Η ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΑΝΕΛΕΗΜΟΝΑ ΧΑΡΟΥ ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΒΥΛΙΖΑΣ ΜΑΤΣΟΥΚΙΟΥ

“Η τοιχογραφία του Ανελεήμονα Χάρου που βρίσκεται στο βόρειο τοίχο του Προδρόμου της Μονής Βύλιζας Ματσουκίου, αποτελεί πιστό σχεδόν αντίγραφο της ξυλογραφίας που απεικονίζει τον Χάρο στις εκδόσεις του ποιήματος του Γιούστου Γλυκού. Ο Γιούστος Γλυκός, γιός του Ιωάννη Γλυκού από την Κορώνη της Μεσσηνίας, πέθανε το 1522, δύο χρόνια μετά την ολοκλήρωση του μοναδικού του ποιήματος με τίτλο «Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή» (1520). Το «Πένθος Θανάτου», όπως είναι περισσότερο γνωστό το ποίημα του Γιούστου Γλυκού, είναι ένα ηθικοδιδακτικό αριστούργημα, αποτελούμενο από 632 ομοικατάληκτους κατά διστιχία δεκαπεντασύλλαβους στίχους, το οποίο αναφέρεται στο πένθος των επιζώντων για το θάνατο των αγαπημένων τους προσώπων, στη ματαιότητα των εγκοσμίων και της επίγειας ζωής και στη, μετά θάνατον, επιστροφή των ενάρετων ανθρώπων στο Θεό, ανήκει δηλαδή στην ευρεία κατηγορία των memento mori. Αυτό το γεγονός σημαίνει ότι είτε κάποιο αντίτυπο του ποιήματος υπήρχε στην πλούσια βιβλιοθήκη του μοναστηριού ή θα έτυχε να το είχαν υπ’ όψιν τους οι αγιογράφοι του Παρεκκλησίου. Η μοναδικότητα της τοιχογραφίας έγκειται στο γεγονός ότι ο Χάρος, όπως λέγει ο ποιητής «βαστάζη των τριών λογών τα άρματα, εκείνα που μας σφάζει», ήτοι το δρέπανον, το ξίφος και το τόξο μετά βελών. Ο Χάρος στη Ορθόδοξη εικονογραφία, τη λαϊκή τέχνη και τη δημοτική ποίηση, εμφανίζεται συνήθως καβαλάρης και οπλισμένος με ένα μόνο όπλο, όπως τόξο με βέλη, ξίφος, σπαθί, μάχαιρα, λόγχη, ακόντιο ή δρεπάνι. Τα συνηθέστερα δε όπλα του είναι το δοξάρι και το δυτικής προέλευσης δρεπάνι. Η απεικόνιση του Χάρου με δύο όπλα- δοξάρι και ακόντιο- είναι σπάνια, ενώ με τρία -τόξο, σπαθί και δρεπάνι- ακόμη σπανιότερη. (Πηγή : ΟΙ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΑΝΕΛΕΗΜΟΝΑ ΧΑΡΟΥ ΣΤΑ ΤΖΟΥΜΕΡΚΑ, Α. Καρρά, academia.edu)
Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο στο λινκ https://www.academia.edu/…/%CE%9F%CE%B9_%CE%A4%CE%BF%CE…

Στη φωτογραφία “Η τοιχογραφία του Ανελεήμονα Χάρου στη Μονή Βύλιζας” (Πηγή: ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ, Δ. Καμαρούλιας, Αθήνα, 1996)

Δημοσιεύθηκε στην Τα Μοναστήρια. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *