————————
“Μια Τρίτη απόγευμα, στα μέσα Ιουνίου, έκανα βόλτες με ένα φίλο μου και παλιό συμμαθητή μου στο Γυμνάσιο, στο μοναδικό εμπορικό δρόμο της πόλης μας. Ο κόσμος περιδιάβαζε, φαινομενικά αδιάφορος….όμως ένα καζάνι κουφόβραζε….Το φιλότιμο, η περηφάνια και ο πατριωτισμός των Ελλήνων είχαν θιγεί.
– Πολύ θερμός φαίνεται ο Ιούνιος φέτος, σκέψου τί θα είναι ο Αύγουστος, μου ’πε ο φίλος μου ο Γιώργος έτσι απρόσμενα, καθώς περπατούσαμε. Γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια. Στην αρχή δεν κατάλαβα.
– Τί είπες Γιώργο; τον ρώτησα έκπληκτος. Μ’ ένα ελαφρύ χαμόγελο αυτός επανέλαβε τα λόγια του. Αναρίγησα. Αυτή η φράση ήταν το σύνθημα αναγνώρισης. Αυτός ο άνθρωπος, ο φίλος μου, ήταν σταλμένος απ’ την οργάνωση. Με είχαν ειδοποιήσει….και….περίμενα. Η έκπληξη διαδέχτηκε τη χαρά μου. Δεν πίστευα στα μάτια μου…γιατί ο Γιώργος, απ’ τα θρανία τον ήξερα, ήταν «συντηρητικός» στις ιδέες του. Στα μάτια μου ξαφνικά ανέβηκε. Τον κοίταξα με θαυμασμό.
– Και σύ Γιώργο; του είπα.
– Μη μιλάς μου λέει…..σιγά, και οι τοίχοι έχουν αυτιά. Ετοιμάσου να φύγεις αύριο βράδυ. Όλοι είναι ειδοποιημένοι. Σε σένα όμως η οργάνωση, είπε, θα σου δώσει ένα φάκελο, σφραγισμένο, τον οποίο θα παραδώσεις στο Γενικό Αρχηγείο στα Πράμαντα….Προσοχή, συνέχισε, δεν πρέπει να τον δει κανένας….. Ούτε να τον ανοίξεις. Είναι μυστικά της οργάνωσης, και με τρόπο, σε μια σκοτεινή γωνιά, μου πάσαρε το φάκελο.
Απ’ τη χαρά μου έμεινα άφωνος. Ένοιωσα τόση περηφάνεια, που η μεγάλη και μυστηριακή αυτή οργάνωση, διάλεξε εμένα, σαν τον πιο έμπιστο…..
Μέχρι το άλλο απόγευμα που θα φεύγαμε, ασχολήθηκα με ετοιμασίες…..Εσώρουχα, παπούτσια κτλ. ενώ η μάνα μου συνέχεια έκλαιγε…Τότε δεν μπορούσα να φανταστώ την οδύνη της κι ούτε μπορούσα να διανοηθώ σε τί φασαρίες, μπλεξίματα και ταλαιπωρίες τους έβαζα…όλα για μένα τότε φαινόταν ρόδινα…πουθενά δεν έβλεπα δυσκολίες…απορούσα με την απαισιοδοξία και τον φόβο που πρόβαλλε η μάνα μου.
Την άλλη μέρα ήμουν σε πυρετώδη κίνηση. Ετοιμασίες, κλάματα, νεύρα και…..όνειρα. Η φαντασία μου κάλπαζε…Επιτέλους νύχτωσε…Ντυμένος με μια μαύρη κυλόττα – περισκελίδα και μαύρο πουκάμισο, ήμουν ο μαύρος εκδικητής βλέπετε – και λίγα εσώρουχα σ’ ένα σακίδιο…ξεκινώ. Η μάνα μου και η αδελφή μου δακρυσμένες με αποχαιρετούν…να συνειδητοποιούν άραγε τους κινδύνους και τις ταλαιπωρίες που τις περιμένουν; Γιατί και τη μάνα μου την ξυλοκόπησαν άγρια αργότερα οι υπερεθνικόφρονες, βγάζοντάς της το αριστερό μάτι και η αδελφή μου ακολούθησε το 1946 το δρόμο της εξορίας γιατί ήθελε κι αυτή να χορτάσει ο κόσμος ψωμί….!……………
Τρέχω τώρα μέσα στη νύχτα…ελαφροπατώντας. Κάπου σ’ ένα ξέφωτο με περιμένουν οι υπόλοιποι σύντροφοί μου…Κάποτε λαχανιασμένος φτάνω. Όλοι είναι εκεί. Μονάχα εμένα περίμεναν, τον μικρότερο..
– Άργησες δέκα λεπτά φίλε, μου ‘πε αυτός που ορίστηκε απ’ την οργάνωση σαν αρχηγός. Η συνέπεια στο ραντεβού, θα ‘ναι αποφασιστική στη ζωή που διαλέξαμε κατέληξε….Κοντανασαίνοντας κουνώ το κεφάλι μου. Η συγκίνηση με πνίγει. Κοιτάζω τους συντρόφους μου. Είναι όλοι έτοιμοι. Τους μετράω. Δεκατρείς. Είναι δυο παραπάνω απ’ όσους ήξερα.
– Ακούστε φίλοι μου, είπε σιγά ο αρχηγός….οι δυο παραπάνω συναγωνιστές είναι από την πόλη. Μας τους έστειλε η οργάνωση……Έρχονται κι αυτοί για πάνω. Και τώρα ακούστε. Θα προχωρούμε σιγά, χωρίς θόρυβο. Οι κουβέντες απαγορεύονται. Τα τσιγάρα επίσης. Οι Ιταλοί είναι κοντά μας……Στο Κορφοβούνι θα σταματήσουμε. Εκεί είναι το πρώτο συγκρότημα των ανταρτών μας. Μας περιμένουν……(Πηγή: ΜΝΗΜΕΣ ΑΙΩΝΩΝ, Βασίλης Θ. Σφαλτός, Άρτα, 1997)
Στη φωτογραφία από το ίδιο βιβλίο «Ο Βασίλης Σφαλτός στη Νησίστα τον Σεπτέμβριο του 1943»