Η Μεγάλη Παρασκευή στην προπολεμική Άρτα…

“Περιμένοντας την περιφορά των επιταφίων στην οδό Σκουφά, Άρτα 1958”. Φωτο από αρχείο Σωτήρη Σαρλή.

“……….Μεγάλη Παρασκευή. Ο Επιτάφιος του Αγίου Γεωργίου, της ενορίας μου, ξημέρωνε ανθοστόλιστος. Όλη τη νύχτα της Μ. Πέμπτης, ενώ οι νοικοκυρές άκουαν και μετά την Καθήλωση τα υπόλοιπα Ευαγγέλια μέχρι τέλους τής λειτουργίας, εμείς τα παιδιά τής ενορίας κλέβαμε τα λουλούδια από τούς κήπους τής γειτονιάς και τα κουβαλούσαμε αγκαλιές στις ανύμφευτες κοπέλες της εvoρίας μας, που με καλό γούστο, αναλάβαιναν να στολίσουν τον επιτάφιο. Αμοιβή για τις εξαίρετες αυτές υπηρεσίες μας ήταν το προνόμιο να βαράμε πρώτοι κι όσο θέλαμε—με τη σειρά καθένας της παρέας μας—λυπητερά την καμπάνα όλη τη μέρα τής Μεγάλης Παρασκευής. Τη νύχτα της Μ. Παρασκευής ή περιφορά των επιταφίων και τα καλλιστεία από τον κόσμο, στον καλύτερα στολισμένο. Ξεκινούσαμε—για την ενορία μου, του Αι Γιώργη μιλάω—όλοι με τις κίτρινες λαμπάδες αναμμένες. Ο Παππάς, οι ψάλτες, οι επίτροποι της εκκλησίας, ο Σταυρός του Εσταυρωμένου, τα φανάρια και τα εξαπτέρυγα. Ο επιτάφιος στην πλάτη τεσσάρων ρωμαλέων ευσεβών ενοριτών και στα πλάγια τιμητική φρουρά από στρατιώτες με τα όπλα «υπό μάλης» όπως προβλέπει ο στρατιωτικός κανονισμός για τις κηδείες επιφανών στρατιωτικών. Με το απλοϊκό παιδικό μου μυαλό εξηγούσα αυτή την τιμητική παρουσία τής στρατιωτικής φρουράς, από το στίχο του επιτάφιου θρήνου «καί άγγέλων στρατιαί έξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι τήν σήν». Τον φανταζόμουνα το Χριστό μας αρχιστράτηγο κι έλεγα μέσα μου γεμάτος φανατισμό και μίσος, γιατί δεν έκανε ένα νόημα σ’ όλες αυτές τις στρατιές των αγγέλων, να χυμήξουν και να κάνουν σκόνη στο λεπτό, και τους παλιοεβραίους και τους ρωμαίους. Καθώς βγαίναμε από την εκκλησία, μπαίναμε στη σημερινή οδό Αμβρακίας. Στην αρχή της, εκεί πού είναι τώρα το οικοδομικό συγκρότημα Σιμόπουλου, στο βάθος ήταν οι Φυλακές. Εμείς οι μικροί μπροστά κανοναρχούσαμε… κύριε ελέησον, κύριε ελέησον…..Οι ψάλτες έψελναν με τα κεφάλια σκυμμένα, γιατί διάλεγαν τον τόπο, στον άθλιο δρόμο πού ήταν γεμάτος λακκούβες, πολλές φορές και με βρόχινα νερά, μη σκοντάψουν οι άνθρωποι και τσακιστούν. Οι φυλακές κατάφωτες. Σταματούσε λίγα λεπτά εδώ ή πομπή για μια ευχή χάριν των φυλακισμένων «έν φυλακαΐς ήμην καί ούκ έπισκέψασθέ με». Στην πόρτα ό Διευθυντής κι οι επιστάτες με αναμμένες τις λαμπάδες τους, έκαναν το σταυρό τους κι η φρουρά παρουσίαζε όπλα. Από τα κενά πού είχαν οι σιδεριές των παραθύρων των δυο ορόφων της φυλακής, άλλοι κρατούμενοι είχαν βγάλει τις αναμμένες λαμπάδες τους και τις κουνούσαν ανεμίζοντας τις φλόγες τους, άλλοι έκαναν το σταυρό τους κι όλοι μαζί εύχονταν με δυνατές φωνές πού έφταναν έως εμάς «Χρόνια πολλά—καλή Ανάσταση». Ύστερα προχωρούσαμε και μπαίναμε στην Εβραϊκή συνοικία της οδού Τζαβέλλα, για να βγούμε στην πλατεία του Αγίου Δημητρίου. Εκεί θα περνούσαν όλοι οι επιτάφιοι κι ο κόσμος συγκεντρωμένος θα έκρινε ποιος ήταν ο καλύτερος……” (Πηγή : Άρθρο του Νίκου Ευταξία στο Περιοδικό ΣΚΟΥΦΑΣ, τχ. 54-55,1980)­

Δημοσιεύθηκε στην Η Άρτα στο πέρασμα του χρόνου. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *