————————
«…..Όλη η Ελλάδα είχε κατακλυσθεί από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς. Στην Άρτα δρούσαν τότε διάφορες αντάρτικες ομάδες χωρίς συνοχή και ολοκληρωμένη καθοδήγηση. Στις 10 Οκτωβρίου του 1942, μια ομάδα πάνοπλων Γερμανών περνούσε από την περιοχή του Διχομοιρίου, ήταν περίπου 13 άτομα και είχαν 2 ζώα φορτωμένα με πολεμικό υλικό. Στο Διχομοίρι, άνθρωποι που κατείχαν ελαφρύ οπλισμό παρακολουθούσαν από μακριά και προσπαθούσαν ανά πάσα στιγμή να τους χτυπήσουν. Η πρώτη προσπάθεια ήταν να γίνει το χτύπημα στον «Κούφαλο», αλλά ο Μήτσος Παχούλας τους απέτρεψε διότι υπήρχε ο φόβος των αντιποίνων. Έτσι συνεχίστηκε η παρακολούθηση και παράλληλα ειδοποιήθηκαν όσοι τότε κατείχαν όπλα. Αποφασίστηκε να χτυπήσουν στη θέση Μαραθόρεμα, όπου σμίγουν τα δυο ποτάμια. Οι Γερμανοί βάδιζαν στην άκρη του ποταμού καθ’ όλη την διαδρομή.
Μια ομάδα ανοργάνωτη υπό τον Ηλία Λουτσάρη ταμπουρώθηκε σε απόσταση 200 μέτρων, στη θέση «Ραχούλα». Στο ποτάμι, στο πέρασμα ήταν ο Θωμάς Χ. Μπούργος, ο Ηρακλής Β. Μπούργος, ο Νίκος Β. Μπούργος ενώ ο Λεωνίδας Β. Μπούργος ήταν άοπλος σε ένα καραούλι, αλλά έδινε οδηγίες φωνάζοντας στους άλλους. Ο Χρήστος Δ. Καραμπίκας ήταν έτοιμος σε απόσταση 250 μέτρων με πολυβόλο. Όταν έφτασαν οι Γερμανοί στην ένωση των ποταμών στο Μαραθόρεμα, άρχισε η μάχη. Η ομάδα του Ξηροκάμπου δρούσε εκ του ασφαλούς από μακριά. Η μάχη όταν άρχισε ήταν βραδάκι, μετά τις 4 μ.μ. Η ομάδα των Μπουργαίων έπαιξε καταλυτικό ρόλο διότι έδρασε υπό την κάλυψη των μεγάλων πετρών από απόσταση 30-40 μέτρων. Η μάχη κράτησε περίπου 4 ώρες. Στον τόπο της μάχης σκοτώθηκαν 7 Γερμανοί και ένα μουλάρι. Τρεις Γερμανοί διέφυγαν και κατά πληροφορίες πήγαν και παραδόθηκαν στο Βουργαρέλι, σε ομάδα του Ζέρβα. Από πληροφορία του Χρήστου Δ. Καραμπίκα, ένας Γερμανός συνελήφθη αιχμάλωτος, όπου ύστερα από καιρό, σε μάχη κοντά στην Άρτα, στο Καραμούτσι, όταν είδε τους άλλους ομοεθνούς του, έφυγε προς το μέρος τους. Όταν τέλειωσε η μάχη και ο Ηρακλής Μπούργος έφευγε προς Πέρα Καλεντίνη, δέχτηκε ανεπιτυχώς σφαίρα, γυρίζοντας είδε τη λάμψη και την ανταπέδωσε. Ο Γερμανός έπεσε νεκρός στο ποτάμι. Την τοποθεσία αυτή οι κάτοικοι την ονομάζουν «Στου Γερμανού». Ήμουν – αναφέρει ο Γρηγόρης Μπεσλίκας – 11 χρόνων τότε, κρυμμένος πίσω από έναν πλάτανο και είδα τη μάχη καθ’ όλη τη διάρκειά της από απόσταση 400 μέτρων. Ο τελευταίος Γερμανός πληροφορήθηκα ότι διέφυγε στην Άνω Καλεντίνη, όπου τον συνέλαβαν οι κάτοικοι και σώθηκε μετά από παρέμβαση του Στέλιου Γ. Κλάγκου. (Λέγεται ότι μετά από χρόνια, όταν ο Στέλιος Κλάγκος πήγε μετανάστης στη Γερμανία, συναντήθηκε τυχαία με τον επιζώντα Γερμανό, ο οποίος τον αναγνώρισε, τον φιλοξένησε, του βρήκε δουλειά σε εργοστάσιο, ανταποδίδοντας το καλό που του έκανε στην Κατοχή).
Την επόμενη μέρα, οι κάτοικοι της γύρω περιοχής έθαψαν τους νεκρούς Γερμανούς. Το δεύτερο μουλάρι που επέζησε το πήρε ο Μήτσο Μπεσλίκας και αργότερα ο Ηλίας Λουτσάρης το επιστράτευσε. Οι διαφυγόντες Γερμανοί ειδοποίησαν τη διοίκησή τους και τις επόμενες ημέρες αναγνωριστικά αεροπλάνα πέρασαν από την περιοχή. Οι κάτοικοι από το φόβο αντιποίνων έθεσαν σε μερικές τοποθεσίες που είχαν οπτικό πεδίο, καραούλια. Οι Γερμανοί, μετά από 4 ημέρες, με δύναμη 2 λόχων κατόρθωσαν και πέρασαν απαρατήρητοι σχεδόν και έφτασαν στον τόπο της μάχης. Οι κάτοικοι όταν αντιλήφθηκαν την άφιξη των Γερμανών κρύφτηκαν μέσα στο πυκνό δάσος και τα λαγκάδια. Όταν οι Γερμανοί είδαν ότι δεν υπήρχε καμιά αντίσταση, έβαλαν φωτιά και έκαψαν τα σπίτια, τις καλύβες και τα ζώα των κατοίκων στη θέση Κοκκινόπουλου. Στους ανθρώπους αυτούς δεν έμεινε τίποτα εκτός από τα ρούχα που φορούσαν. Οι Γερμανοί ξέθαψαν τους νεκρούς και τους πήραν μαζί τους….» (Μαρτυρία του Γρηγόρη Μπεσλίκα, όπως καταγράφηκε στο βιβλίο ΟΡΕΙΝΗ ΑΡΤΑ – ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ ΕΝ ΤΗ ΕΡΗΜΩ, Θ. Σ. Σπύρου,2005)
Στη φωτογραφία «Η περιοχή Μαραθόρεμα όπου έγινε η μάχη» από το ίδιο βιβλίο.