Από την μοίρα των επαναστατών που περιγράψαμε στην προηγούμενη ανάρτησή μας, η κατηγορία δηλαδή των επαναστατών ως “ληστών”, είτε από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης, είτε της Οθωμανικής, δεν διέφυγε ούτε ο Δημήτρης Σκαλτζογιάννης που το όνομά του διαβάζουμε σε όλες τις επαναστάσεις μετά το 1832 στην περιοχή της Άρτας. Παραθέτουμε λοιπόν ένα άρθρο της Εφημερίδας των Αθηνών “Αθηνά” με ημερομηνία 8 8βρίου 1958, στο οποίο ο αρθρογράφος προσπαθεί να αποσείσει την κατηγορία κατά του Σκαλτζογιάννη ως “ληστού”, αναφερόμενος στην αγωνιστική του δράση κατά των Τούρκων.
“Εισηγήσεις εχθρικαί και κακόβουλοι, εξ ων φαίνεται παρασυρθείσα και αυτή η Ελληνική Κυβέρνησις συνέτεινον εσχάτως εις την διάδοσιν ψευδών πληροφοριών περί της θέσεως και της διαγωγής του κατά την επαρχίαν της Άρτης επί κεφαλής αριθμού τινος ενόπλων διατελούντος Δ. Σκαλτζογιάννη. Διά ταύτα ως πατριωτικόν καθήκον θεωρούμεν όπως εκθέσωμεν λεπτομερώς πως τα κατά τον αρειότολμον τούτον μαχητήν προς απόδειξιν της αληθείας των πραγμάτων.
Ευθύς δε εκ προοιμίων λέγομεν και πανδήμως κηρύττομεν, ότι ο Δ. Σκαλτζογιάννης ουδέποτε υπήρξε ληστής. Και ο πατήρ αυτού και ο πάππος του και άλλοι προπάτορές του ανήκον εις την τάξιν εκείνων των γνωστών εν τη νεωτέρα ελληνική ιστορία αρματωλών, είτε οπλαρχηγών, εις ους η οθωμανική εξουσία ανέθετε την στρατιωτικήν αρχηγίαν τινών επαρχιών προς τήρησιν της δημοσίας ασφαλείας και ευταξίας, τα λεγόμενα Καπετανάτα, καθ’ ων όμως σύστημα καταχθονίου επιβουλής, ποτέ μεν κεκρυμμένης, ποτέ δε φανεράς υπήρχε πάνοτε εν πλήρει ενεργεία εκ μέρους των ισχυρών δυναστών. Τοιούτοι υπήρξαν κατά την Κάτω Ήπειρον και άλλοι τινες και δη γνωστοί κατά τον ελληνικόν αγώνα ο,τε Γόγος και Βαρνακιώτης και Ίσκος και αυτός ο ένδοξος Γ. Καραϊσκάκης, ούτινος ο εν λόγω Δ. Σκαλτζογιάννης ανεψιός εστί προ μητρός.
Τον νέον Σκαλτζογιάννην δεκαοκταετή εισέτι την ηλικίαν, η οθωμανική κυβέρνησις διώρισε κατά το 1848 υποδερβέναγαν κατά την επαρχίαν Ροδοβιτσίου τριάκοντα άνδρας έχοντα υπό την οδηγίαν του. Τω όντι δ΄ούτος κατώρθωσεν επιτυχώς την καταδίωξιν και εξάλειψιν της μαστιζούσης τότε τον τόπον ληστείας. Αλλά κατά το 1850, ο γενικός Δερβέναγας της Ηπείρου Φεζόμπεης, υπό πνεύματος αντιζηλίας κινούμενος και την αύξουσαν ανδρίαν και δύναμιν αυτού πτοούμενος επέπεσεν αίφνης κατ’ αυτού μετά 500 Οθωμανών ίνα τον δολοφονήση, αλλ’ απέτυχεν ως προφυλαττομένου του Σκαλτζογιάννη. Έκτοτε ήρξατο σειρά περιπετειών και κατορθωμάτων διά τον νέον τούτον πολεμιστήν κατά μίμησιν των προκατόχων του, οίτινες παρέσχον τοσαύτην ύλην εις την δημώδη ποίησιν. Ο Γ. Δερβέναγας μετά την αποτυχίαν ταύτην, ετράπη εις σκληράς και αποτροπαίους εκδικήσεις. Και πρώτον μεν εφόνευσε τον ανδρείον Γεροκώσταν, θείον του Σκαλτζογιάννη, ον είχε μεθ’ εαυτού. Έπεμψε δε αμέσως και απόσπασμα εις το χωρίον Σπανοπέτρας ίνα αιχμαλωτίσωσι την μητέρα και τας αδελφάς αυτού.
Η ατρόμητος μήτηρ κλεισθείσα εν τη οικία αυτής υπερασπίσθη διά των όπλων ολόκληρον νύκτα. Την δ’ επιούσαν ο Σκαλτζογιάννης, μαθών τα γεγονότα, έδραμεν εκείσε μετά πέντε μόνον συντρόφων και ορμήσας κατά των Οθωμανών, κατώρθωσε να σώση την μητέραν του.
Μετά την δευτέραν αποτυχίαν ταύτην ο γενικός Δερβέναγας Φεζόμπεης κατησχύμενος και μένεα πλέων εξεδικήθη κατά των ποιμνίων αυτού, άτινα απήγαγεν εις Άρταν. Αλλ’ ο Σκαλτζογιάννης συμπαραλαβών 20 οπαδούς εισήλθε διά νυκτός εις Άρταν και επανεκτήσατο τα ποίμνια αυτού φονεύσας και δύω φύλακας καίτοι δε διωκόμενος υπό 600 ατάκτων και ενός τάγματος τακτικού. Ούτος μαχόμενος υπεχώρει, τα τε ποίμνια διέσωσε και μετά δίωρον μάχην διέφυγε την περαιτέρω δίωξιν φονεύσας πολλούς εκ των εναντίων.
Μετά τα συμβάντα ταύτα, ο νέος γενικός Δερβέναγας Σουλεϊμάν Μπέης Φράσσαρης περιεποιήθη αυτόν και κατέστησεν εκ νέου υποδερβέναγαν εν τη επαρχία του μετά 30 οπαδών.
Κατά το 1851 ήλθεν ως γενικός Δερβέναγας Ηπείρου και Θεσσαλίας ο αιμοβόρος και χριστιανομάχος Χατζή Οσσείν Πασάς, όστις πάλιν επεβουλεύθη την ζωήν του Σκαλτζογιάννη, αλλ’ ούτος φρονίμως ποιών επροφυλάττετο πάντοτε. Τότε ο ρηθείς δερβέναγας εξεδικήθη απανθρώπως κατά του ανδρείου Κουτζονίκα, φίλου του Σκαλτζογιάννη, ον εφόνευσε διά φρικτών βασανιστηρίων, την δε οικογένειαν του απήγαγεν ως αιχμάλωτον εις Λάρισαν.
Έλθομεν εις τα μετά ταύτα. Διαλυθέντος του επαναστατικού κινήματος (του 1854), ο Σκαλτζογιάννης μετά τινων εκ των οπαδών του κατέφυγεν εις το ελληνικόν έδαφος και διέμενεν επί τινα χρόνον εις Κραβασαρά. Οικιακαί ανάγκαι εβίασαν αυτόν ακολούθως ίνα επανέλθη εις την επαρχίαν του Ραδοβιτσίου, καθ’ όσον μάλιστα επερείδετο εις την υπό της Οθωμανικής εξουσίας υποσχεθείσαν αμνηστίαν. Και αληθώς ο τότε Γενικός Δερβέναγας της Ηπείρου Σουλειμάν Ταχήρ παραδιδών δήθεν εις την λήθην τα διατρέξαντα , τουλάχιστον κατά το φαινόμενον ετίμησε και εκ νέου διώρισεν αυτόν υποδερβέναγα εις το Ροδοβίτζιον μετά πεντήκοντα ανδρών υπό την οδηγίαν του.
Μετ’ ου πολύ ο νέος γενικός δερβέναγας της Ηπείρου Χαιρετήν Πασάς ήρξατο πάλιν το σύστημα της επιβουλής και καταδιώξεως κατ’ αυτού, ουχί βεβαίως δι’ άλλον λόγον ή διά τον φόβον και την ζηλοτυπίαν αυτού ένεκα της επιρροής και του γενναίου και ανεξάρτητου χαρακτήρος του. Μετά 1600 στρατιωτών δις επέπεσε κατά του Σκαλτζογιάννη, αλλ’ ούτος ηδυνήθη ως έμπειρος να διαφύγη τον κίνδυνον. Έτερος γενικός Δερβέναγας ακολούθως, ο Σουλειμάν Φράσσαρης το αυτό εξηκολούθησε σύστημα. Τετράκις επί κεφαλής 1200 στρατιωτών απεπειράθη να προσβάλη και να εξοντώση αυτόν, αλλ’ ουδέν κατόρθωσε και ούτος.
Τέλος μετά το 1857 ήλθεν εις το Ροδοβίτζιον προσωπικώς ο Διοικητής των Ιωαννίνων Χουσνί Πασάς μεθ’ ικανής στρατιωτικής δυνάμεως, ος μυρίας διεπράξετο ωμοτήτας κατά των οπαδών, των φίλων και των συγγενών του Σκαλτζογιάννη και άλλων προκρίτων, ρίψας εις τα δεσμά και κρεμάσας πολλούς των δυστυχών τούτων αδελφών ημών, τεσσαράκοντα δε οικογενείας συν γυναιξί και τέκνοις εξετόπισε, την κινητήν αυτών περιουσίαν διανείμας εις τους στρατιώτας προς αμοιβήν της ωμότητος και θηριωδίας των. Τας οικογενείας ταύτας έρριψεν εις τας ειρκτάς της Άρτης και των Ιωαννίνων, όπου ελεεινώς απωλέσθησαν. Μετά την οικτράν ταύτην καταστροφήν ο Σκαλτζογιάννης και οι οπαδοί του εξακολουθούσιν υπερασπιζόμενοι εαυτούς διά των όπλων και αγωνιζόμενοι ενταυτώ υπέρ των κοινών δικαίων.
Αριδήλως εξάγεται εκ των ανωτέρω, ότι ο Δ. Σκαλτζογιάννης ου μόνον πώποτε δεν υπήρξε ληστής κατ’ επάγγελμα, αλλ’ απεναντίας έργον είχε το πολεμείν και καταδιώκειν τους λυμαίνοντας τον τόπον κακούργους και προστατεύειν την ασφάλειαν και ελευθερίαν των επαρχιωτών του. Αν δε οι υπερασπιζόμενοι υπολαμβάνονται ως λησταί, τότε πρέπει να αποκαλέσωμεν τοιούτους πάντας τους προ της επαναστάσεως αμαρτωλούς, οίτινες επί τοσούτον εδόξασαν το ελληνικόν όνομα, και επι τέλους συνετέλεσαν τα μέγιστα εις την απελευθέρωσιν του μικρού τούτου μέρους της όλης Ελλάδος. Εννοούμεν την τακτικήν ταύτην των στρατιωτών. Δυστυχώς εν Ηπείρω ως και αλλαχού το βάρος της εξουσίας κατεπείγει τα παράπονα των δυστυχών αδελφών ημών και δεν δύνανται ταύτα να διαληθώσιν εντόνως, αλλά τα δεινά των εισί μείζω. Ο δε Σκαλτζογιάννης και οι λοιποί μετ’ αυτού γενναίοι Ηπειρώται δεν ζητούσιν άλλο ή ό,τι το χατ χομαγιούν (διάταγμα το οποίο εκδόθηκε το 1856) τους παραχωρεί, το να ζώσι δηλονότι ελεύθεροι και να μη καταδιώκωνται και καταπιέζωνται υπό της εξουσίας. Κατά την του 1854 συνθήκην, η ελληνική κυβέρνησις οφείλει να καταδιώκη κατά τα μεθόρια μόνον τους πραγματικούς και εξ επαγγέλματος ληστάς, ουχί δε και όσους η Οθωμανική κυβέρνησις χαρακτηρίζει τοιούτους, διότι συνήθως οι Τούρκοι αποκαλούσιν ούτως όλους τους χριστιανούς ους υποπτεύονται και ζητούσι να τους καταστρέψωσι. Οι Τούρκοι μάλιστα πολλάκις αναγκάζουσιν αυτούς τους χριστιανούς κατοίκους διά τε των απειλών και της βίας όπως υπογράφωσιν αναφοράς και εκθέσεις εναντίον όλων εκείνων ους θεωρούν απειλήν…..”(Πηγή : Εφημερίδα “Αθηνά”, 8 Οκτωβρίου 1858)