“Κάποτε, στον κάμπο της Άρτας, εκεί όπου τώρα πια στέκουν μονάχα θρύλοι και πέτρες σιωπηλές, δέσποζε ένα παλάτι. Το έλεγαν Φιδόκαστρο και ήταν η κατοικία του τελευταίου βασιλιά της περιοχής, ενός άντρα ισχυρού, μα σκοτεινού, του Αλέξανδρου, που ήταν αρραβωνιασμένος με μια πανέμορφη βασιλοπούλα, που λένε πως ζούσε στο Άκτιο, μα η φήμη της απλωνόταν ως τη Σαλαώρα και ως τη Λευκάδα….
Αυτός ο βασιλιάς όμως έκρυβε ένα παράξενο μυστικό: το ένα του αυτί δεν ήταν ανθρώπινο, μα τραγίσιο—σημάδι, ίσως, κάποιας αρχαίας κατάρας ή θεϊκής ύβρης. Φοβούμενος μήπως το μυστικό του αποκαλυφθεί και χάσει την εξουσία, όποιος κουρέας πήγαινε να τον κουρέψει, δεν ξανάβλεπε το φως του ήλιου. Με το ψαλίδι του στο χέρι και το φόβο στα μάτια, έπεφτε στο χώμα νεκρός – τιμωρημένος για το ότι γνώρισε. Γιατί έτσι προστάζει ο φόβος, όταν ο βασιλιάς κουβαλάει τη ντροπή του θεού.
Μια μέρα, όμως, παρουσιάστηκε μπροστά του ένας νεαρός κουρέας. Ήταν τόσο όμορφος και αγνός, που ο βασιλιάς, για πρώτη φορά, λύγισε. «Σε θαυμάζω για την ομορφιά σου», του είπε, «και σου χαρίζω τη ζωή. Μα ορκίσου, στη σκιά και στο φως, πως αυτό που είδες δεν θα το μάθει ποτέ κανείς.»
Ο νεαρός ορκίστηκε. Κι έφυγε.
Όμως το μυστικό, σαν αγκάθι στην ψυχή του, δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Η ανάγκη να το ξεστομίσει τον έκαιγε, του έτρωγε σαν φωτιά τα σωθικά. Έσκαψε τότε έναν βαθύ λάκκο στη γη, έσκυψε μέσα κι αναφώνησε τρεις φορές, σαν σε ξόρκι:
«Ο βασιλιάς Αλέξανδρος έχει τραγίσιο αυτί!»
Η γη σκέπασε το λάκκο ξανά και το μυστικό φάνηκε να ’χει ταφεί για πάντα….. Μα η γη δεν ξεχνά. Μέσα στον λάκκο φύτρωσε ένα καλάμι. Ψηλό, πράσινο, που λίκνιζε το μυστικό με κάθε φύσημα του ανέμου. Μια μέρα, το είδε ένας τσοπάνος, το λιμπίστηκε, το έκοψε και το έκανε φλογέρα. Μα η φλογέρα δεν έπαιζε μουσική—έλεγε λόγια. Και κάθε που φυσούσε, έλεγε ξανά και ξανά:
«Ο βασιλιάς Αλέξανδρος έχει τραγίσιο αυτί!»
Το νέο διαδόθηκε σαν αστραπή. Και έφτασε και στα αυτιά της βασιλοπούλας. Πληγώθηκε, θύμωσε και ορκίστηκε εκδίκηση. Με δύναμη που θύμιζε θεά, έκοψε το βουνό που κρατούσε πίσω τη θάλασσα του Ακτίου. Εκεί που άλλοτε ήταν στεριά, ξεχύθηκε το νερό και σκέπασε το κάστρο του Αλέξανδρου. Ο βασιλιάς, οι αυλικοί του, και όλοι οι υπήκοοι χάθηκαν στον βυθό. Κι έτσι, λένε οι παλιοί, γεννήθηκε ο Αμβρακικός κόλπος….
Στο Φιδόκαστρο όμως, λένε ακόμη πως υπάρχουν τρεις μαρμάρινες κασέλες θαμμένες στα βάθη του λόφου. Μια είναι γεμάτη χρυσάφι. Μια με κουνούπια που τρυπούν σίδερο. Και μια με φίδια που στάζουν δηλητήριο. Μα κανείς δεν ξέρει ποιά είναι ποιά. Και κανείς δεν τόλμησε ποτέ να τις ανοίξει……” (Διασκευή της Α. Καρρά – Ο μύθος έχει καταγραφεί στο βιβλίο του Λ. Κασσελούρη «Ιστορικά & λαογραφικά της Άρτας», Αθήνα 1980 )
Στη φωτογραφία του Μ. Ξυλογιάννη “Μερική άποψη του αρχαίου κάστρου (οχυρού-ακρόπολης) Άμβρακος ή Φιδόκαστρο ή Παλιόκαστρο. Σήμερα τα τείχη του έχουν καλυφθεί από άγρια βλάστηση, ενώ το εσωτερικό του παντελώς από υδρόβια βλάστηση. Παλαιότερα τα τείχη διακρίνονταν καθαρά σε όλη την περίμετρο και είχαν ύψος τουλάχιστον 4m. (Πηγή : https://commons.wikimedia.org/)
Περισσότερες πληροφορίες για το Φιδόκαστρο στο λινκ https://doxesdespotatou.com/paratiriseis-gia-ton-kolpo-tis-artas-1830-3/
