες που “έτρωγαν ” 500 και το Λιμπούσιο 400. Τα Καταραχτιώτικα βοσκοτόπια είναι ημεράδια, “φωτιά” καθώς μου είπε ο Πραμαντιώτης γεροτσέλιγκας Ν. Δ. Καρατζένης, που “βόσκησε” χρόνια το Γερνοβούνι. Είναι τα πιο “ψηλά” ξεκαλοκαιριά στα Τζουμέρκα. Το Γερνοβούνι έχει υψόμετρο 2.211 μ., το Αγκάθι 2.393, η Μπρέσιανη 2.398 μ. Παρά την ημεράδα τους όμως είναι αφιλόξενα για ανθρώπους και ζωντανά. Όλα εκτός από το Αγκάθι και το Γερνοβούνι είναι αδιάβατα στα μουλάρια γι’ αυτό το ψωμί, το αλάτι, τα ξύλα και γενικά τα εφόδια των κτηνοτρόφων τ’ ανέβαζαν κι εξακολουθούν να τ ́ ανεβάζουν στ’ ακροκόρφια οι γυναίκες των κτηνοτρόφων ζαλικωμένες, οι οποίες κατεβάζουν πάλι φορτωμένες το τυρί ακροπατώντας σε φιλόστριφτα μονοπάτια με κίνδυνο να βρεθούν στο κενό σαν γλιστρήσουν. Η σκάλα του Σταμάτη θυμίζει το χαμό ενός άτυχου κτηνοτρόφου που γκρεμίστηκε στο αβυσσαλέο χάος.

Διψασμένο είναι το Καταρραχτιώτικο βιός στη Μπρέσιανη. Τα χιονομαζώματα και τα σταλάματά τους ξεδιψούν ανθρώπους και ζωντανά, όσο υπάρχουν μέσα στις χούνες και στα καύκαλα των βράχων. Σαν λιγνέψουν τα χιόνια, οι νομάδες κατεβάζουν τα πρόβατα στο Γερνοβούνι μια φορά τη βδομάδα να “ξεσκαρφιάσουν”. Εκτός απ’ τη μαρτυρική δίψα ανθρώπων και ζωντανών, στ’ απότομα γκρεμοστέφανα χάνουν τη ζωή τους κάθε καλοκαίρι 50 πρόβατα από κάθε στάνη καθώς ξακριάζονται στα κρεμάσματα γυρεύοντας παστρικό χορτάρι ή καθώς τα “παίρνουν σβάρα” ριζιμιά γκρεμολίθια που ξεκόβονται από τις μαχαιρωτές ορθοπλαγιές. Η σκληράδα του τοπίου δεν επέτρεπε την εγκατάσταση τυροκομείου στα Καταρραχτιώτικα βοσκοτόπια. Μόνο στο Αγκάθι έμπαινε γαλατάς κι όσοι “δύνονταν” έφερναν κουβαλητό το γάλα εκεί.

Όσο κακοτράχαλα είναι τα ψηλώματα του χωριού, τόσο γελούμενα είναι τα ριζά του με τις απέραντες πλασιές και τις αμέτρητες ανάβρες τους. 5 στρούγκες γίνονταν στα Καλοκαιρά, 5 στο Μαυροσπήλι, 3 στο Γκριμπετζόραχο και 4 στα Λιβάδια. Η Κερασιά, το Μέγα Χωράφι, ο Τσόμπολος, η Βακούφικη στρούγκα, η στρούγκα του Κατσαρού είναι οι πιο φημισμένες. Οι νομάδες κτηνοτρόφοι έκαναν “δυο μεταφορές”, είχαν δυο “οδύσσειες”. Από τα χειμαδιά έρχονταν στα “ριζά” όπου έμεναν μέχρι 26 θεριστή και στη συνέχεια “φόρτωναν” πάλι για τις ορεινές στρούγκες.

Οι Καταρραχτιώτες τσελιγκάδες που μνημονεύονται στο χωριό είναι: Ο Νάσιος Γ. Γιώτης που ξεχείμαζε στο Ξηρόμερο, το Τσιάμικο και στον κάμπο της Άρτας, τ’ αδέρφια Γώγος και Μήτσος Μακρυγιάννης, οι Τζαμακαίοι, ο Καρανάσιος Κοκκινέλης, ο Βαγγέλης Σαλαμούρας, ο Γιώργος και Μήτσος Κατσιούλας, οι Κρουπαίοι που ήρθαν από το Σούλι, οι Καρεζαίοι από τους Καλαρρύτες, ο Μήτσος και Βαγγέλης Σκούτας, οι Σκαμπαρδωναίοι που ήταν “σκηνίτες” Σαρακατσαναίοι.

Ο Νάσιος Γιώτης “έφκιασε” πάνω από 1.000 κεφάλια γιδοπρόβατα, και τα τελάλισε. Η φήμη του ήταν μεγάλη σ’ όλον τον κτηνοτροφικό κόσμο της Ηπείρου γι’ αυτό το 1920 οι κτηνοτρόφοι της, τον “έβγαλαν “πρόεδρό τους. Αργότερα στην Αθήνα έγινε ένα γενικό συνέδριο των κτηνοτρόφων της Ελλάδας με ευθύνη του υπουργείου Γεωργίας. Στο συνέδριο αυτό ο Νάσιος Γιώτης απευθυνόμενος στον υπουργό γεωργίας είπε: “Το τομάρι των κτηνοτρόφων είναι το πιο φθηνότερο, διότι δεν έχει ληφθεί καμιά προστασία. Οι κτηνοτρόφοι ζουν σε απόγνωση από το έτος 1923 και 1924. Όταν ήρθαν οι πρόσφυγες τα καλύτερα λιβάδια το κράτος τα έδωσε στους πρόσφυγες να τους αποκαταστήσει. Μετά, από την κτηνοτροφία περιμένουν να ζήσουν τόσοι και τόσοι. Περνώντας ο διαβάτης από το καλύβι του κτηνοτρόφου θέλει να φάει και τρώει. Περνάει ο αγροφύλακας το ίδιο, περνάει ο κλέφτης το ίδιο, περνάει ο καπετάνιος με τους χωροφύλακες και αυτοί θα φάνε. Περνάει η αλεπού, από το κοπάδι θέλει να φάει κι αυτή. Περνάει ο αετός, ν’ αρπάξει τ’ αρνί και να είναι τρυφερό. Περνάν οι θεομηνίες, χειμώνας, κρύα, ξηρασία, περνάν τ’ αγρίμια κι αυτός ο φοβερός λύκος από τα πρόβατα περιμένει να φάει και στον κάθε κτηνοτρόφο μένει να φωνάζει δυνατά, να φύγει ο λύκος κι όλα τ’ “αγρίμια” που τον κατατρέχουν. Αλλά μόνο αυτά έχει; Εχει και τη φαμίλια του. Οσο να ξεκονομήσει το ψωμί, του λείπει το αλάτι. Όσο να οικονομήσει το αλάτι, λείπονται τα τσαρούχια….”

Την απόγνωση ενός Καταρραχτιώτη κτηνοτρόφου για τις απάνθρωπες συνθήκες που επικρατούν στα καταρραχτιώτικα ξεκαλοκαίρια εκφράζουν τούτες οι σκέψεις: Όσες κυβερνήσεις και αν πέρασαν και τσελιγκάδες ακόμη, δεν προσφέρθηκαν να κάμουν ένα δρόμο κι όταν πηγαινοερχόμαστε στη στάνη κοντεύουμε να γκρεμιστούμε. Ούτε μια στέρνα στο βουνό διότι είναι ξερικό και τόσα πρόβατα υποφέρουν από τη δίψα….. Δε ζητάμε πολλά πράματα. Να ανοιχτεί η σκάλα που λέμε “σκάλα του Σταμάτη” να περνά ένα μουλάρι και να γίνει μια υδατοδεξαμενή να ποτίζουμε τα ζωντανά μας διότι στο βουνό, αν είχε νερό θα ξεκαλοκαίριαζαν σ’ αυτό 2.500 πρόβατα, δηλ. τα διπλάσια από αυτά που έχει σήμερα…”.(Πηγή : ΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΙ ΤΩΝ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ, Ν. Καρατζένης, Άρτα, 1991)

Στη φωτογραφία από το ίδιο βιβλίο ” Ο Καταρρακτιώτης Γιώργος Κατσιούλης με τα γαλάρια του, κάπου κοντά στη Λιμίνη Άρτης, Απρίλης 1991″.

Δημοσιεύθηκε στην Ποιμενική Ζωή. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *