Οι καλαθοπλέχτες της Άρτας

“……Όμως το πολύ και το καλό, ήτανε με τους καλαθάδες. Τ’ αγοράζανε τα καλάμια δεμάτια ανά πενήντα, καλοψωμωμένα και κομμένα γύρα το φθινόπωρο όπου στρίβανε τα καλαμόφυλλα.

Και ήτανε ένα σόδεμα για το νοικύρη όπου τάχε, για τον εργάτη όπου τ’ άκοβε και τα δεμάτιαζε, για τον αγωγιάτη όπου τα κουβάλαγε στο Μουχούστη, στους καλαθάδες. Στο Μουχούστη, οπούητανε τότε, αυγή βράδυ, ο τόπος που συνάζονταν η αργατιά του κάμπου, οι έμποροι και οι αφεντάδες. Και ήταν ένα σόδεμα για μας τα παιδόπουλα, τα σκολιαρούδια της γειτονιάς που καθισμένα σ’ ένα σκαμνάκι και με μια κεραμύδα δεμένη στο ποδάρι λίγο απάνω από το γόνατο για να μην μας κόβουνε τα κόμπια, καθαρίζαμε με το μαχαίρι τα καλαμόφυλλα, ίσα για το παστέλι και τις καραμέλες. Καθαρισμένα, κάποιοι τεχννίτες από τους καλαθάδες τα σχίζανε με το μαχαίρι στα τέσσερα ή στα έξι, ανάλογα με το πάχος, από την κορφή ως το τέλος, κόβοντας λίγο το πολύ λιανό στο τέλος, όπου δεν σχίζονταν και μ’ αυτές τις άκρες ανάβανε φωτιά οι καλαθάδες το χειμώνα στα εργαστήριά τους να ζεσταθούνε.

Όμως μόνο με τα καλάμια, δεν γίνονταν στέρεα τα καλάθια, θέλανε οπωσδήποτε και βέργες. Αυτές ήτανε νειά βλαστάρια από λιγαργιές, «λιγές» τις λέμε στον τόπο μας. Χαμόδεντρα που φυτρώνουν σε μέρη βαρκά, σε βαλτότοπους και σε άκρες από ποτάμια. Εκεί το φθινόπωρο, σαν πέφτανε τα φύλλα, γυναικόπαιδα από τα γύρω χωριά, τις κόβανε και δεματάκια καθώς τις κάνανε, τις πουλάγανε στους καλαθάδες.

Μ’ αυτές τις βέργες, τα καλφούδια πλέκανε τους πάτους των κοφινιών, απέ οι μάστοροι με πολύ τέχνη και μεράκι συνεχίζανε και σε καμιά ώρα το κοφίνι ήταν έτοιμο, με τα ζωνάρια του και με τα χερούλια του για να πηγαινοέρχεται εύκολα πέρα δώθε και άδειο και γιομάτο.

Σ’ αυτές τις κόφες βάζανε οι έμποροι τα πορτοκάλια αφού οι εργάτριες τα συπανιάζανε από μέσα με μια γαλάζια λαδόκολα  για να μην τρυπάνε στη μεταφορά τα πορτοκάλια από τα κόμπια των καλαμιών. Γιομάτα, τα σκεπάζανε με λίγο ξηρό χορτάρι  και από πάνω τα ράβανε με κομμάτι από λινάτσα. Κι έτσι, μέσω Κόπραινας,  με τις μαόνες και τα παπόργια, τραβούσανε για του κόσμου τα λιμάνια, κι από κει για την κατανάλωση.

Έτσι, μέσα σε λίγα χρόνια το Μουχούστι από γυφτομαχαλάς οπουήτανε με τους σιδεράδες και τους πεταλωτήδες, γίνηκε χώρος εμπορικός και βιοτεχνικός, καθώς θα λέμε σήμερα.

Δέκα, είκοσι καλαθάδικα, δουλεύανεναπό το χάραμα ως τα μαύρα μεσάνυχτα με βάρδιες και όλοι, μικροί και μεγάλοι, καλοπληρώνονταν. Και η ευημερία σέρνει πίσω της κι άλλα χίλια δυο καλά. Πάσα μέρα κολατσιό με καθάριος ψωμί, καρβέλι ακαίργιο κάτασορο και προσφάι, χώργια το γιόμα γιομάτο ως απάνω στο ράμα το κατσαρόλι με το μαγείρεμα. Κάπου, κάπου και από καμιά κούπα κρασί, έτσι για το κέφι και για τη δύναμη. Της δε Κυριακής τ’ απόβραδο, το δίχως άλλο, νταβά με μεζέ, και στο κρασοπλιό, δίπλα με τους ραφτάδες, τους τσαγκαράδες και που και που με τους μπαρμπέρηδες……..” (Πηγή : Άρθρο του Νίκου Καραβασίλη στην ΑΡΤΗΝΗ ΕΥΘΥΝΗ με τίτλο Μηχανήματα και…όνειρα ….φρούδα, Ιούνιος – Ιούλιος 1996)

Καλαθοπλέχτης στην Άρτα – Φωτογραφία Νο 114 στο βιβλίο της Ροδούλας Σταθάκη – Κουμάρη με τίτλο Η ΚΑΛΑΘΟΠΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, Έκδοση ΕΟΜΜΕΧ, 1985

Το εξώφυλλο του βιβλίου της Ροδούλας Σταθάκη με την παραπάνω φωτογραφία. Μπορείτε να διαβάσετε το βιβλίο με τις πολύ ωραίες φωτογραφίες στο λινκ https://www.ggb.gr/%CE%9A%CE%91%CE%9B%CE%91%CE%98%CE%9F%CE%A0%CE%9B%CE%95%CE%9A%CE%A4%CE%99%CE%9A%CE%97%20001%20%CE%97%20%CE%9A%CE%91%CE%9B%CE%91%CE%98%CE%9F%CE%A0%CE%9B%CE%95%CE%9A%CE%A4%CE%99%CE%9A%CE%97%20%CE%A3%CE%A4%CE%97%CE%9D%20%CE%95%CE%9B%CE%9B%CE%91%CE%94%CE%91%20%20%CE%A1%CE%9F%CE%94%CE%9F%CE%A5%CE%9B%CE%91%20%CE%A3%CE%A4%CE%91%CE%98%CE%91%CE%9A%CE%97-%CE%9A%CE%9F%CE%A5%CE%9C%CE%91%CE%A1%CE%97

“Κόφα Άρτας” – Φωτογραφία με το Νο 115 από το παραπάνω βιβλίο.

Μπορείτε να δείτε και την φωτογραφία με τους καλαθάδες δίπλα στο γεφύρι στο λινκ https://doxesdespotatou.com/kalathoplechtes-sto-gefyri/

Δημοσιεύθηκε στην Λαογραφικά και άλλα. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *