Σε κάθε χωριό των Τζουμέρκων, ανάλογα με τον αριθμό των προβάτων που βοσκούσαν στα θερινά βοσκοτόπια, συγκροτούνταν και ανάλογες “Στάνες”. Ο αριθμός των προβάτων κάθε Στάνης ήταν ανάλογος προς τη δυναμικότητα του λιβαδιού, συνήθως όχι λιγότερα από χίλια. Επιπλέον στη Στάνη προσκολλιούνταν και συγχωριανοί ως «σκηνίτες» νομάδες.
Κάθε Στάνη αποτελούσε συγκρότημα πατριαρχικού συνοικισμού κτηνοτρόφων (οικογενειών), με κοπάδια από αιγοπρόβατα, αγελαδοβοοειδή (το Βουκολιό)και κοπάδια από άλογα, τα αργά ( τους αργελέδες, δηλαδή τα αργά, τα άπιαστα) και τα φορτηγά ζώα……Τη Στάνη αποτελούσαν ο Αρχιτσέλιγκας (αρχηγός – διοικητής της Πατριάς), οι Σμίκτες και οι εξ αυτών τυροκόμοι (δηλαδή όσοι είχαν λιγότερα πρόβατα και προσκολλιούνταν στη στάνη του τσέλιγκα για να συμπληρωθεί ο απαιτούμενος αριθμός προβάτων), οι ποιμένες, ο βουκόλος, ο βαλμάς (ο φύλακας των αλόγων), ο αγωγέας και το ανεξαρτήτου ηλικίας και φύλου κατώτερο προσωπικό. Συνήθως επίσης και ανά 2 -3 γειτονεύοντα συγκροτήματα Στάνης υπήρχε και ένας ιερέας για τις ιεροτελεστίες, ο οποίος δίδασκε και τα «κολλυβογράμματα και λογαριασμόν» στα παιδιά. Διαλέγοντας τη θέση που θα εγκαθιστούσαν τη Στάνη, το μεν καλοκαίρι ζούσαν κάτω από τη σκιά των δέντρων ή μάλλινων υφασμάτων (και τούτο μόνο όταν η θέση της Στάνης απείχε ώρες πεζοπορίας από το χωριό που ήταν η θερινή κατοικία της οικογένειας), το δε χειμώνα σε αχυρένιες καλύβες σαν ημινομαδικός λαός…. (Πηγή : ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ, Ν. Χ. Παπακώστα, Αθήναι, 1967)
Στη φωτογραφία «Άρμεγμα στη στρούγκα»! (Φωτογραφία του Κ. Μπαλάφα από το Λεύκωμα ΗΠΕΙΡΟΣ, Αθήνα, 2003)