Η ληστεία στην περιοχή των συνόρων του 1881

“……Τα ελληνοτουρκικά σύνορα (1832 και 1881), που δεν προσφέρονταν λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους για ασφαλή φρούρηση, αποτέλεσαν μόνιμη εστία ληστρικών συμμοριών, η δράση των οποίων επεκτεινόταν στις παραμεθόριες επαρχίες και των δυο επικρατειών. Τα αίτια της έξαρσης του ληστρικού φαινομένου στην Ηπειροθεσσαλία, εκτός από την κοινωνική αθλιότητα, τη γενική αναταραχή και την ανάπτυξη της νομαδικής κτηνοτροφίας, ήταν συνυφασμένα με τις αλυτρωτικές ενέργειες, την επιβίωση του κλεφταρματολισμού στις τουρκοκρατούμενες επαρχίες και την έλλειψη αποτελεσματικής καταδίωξης.

Ιδιαίτερη έξαρση του ληστρικού φαινομένου σημειώθηκε στο τελευταίο διάστημα της οθωμανικής κυριαρχίας, οπότε ουσιαστικά δεν υπήρχε διοίκηση στην περιοχή. Οι οθωμανικές αρχές ενόψει της αποχώρησης τους δεν ήθελαν, ενώ οι ελληνικές, πριν από την εγκατάσταση τους, δεν μπορούσαν να προστατέψουν τον τόπο. Την έλλειψη κάθε εξουσίας διοικητικής και αστυνομικής εκμεταλλεύτηκε, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω , πλήθος ληστών και φυγόδικων τόσο από τη Θεσσαλία και την Ήπειρο όσο και από την παλιά Ελλάδα και τις οθωμανικές επαρχίες, με αποτέλεσμα την αναζωπύρωση της ληστείας. Ο αριθμός τους ήταν αδύνατο να υπολογιστεί με ακρίβεια. Σύμφωνα πάντως με δημοσιογραφικές πληροφορίες, το καλοκαίρι του 1881 ανέρχονταν σε 8.000 άτομα . Πρόκειται βέβαια για υπερβολές. Δεν αποκλείεται μάλιστα οι υπερβολές αυτές να διοχετεύονταν επίτηδες από τις ελληνικές αρχές που, για πολλές αιτίες, πάσχιζαν με κάθε τρόπο να επισπεύσουν τον τερματισμό της οθωμανικής κυριαρχίας στις περιοχές της Ηπείρου και Θεσσαλίας.

Οι ελληνικές προξενικές αρχές, ως οι μόνες που είχαν πλέον δικαιοδοσία στις επαρχίες που επρόκειτο να προσαρτηθούν, με συνεχείς εκθέσεις τους προς το υπουργείο Εξωτερικών, ανέφεραν πολυάριθμα περιστατικά ληστειών και περιέγραφαν την έκρυθμη κατάσταση . Ανάλογο ήταν και το περιεχόμενο των επιστολών των μελών της ευρωπαϊκής οροθετικής επιτροπής, τα οποία γι’ αυτό το λόγο, σε όλες τις μετακινήσεις τους συνοδεύονταν απαραίτητα από σημαντική δύναμη ιππικού. Οι ληστές λοιπόν, συνήθως βλαχόφωνοι ή και αλβανόφωνοι (χριστιανοί και μουσουλμάνοι), περιφέρονταν κατά ομάδες στα χωριά, αιχμαλώτιζαν χωρικούς- κατά κανόνα χριστιανούς-, και ζητούσαν για την απελευθέρωση τους λύτρα. Δεν δίσταζαν επιπλέον να διαπράττουν και φόνους και να απειλούν να πυρπολήσουν τους καρπούς και τα κοπάδια ολόκληρων χωριών είτε για εκφοβισμό, είτε για τιμωρία, όταν δεν ικανοποιούνταν οι απαιτήσεις τους. Οι ενέργειες αυτές είχαν, όπως ήταν φυσικό, σοβαρό αντίκτυπο στον πληθυσμό. Έτσι, πολλοί από τους κατοίκους, τρομαγμένοι εγκατέλειπαν τα σπίτια τους και παραμελούσαν τις ασχολίες τους. Εξαίρεση αποτελούσαν μόνο οι φτωχοί εργάτες, που τολμούσαν να συνεχίζουν την εργασία τους, χωρίς βέβαια να είναι και αυτοί εξασφαλισμένοι από τον κίνδυνο. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης οι χωρικοί ζήτησαν άδεια να οπλοφορούν, πράγμα βέβαια που δεν επέτρεψε η οθωμανική διοίκηση. (Πηγή : Η ΟΡΟΘΕΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ ΤΟΥ ΑΡΑΧΘΟΥ ΤΟ 1881, Α. Καρρά, Άρτα, 2021)

Στη φωτογραφία “Προσωπογραφία κλέφτη από τη Στερεά Ελλάδα. Δημοσιεύεται στο: Belle Henri, «Trois années en Grèce». Παρίσι, Librairie Hachette, 1881. Συλλογή: Βιβλιοθήκη Μουσείου Μπενάκη”

.

Δημοσιεύθηκε στην Η Απελευθέρωση το 1881. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *