ΜΕ ΠΑΝΤΡΕΨΑΝ ΣΤΑ ΔΕΚΑΤΡΙΑ………

———————
“Μεγάλωσα και γεννήθηκα στην Καστανιά Άρτας, σε ένα ορεινό χωριό, το 1970. Οι γονείς μας δουλεύανε, κάνανε εξωτερικές εργασίες στα χωράφια, γεωργικές πιο πολύ, είχανε ζώα. Εμείς βοηθούσαμε στο σπίτι από μικρά. Οι γονείς μας, κι η μαμά μου κι ο μπαμπάς μου ήτανε, η μαμά μου ήτανε λίγο πιο αυστηρή, ο μπαμπάς μου ναι μεν αυστηρός, αλλά πιο κοντά σε μας.

Πήγα μέχρι το δημοτικό, δε συνέχισα, δε με αφήσαν να συνεχίσω, γιατί οι συγκυρίες δεν το επέτρεπαν λόγω οικονομικής κατάστασης για να πάω στο γυμνάσιο, να συνεχίσω να πάω στο γυμνάσιο. Έπρεπε να πάω σε άλλη πόλη, να πάω στην πόλη της Άρτας, που ήτανε εξήντα χιλιόμετρα μακριά από μας. Ήμουνα καλή μαθήτρια, μ’ άρεσε το διάβασμα κι ήθελα να συνεχίσω και πάντα αυτό μου έχει μείνει σαν απωθημένο, το θέμα του σχολείου.

Τα παιδικά μου χρόνια, τα σχολικά που θυμάμαι, περίμενα τις διακοπές των Χριστουγέννων, τις διακοπές του Πάσχα και τις διακοπές του καλοκαιριού, για να ‘ρθει η ξαδέρφη μου, που ήμασταν ίδια ηλικία. Κι ερχότανε στο χωριό σε κάθε διακοπές, σχολικές διακοπές, για να παίξουμε μαζί. Γιατί πέρα από τα παιδιά που ήμασταν συμμαθητές στο σχολείο δεν είχαμε άλλες επαφές, δεν είχαμε με άλλον κόσμο επαφή, εγώ, δηλαδή, σαν παιδί. Τότε ήτανε κακό ένα κορίτσι να έχει επαφές με ένα αγόρι.

Προέκυψε μια ξαδέρφη μου που ήτανε γειτονιά, ήμασταν και γειτονιά, να μου κάνει την ερώτηση αν μου αρέσει ένα παλικάρι από το χωριό, τον οποίο εγώ αυτόν τον είχα δει μια φορά. Είχαμε δέκα χρόνια διαφορά, ήταν είκοσι τριών χρονών ο ίδιος. Και της είπα: «Ναι, εντάξει, μ’ αρέσει». Χωρίς να ξέρω, χωρίς να μπορώ να ξέρω τις συνέπειες που θα ακολουθούσαν σε αυτό που είπα εγώ. Αυτή του το μετέφερε κι είπε στην ξαδέρφη μου: «Ωραία, να συναντηθούμε, αφού της αρέσω κι εγώ. Μου αρέσει και σε μένα».

Κι έτσι κλείσαμε ένα ραντεβού. Το ραντεβού δεν ήτανε εφικτό να γίνει μέρα, γιατί κάποιος θα μας έβλεπε. Κι αυτό έπρεπε να γίνει κρυφά, να μην το πάρουν χαμπάρι οι γονείς. Κι έγινε βράδυ.

Το ραντεβού το βράδυ όμως, την ώρα που έγινε, πήραν χαμπάρι οι γονείς μου ότι έλειπα εγώ από το σπίτι, αφού ήταν δώδεκα η ώρα το βράδυ. Κι ανησυχήσανε, αρχίσανε να με ψάχνουνε. Εγώ φοβήθηκα, γιατί οι γονείς μου ήταν αυστηροί, ότι με αυτό που έκανα, φοβήθηκα ότι θα φάω ξύλο, ότι θα με μαλώσουν, τέλος πάντων. Την κοπάνησα και κρύφτηκα και με ψάχνανε για δύο μέρες.

Αφού με βρήκαν όμως κι ήταν όλα καλά, έπρεπε μετά… αυτό σαν γεγονός ήταν πολύ βαρύ για την οικογένεια τη συγκεκριμένη. Κι έπρεπε να, εντός εισαγωγικών, να «αποκατασταθούμε», να προχωρήσει σε πιο σοβαρή κατάσταση το ραντεβού αυτό. Γιατί το ότι ένα παιδί τότε στην ηλικία των δεκατριών ετών και μια κοπέλα μάλλον, να βγει ραντεβού έτσι, έκανε κάτι το ανήθικο, ήταν ανήθικο αυτό για τότε. Οπότε έπρεπε να γίνει αποκατάσταση.

Κι αναγκαστήκαμε και φύγαμε από το χωριό. Ήρθαμε εδώ στην Αθήνα, και καλά ότι αρραβωνιαστήκαμε κι ήρθαμε εδώ στην Αθήνα. Παντρευτήκαμε με θρησκευτικό γάμο.

Για μένα, δεν ήξερα τι μου γινόταν σε όλο αυτό. Αλλά αφού έγινε ό,τι έγινε, εγώ ένιωθα ενοχές γιατί έκανα κάτι κακό για τους γονείς μου, σαν να τους πρόσβαλα δηλαδή, σαν να τους στενοχώρησα. Μου ρίξανε ευθύνες ότι έφταιγα κι αυτό κρατάει ακόμη. Νιώθω ένοχη, σε οτιδήποτε κάνω, έχω ενοχές. Δεν ξέρω αν μου το συγχωρήσανε ποτέ.

Μετά, εδώ στην Αθήνα που είχαμε έρθει ως ζευγάρι, ήταν δύσκολα τα πράγματα. Γιατί όταν δε γνωρίζεις έναν άνθρωπο και ξαφνικά από τη μία μέρα στην άλλη πρέπει να συμβιώνεις μαζί του καθημερινά κι ως ζευγάρι, σαν να είσαι παντρεμένος, ας πούμε… Για την εποχή εκείνη, εγώ έπρεπε να ανταπεξέλθω ως σύζυγος, καλή σύζυγος στο σπίτι. Εγώ, όλα αυτά για μένα, ήταν σαν να τα ζούσε κάποιος άλλος κι εγώ απλώς να παρακολουθούσα.

Μετά, μας πιέζανε να κάνουμε παιδί, γιατί οι δικοί φοβόνταν μήπως με αφήσει, μήπως χωρίσουμε και λοιπά ή μήπως φύγω εγώ κι όλα τα σχετικά του διαζυγίου. Και προέκυψε εγκυμοσύνη χωρίς εγώ να ξέρω τι σημαίνει παιδί, τι δεν, ήταν άγνωστο για μένα όλο αυτό. Αλλά έμεινα έγκυος και γέννησα στην ηλικία των δεκαέξι ετών. Και ξαφνικά βρέθηκα με ένα μωρό. Βγήκα από το μαιευτήριο, πήγα στο σπίτι. Στην αρχή πανικοβλήθηκα γιατί είπα τι θα το κάνω τώρα εγώ αυτό;

Σαν να ήρθαν όλα από μόνα τους, ενστικτωδώς και βγαίνανε όλα σιγά-σιγά μόνα τους. Δηλαδή, το ένστικτο καμιά φορά και της μάνας σε οδηγούνε να κάνεις τα πράγματα έτσι όπως πρέπει να γίνουν. Κι αυτό, πιστεύω, με βοήθησε πολύ. Εγώ είχα ξεχάσει ότι είμαι παιδί και γι’ αυτό το παιδί ένιωθα τα πάντα, ότι ήταν η ζωή μου όλη αυτό το παιδί, ότι αυτό είχα.

Είναι σαν να μην το ζούσα εγώ αυτό, ρε παιδί μου. Απλώς σαν να είχα βγει από μένα, λειτουργούσα μεν όπως μου λέγανε, ότι: «Θα κάνεις αυτό», «Ναι, θα το κάνω», «Θα κάνεις εκείνο», «Ναι, θα το κάνω». Σαν να είχα βγει από μένα κι απλώς παρακολουθούσα τον εαυτό μου να εξελίσσεται στην πορεία αυτή: στο θέμα του γάμου, στο θέμα του παιδιού μετά. Και σαν να εγώ να είχα σταματήσει στην ηλικία αυτή, των δεκατριών ετών.”
(Πηγή : istorima.org)

Μπορείτε να ακούσετε την ιστορία στο λινκ https://open.spotify.com/episode/5Z7cPsUVleE7rCH9aUrhCm

Στη φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα “Σκηνή από ένα γάμο”, Λεύκωμα ΗΠΕΙΡΟΣ, Αθήνα, 2003)

Δημοσιεύθηκε στην Λαογραφικά και άλλα. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *