Βίγλα : εκεί που χάθηκαν εκατομμύρια…

Πριν 64 χρόνια δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ”, ένα άρθρο σχετικό με τους πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί στο χωριό Βίγλα της Άρτας. Το άρθρο υπέγραφε η Γιολάντα Τερέντσιο, μια Ελληνίδα δημοσιογράφος η οποία έγινε ιδιαίτερα γνωστή για τις εκπομπές της στην Ελληνική Υπηρεσία του BBC κατά του δικτατορικού καθεστώτος την περίοδο 1967–1974. Το ρεπορτάζ φωτίζει τις δύσκολες συνθήκες στις οποίες έπρεπε να ανταπεξέλθουν οι πρόσφυγες από την Ρωσσία και την Ρουμανία, μετά την εγκατάστασή τους στο χωριό….

“Για σκεφτείτε να έχετε παιδευτεί χρόνια και χρόνια, να έχετε φθάσει τέλος στην πατρίδα σας πρόσφυγες – ζητώντας καταφύγιο — να έχετε μείνει χρόνια και χρόνια σ’ ανήλιαγα φοβερά μπουντρούμια περιμένοντας, με απίστευτη υπομονή, την πολυπόθητη κι υποσχεμένη ώρα της αποκαταστάσεως και κάποτε να σας έχουν πει:

Τα σπίτια σας είναι έτοιμα, τα χωράφια σας περιμένουν σπαρμένα και δεν έχετε παρά να τα θερίσετε. Ελάτε στο νέο χωριό σας να ζήσετε μια νέα ζωή!Δεν θα το νομίζατε ένα αληθινό παραμύθι; Δεν θα κάνατε το σταυρό σας και δεν θα ευχαριστούσατε το Θεό και τους ανθρώπους που βοήθησαν να πραγματοποιηθεί ένα τέτοιο άπιαστο όνειρο; Αυτό έκαναν οι απλοϊκοί άνθρωποι οι γεννημένοι στον Καύκασο — που θέλοντας να μείνουν πιστοί στις ελληνικές και ορθόδοξες παραδόσεις των πατέρων τους του Πόντου, δεν αφομοιώθηκαν ποτέ με τον λαό που τους φιλοξενούσε· κι αφού δεινοπάθησαν κι εξορίστηκαν όλοι στο Καζακστάν, κατόρθωσαν μετά δέκα-δώδεκα χρόνια να πάρουν την άδεια να γυρίσουν πίσω στη γη των προγόνων τους.

Αυτό έκαναν οι 52 οικογένειες από τη Ρωσία και οι 33 οικογένειες από τη Ρουμανία που επελέγησαν για να κατοικήσουν στο νέο συνοικισμό της Βίγλας, δεκαέξι χιλιόμετρα έξω από την Άρτα. Είχαν ξεκινήσει ως με τα μπογαλάκια τους και τα παιδιά τους από τους καταυλισμούς νεοπροσφύγων — πληρωμένο το ταξίδι — φτάσανε στο νέο χωριό, στα καινουργιοχτισμένα σπίτια και στα σπαρμένα χωράφια. Ως και αγελάδες τους είχαν δώσει, ένα άλογο κι ένα κάρο στην κάθε οικογένεια κι ένα επίδομα 900–1.700 δραχμές το μήνα, ανάλογα με τα μέλη, επί ένα χρόνο, όπου υπολογιζόταν ότι θα ήταν αυτάρκεις πια.

Οι επίσημοι έφυγαν ευχαριστημένοι, οι σημαίες διπλώθηκαν, οι πίκρες και τα δάκρυα θάμπωσαν από τη χαρά κι από τις ελπίδες κι άρχισε η ζωή από το άλφα.

Μας ξαφνικά οι φρέσκιοι τοίχοι γκρίζωσαν και μαύρισαν, τα ταβάνια ξέφτισαν, τα δωμάτια πλημμύρισαν νερά, οι νεοανοιγμένοι δρόμοι έγιναν απροσπέλαστοι, πνίγηκαν στο νερό τα σπαρμένα χωράφια και δεν θερίστηκαν τα καταστραμμένα σπαρτά.

Η κακοδαιμονία, η επιπολαιότητα και η προχειρολογία των κρατικών υπηρεσιών έκαναν αυτό το πραγματοποιημένο όνειρο έναν άθλιο αντικατοπτρισμό στην έρημο. Μόνο οι άνθρωποι ήταν αληθινοί και το βούλιαγμα της πίστης και της ελπίδας τους.

Είχαν φέρει τον κόσμο να ζήσει σ’ ένα απέραντο έλος, πριν συστηματοποιήσουν τα εδάφη, πριν κάνουν αποστραγγιστικά έργα, πριν πειραματιστούν να δουν την ευφορία που χάριζαν σ’ αυτούς τους ξεριζωμένους. Έφεραν τον κόσμο να ζήσει για πάντα σε μια λούμπα. Οι επίσημοι  κι οι αρμόδιοι ξαναεπισκέφτηκαν τη Βίγλα γρηγορότερα απ’ ότι φαντάζονταν κι αναγκάστηκαν να φορέσουν ψηλές μπότες για να περάσουν τους δρόμους και να φτάσουν ως τα πλημμυρισμένα κατώφλια των σπιτιών. Η Βίγλα είχε βουλιάξει. Κι η αγωνία άρχισε. Και δεν τέλειωσε ακόμα η αγωνία, 4 χρόνια μετά. – Είσαστε αχάριστοι, τεμπέληδες, καφενόβιοι, ραδιούργοι και μαθημένοι στην επαιτεία, λένε μερικοί αρμόδιοι με τη βροντερότερη φωνή τους για να μη τολμήσουν οι άνθρωποι να υψώσουν τη δική τους φωνή, για να τους πάρουν τον αέρα ώστε να μη τους αρπάξουν να τους ρίξουν στις πλημμυρισμένες τάφρους!

Αν δεν ΄ήταν από το Παραπέτασμα θα τους είχαν προ πολλού κατηγορήσει για κομμουνισμό και θα τους είχαν εξορίσει μερικούς για παραδειγματισμό. Οι άνθρωποι δηλαδή είναι πολύ ήσυχοι κι έχουν μεγάλο σεβασμό στους αρμόδιους, έχουν μάθει να σκύβουν το κεφάλι και μόλις που τολμάνε να υψώσουν τη φωνή για να φτάσει ως τ’ αυτιά των υψηλών κρατικών υπαλλήλων που έχουν τα χάρισμα να κόβουν τη λαλιά τους. Άλλωστε δυσκολεύονται να εκφραστούν γιατί οι περισσότεροι δεν έχουν μάθει γράμματα επειδή από το 1917 έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία στη Ρωσία και επειδή μιλάνε την ποντιακή διάλεκτο.

  • Το κράτος δεν έπρεπε να μας στείλει με όλο το βάρος στην πλάτη μας, να έκανε τα πειράματα πριν μας στείλει, τολμάει να πει ένας νέος Πόντιος.

Τον αποστομώνει ένας κρατικός υπάλληλος λέγοντας του πως δεν έχει δικαίωμα να παραπονιέται, γιατί το κράτος που δίνει επίδομα επί 4 ολόκληρα χρόνια.

  • Μόνο επίδομα κερδίσαμε εδώ, τίποτα άλλο, λέει ο νέος κι ένας άλλος προσθέτει:
  • Κι εμείς ντρεπόμαστε να παίρνουμε τα λεφτά δεν είμαστε ζητιάνοι. Δώσε μου 20 στρέμματα να είναι χωράφι, να βγάλω το ψωμί μου. Αφού ο γεωπόνος το έβγαλε άγονο το χωράφι πώς επιμένεις να σπέρνω  εδώ και να βάζω χρέος στην Τράπεζα…Όταν το εξέτασε ο γεωπόνος και το έβγαλε άγονο, εόπατις αυτό το χωράφι δεν το σπέρνω….
  • Σπέρνομε και δεν θερίζουμε. Μας λέγανε πως θα είχαμε δύο  εισοδήματα και δεν είχαμε ούτε ένα. Δεν έκλαψα παράπονο και να καταστρέφομαι δεν φανερώνω κλάμα, πήρα δάνειο και νοίκιασα από την οικονομία μου και άλλα 30 στρέμματα, αν ο Θεός θέλει θα ζήσω, είπα. Το χωράφι πάει χαμένο, ξεράθηκε. Θ απουλήσω τις αγελάδες και τα παιδία τότε τι θα γίνουν? Αυτό σκέφτομαι μέρα, νύχτα. Ούτε θα χορτάζω ψωμί εδώ πέρα…
  • Εγώ έσπειρα 15 στρέμματα σιτάρι και 10 στρέμματα βρώμη και τριφύλλι. Η βρώμη χάθηκε καθώς και 10 στρέμματα σιτάρι. Πήρα δάνειο  στους εμπόρους 1000 δραχμές, μου έδωσε το Υπουργείο Προνοίας 3000 χρέος έμεινα. Ούτε σιτάρι, ούτε χόρτο, ούτε ψωμί. Είναι εντροπής να ζητάω όλον τον καιρό επίδομα. Δεν μπορώ να δώσω την αγελάδα, γιατί αλλοιώς δεν ζω. Σκέφτομαι πως θα θρέψω τα παιδιά.
  • Επίδομα δεν μπορείτε να δίνετε κάθε χρόνο, χωράφι θέλομε.
  • Είμαστε φυλακή εδώ, λιβάδι δεν έχουμε.
  • Το συμβούλιο της ΕΒΓ έβγαλε απόφαση να πληρώσουμε συνολικά 65.198 δραχμές γι’ αποστραγγιστικά έργα, ενώ πνιγόμαστε…Μας στείλανε οι Ολλανδοί αγρότες αγελάδες, δέκα τώρα στην αρχή και θα φέρουν για όλους και δεν έχομε αρκετή τροφή να τις θρέψουμε, αντί για 15 κιλά χόρτο τους δίνουμε μόνο πέντε, άλλο τίποτα δεν τους δίνουμε. Ο Ολλανδός παραπονιέται πως οι δυο ταύροι αδυνατίσανε, εδώ στη Βίγλα που ήρθαμε δεν είναι μόνο οι ταύροι που αδυνάτισαν, αδυνατίσαμε κι εμείς.
  • Δεν θα μπορέσουμε να συντηρήσομε την οικογένεια. Πολλά λεφτά έπεσαν εδώ και χάθηκαν. Να μας δώσουν γόνιμα χωράφια. Λαχταρισμένος είναι ο λαός…….”(Συνεχίζεται) [Πηγή : Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, αρ. τχ. 368, Αθήναι, 28 Απριλίου 1961]

“Με το πολυπόθητο κλειδί στο χέρι, το νέο ζευγάρι πάει στο καινούργιο του σπίτι. Τα βάσανα τέλειωσαν, οι καταυλισμοί των προσφύγων θα μείνουν μέσα στις μαύρες αναμνήσεις, μια ευτυχισμένη ζωή ανοίγεται μπροστά τους. “Η Βίγλα θα γίνει μια πρότυπος γεωργοκτηνοτροφική περιοχή”, λένε οι αρμόδιοι. Μακάρι! Ένα πρέπει να τονιστεί : καμιά ολιγωρία δεν επιτρέπεται πιά….”(Φωτο και σχόλιο από το ρεπορτάζ του περιοδικού. Η φωτογραφία έχει υποστεί επεξεργασία μέσω ΑΙ)

…και η αυθεντική φωτο στο περιοδικό!

Δημοσιεύθηκε στη Χωρίς κατηγορία | Σχολιάστε

Στις επιδείξεις του Ιουνίου…

7 Ιουνίου 1955, στο Στάδιο Άρτης. Οι μαθητές της 8ης.

Από δεξιά : Ευάγγελος Συγγούνας (Ιατρός χειρούργος), Σπύρος Χαρ. Βάγιας (Νομικός) Ιωάννης Δημοθόδωρος (Τ.Τ.Τ. – Θεατράνθρωπος), Αντώνης Ευσταθίου (Φαρμακοποιός). [Έρευνα & Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)

Δημοσιεύθηκε στη Αθλητικές Εκδηλώσεις | Σχολιάστε

Το Τουριστικό Περίπτερο στου Κρυστάλλη!

Όσοι ζήσαμε την εφηβεία μας στα χρόνια του ’70, σίγουρα το επισκεφτήκαμε, όχι μια αλλά πολλές φορές….Πρόκειται για το Τουριστικό περίπτερο στου Κρυστάλλη, μια μοντέρνα κατασκευή που βρισκόταν δίπλα στο εκκλησάκι των Αγίων Θεοδώρων και ατένιζε τον Άραχθο και το απέναντι τοπίο. Σήμερα δεν υπάρχει πια καθώς κατεδαφίστηκε για την προέκταση της οδού Τζουμέρκων…

Στη φωτογραφία μπορούμε να δούμε ένα μέρος αυτής της αρκετά πρωτοποριακής κατασκευής και μια τάξη του Γυμνασίου Θηλέων Άρτης να ποζάρει όλο χαμόγελα…Πρόκειται για μια δράση για την πρόληψη των τροχαίων ατυχημάτων, με την καθηγήτρια κ. Γιώτη, φυσικό, στο κέντρο. (Η φωτογραφία είναι από το αρχείο της κ. Αννας Μπακόλα)

Δημοσιεύθηκε στη Η Αρχιτεκτονική στην Άρτα και την γύρω περιοχή | Σχολιάστε

Ομάδα “ΑΣΤΡΑΠΗ”

Η “ΑΣΤΡΑΠΗ” ήταν συνοικιακή ομάδα από το 1926. Διακρίνονται από αριστερά : Νίκος Αρτέμης (Π.Α.Ο.Α.), Κλέαρχος Σπήλιος, Απόστολος Ζάχος (Π.Α.Ο.Α.), Παναγιώτης Σακκάς, Κων/νος Σιαπλαούρας, Αλέξ. Τσάκαλος, Βασίλειος Τσαβλιάς (έτρεχε στις γειτονιές…μάζευε τα αστέρια που έπαιζαν στα χωριά του κάμπου, κάτι σαν scouter δηλαδή…)

Κάτω αριστερά : Σωτήρης Νούτσος, Κων/νος Φλέγκας και Κων/νος Γιώτης. (Π.Α.Ο.Α., ΑΕΤΟΣ). Ο πιτσιρίκος, άγνωστος…. [Φωτο από αρχείο Κ. Γιώτη, Παρουσίαση Κ. Μπανιάς).

Δημοσιεύθηκε στη Οι άλλες ομάδες | Σχολιάστε

Η Παναγία των Σελλάδων!

Πίνακας ζωγραφικής του Ηλία Καρανίκα με τίτλο ” Η Παναγία των Σελλάδων”. (Πηγή : https://paletaart.wordpress.com/)

Περισσότερα για τον γιατρό και ζωγράφο Ηλία Καρανίκα στο λινκ https://doxesdespotatou.com/topio-sto-chorio-sellades/

Δημοσιεύθηκε στη Αρτινοί ζωγράφοι και η Άρτα | Σχολιάστε

Ένα “Αρτζουχάλι” από το Κομπότι!

Η λέξη “Αρτζουχάλι” προέρχεται από την τουρκική arzuhâl, που σήμαινε «αίτηση» ή «αναφορά» προς έναν ανώτερο αξιωματούχο. Στην πράξη, ήταν μια γραπτή παράκληση/υπόμνημα όπου κάποιος ανέφερε το πρόβλημά του και ζητούσε βοήθεια ή δικαιοσύνη.

Το έγγραφο με αριθμό 1414 που περιλαμβάνεται στο Γ’ τόμο των Αρχείων του Αλή πασά, είναι μια τέτοια αναφορά (αρτζουχάλι) που έστειλε μια γυναίκα γνωστή ως «Νικολάκαινα» από το χωριό Κομπότι (στην Άρτα) προς τον Αλή πασά. Είναι με ημερομηνία 15 Μαΐου (χωρίς αναφορά σε έτος).

Η γυναίκα παρακαλεί για δεύτερη φορά να της δοθεί οικονομική βοήθεια, γιατί χρωστά ακόμη χίλια γρόσια και δεν μπορεί να αντεπεξέλθει. Στο κείμενο δηλώνει ότι είναι χήρα, τυφλή και μητέρα ανήλικων παιδιών, τα οποία δεν μπορεί να συντηρήσει μόνη της. Δεν γνωρίζουμε αν είχε κάποια συγγενική ή προσωπική σχέση με τον Αλή πασά ή απλώς ζητούσε προστασία. Επίσης, δεν είναι βέβαιο αν τελικά ικανοποιήθηκε το αίτημά της.

Το κείμενο είναι γραμμένο με το χέρι κάποιου γραφέα και έχει την υπογραφή της. Δεν είναι σίγουρο αν το συνέταξε στο ίδιο το Κομπότι (όπου κατοικούσε) ή στα Γιάννενα (αν το πήγε εκεί προσωπικά). Πάντως, το γεγονός ότι χρησιμοποίησε τον όρο «η σκλάβα σου» δείχνει την τυπική γλώσσα υποταγής προς τον πασά. Με λίγα λόγια: είναι μια δραματική επιστολή μιας φτωχής και ανήμπορης γυναίκας που ζητά για δεύτερη φορά οικονομική βοήθεια από τον Αλή πασά για να ξεπληρώσει τα χρέη της και να φροντίσει τα παιδιά της.

“Ύπερτατε, πανυπέρλαμπρε, μεγαλοπρεπέστατε και πολυχρονεμένε ντουβλετή, βηζήρ, εφέντη μου, την μεγαλειότητά σου σκλαβικώς προσκυνώ και φιλώ τους τιμημένους σου πόδας. Τον μεγαλόδυναμον θεόν παρακαλώ νύκτα τε και ημέρα να σου αυξάνει την ζωήν και το ντουβλέτη. Με το σκλαβικόν μου αρτζεχάλη φανερώνω της μεγαλοσύνης σου, εγώ η σκλάβα σου η πτωχή Νικολάκενα από Κομπότη, η οποία ήλθε και πέρυσι και σου έκαμε ηφαντέ το χάλιημου και ως εύσπλαγχνος αυθέντης των ορφανών έκαμες μιρεχμέτι εις εμέ και μου εύγαλες δύο χιλιάδες γρόσια, τα οποία τα έδωσα των μπορτζιλίδων μου και έμεινα ακόμι χρεώστισα εις αυτούς υπέρ τα χίλια γρόσια, και ξεχωριστά από αυτό το βάρος, αυθέντη μου, ευρίσκομαι πολλά στενοχωρημένη από την ζωοτροφή μου, τώρα ως χήρα και ορφανή και με παιδιά ανήλικα όπου απόμεινα, πρώτα έχω τον θεόν και δεύτερα προσπίπτω εις το πλούσιον έλεος της μεγαλειότητός σου, όπου καθώς συνιθίζεις και κάνεις πολλαίς και μεγάλαις καλοσύναις εις ανθρώπους ελεήρτζηδες, και οπού να ήναι σκλάβοι σου πιστοί και χαήρ ντουγάντζηδες, τοιουτοτρόπως και έμενα την πτωχήν και ξεχωριστήν σκλάβαν σου, να με κυβερνήσης από το υψιλόν ντουβλέτη σου ότι ορίσεις και ο θεός σε φωτίσει και οι χρόνοι σου από τον θεόν πολλοί λαμπροί και δεδοξασμένοι.

μαΐου 15

της υπερτάτου σου μεγαλειότητος
σκλάβα σου παντοτινοί
Νικολάκενα από Κομπότι”. (Πηγή : Αρχείο Αλή πασά: Γεννάδειος Βιβλιοθήκη. Τόμος Γ΄, επιμέλεια Βασίλης Παναγιωτόπουλος. Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2007. Έγγραφο αρ. 1414).

Δημοσιεύθηκε στη Η Άρτα στην Τουρκοκρατία | Σχολιάστε

Ένα χρονογράφημα για το Κομπότι του 1894!

“ΤΟ ΚΟΜΠΟΤΙ

Το χωρίον Κομπότι απέχει της Άρτης δύο ώρας. Απερχόμενος τις εξ Άρτης και διευθυνόμενος προς το χωρίον τούτο ακολουθεί την εις Μενίδιον άγουσαν και σταματά εν τινι παροδίω οικήματι χρησιμεύοντι ως καφενείον εν ω αναπαύονται οι οδοιπόροι. Εντεύθεν παρακάμπτει οδόν πλαγίαν, ήτις έγει ευθύς εις το Κομπότι.

Το χωρίον κείται αριστερά της οδού επί λόφου τινός παρά την οροσειράν του Πίνδου, υφ’ ον παρεκτείνονται τήδε κακείσε εις μεγάλην έκτασιν οι αγροί των χωρικών, οίτινες εξικνούνται μέχρι Μενιδίου. Χωρίζεται δε διά τινος χειμάρρου από του παρακειμένου χωρίου Σελάδες, όστις εισβάλλει κατά την Κόπραιναν εις τον Αμβρακικόν κόλπον, καλείται δε Βουβός. Ο αριθμός των οικιών ανέρχεται εις τριακοσίας.

Επί τουρκοκρατίας το χωρίον ευρίσκετο εν επιζήλω ανθηρά καταστάσει. Ήτο δε ως προς τα παρακείμενα κεφαλοχώρι. Εν αυτώ διέλαμπεν η πνευματική, οπωσούν κατά τους χρόνους εκείνους, ανάπτυξις και η υλική ευημερία.

Επί της εποχής του Αλή πασά, της μάστιγος εκείνης της Ηπείρου, προ του οποίου όλοι εκ φόβου τότε κατέπτυσσον, μόνον το Κομπότι διετήρησε την εντελή ανεξαρτησίαν, οφειλομένην εις την σωφροσύνην και φιλοπατρίαν του Γεροστάθη, ανδρός τότε καθ’ όλα διαπρέποντος. Ούτος ήτο ο κορυφαίος του χωρίου και ως προς το χρήμα και την διανοητικήν ανάπτυξιν.

Ο Αλή πασάς εκάλεσεν αυτόν προς συνεννόησιν, ίνα συναινέση διά την πώλησιν του χωρίου. Κατά την συνέντευξιν όμως ταύτην ου μόνον αντέστη θαρραλέως εις τας ορέξεις του Αλή, αλλά κατώρθωσε και τον επικείμενον κίνδυνον της ζωής του, ήτις είχε προγραφή, να αποσοβήση, και την γνώμην του αδαμάστου και αμεταπείστου εκείνου θηρίου να μετατρέψη διά του επιβάλλοντος αυτού περί τε την παρουσίαν και την ορθήν μετά κρίσεως εξέτασιν των ζητημάτων. Ούτω λοιπόν το χωρίον εσώθη διά του Γεροστάθη από των κακοποιών χειρών του Αλή.

Ο έγκριτος ούτος ανήρ εκέκτητο περιουσίαν μεγάλην. Κατά την ομολογίαν των χωρικών είχε οικίαν συνισταμένην εκ πεντήκοντα ευπρεπών δωματίων, απέναντι της πολλά έτη αριθμούσης εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου.

Πολύ επί της εποχής ταύτης εκ των κατοίκων του χωρίου τούτου ίσχυον και διεκρίνοντο πλείστοι, ιδίᾳ ο προμνησθείς Γεροστάθης, διά την σύνεσιν και την φιλοπατρίαν αυτών. Τούτο δε κατάδηλον γίγνεται και εκ της μαρτυρίας ότι οι εν Άρτη πολλάκις κατέφευγον εις τας συμβουλάς των εν Κομποτίω. Τοιαύτη ήτο η ισχύς και η υπεροχή του Κομποτίου, υπέρ νυν είναι άσημον χωρίον εν καταπτώσει διατελούν.

Και άλλα πρόσωπα ισχύοντα και διακρινόμενα τότε δυνάμεθα να αναφέρωμεν, αλλά παραλείπομεν τα ονόματα τούτων προ ανδρός τα μέγιστα διαπρέψαντος και μετασχόντος εις την σύστασιν της Φιλικής Εταιρίας. Ούτος ήτο ο Σκουφάς. Ο Σπυρίδων Τρικούπης, ο ένθερμος λάτρης της πατρίδος, εν τη ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως, αρχόμενος του λόγου περί της ιδρύσεως της Φιλικής Εταιρίας, λέγει τα επόμενα περί Σκουφά:

«Περί τα τέλη του 1814 Νικόλαος τις Σκουφάς, εξ Άρτης, άνθρωπος τιμίου χαρακτήρος, πολύπειρος, αλλ’ ολίγης παιδείας και μικράς σημασίας, υπάλληλος άλλοτε εμπορικού οίκου, συνέλαβε πρώτος εν Οδησσώ την ιδέαν συστάσεως πολιτικής εταιρίας υπό την ονομασίαν «εταιρία των Φιλικών», ονομασίαν αρκούσαν μόνην να χαρακτηρίση την μικράν  γνώσιν του συστητού και αυτής της μητρικής γλώσσης του. Ο ασήμαντος ούτος θεμελιωτής ασημάντους παρέλαβε συμπράκτορας και αρχάς, και αφ’ ου τοις απεκάλυψε τον σκοπόν του , συνεννοήθη και περί του τρόπου της προόδου».

Ταύτα νομίζομεν ότι είναι ικανά να καταδείξωσι τον άνδρα, ου το όνομα πρέπει μετ’ ευλαβείας εκάστοτε να προφέρηται. Πόσον θαυμαστόν! Άσημος και απαίδευτος ανήρ ενεκολπούτο τοιαύτην ιδέαν πρώτος! Απέτυχεν, ως είναι πασίγνωστον, η επιχείρησις αύτη του φιλοπάτριδος ανδρός. Δεν είναι όμως παράδοξον, πώς ανήρ καθόλου ασήμαντος συνέλαβε πρώτος τοιαύτην σωτήριον και εθνωφελή ιδέαν; Ούτος παρείδε παν τυχόν πρόσκομμα και χάριν της πατρίδος ανέλαβεν, εμπνεόμενος υπό ευοιώνου ιδέας, την σύστασιν της εταιρίας.

Πρώτος λοιπόν έσπειρεν ο Σκουφάς, και προς εξάπλωσιν και πραγματοποίησιν τούτου του σχεδίου συνετέλεσαν διά συνεργασίας μετέπειτα και άλλοι. Δεν είναι λοιπόν άξιον να αποκαλυπτώμεθα μετ’ ευγνωμοσύνης αναφέροντες το σεβαστόν αυτού όνομα;

Και όμως πόσον ελησμονήθη ο μεγαλεπήβολος ούτος ανήρ! Ενώ πρέπει να τον θαυμάζωμεν, διότι συνέλαβε, καίτοι πνευματικώς αμόρφωτος, τοιαύτην εθνοσωτήριον ιδέαν, ημείς ουδέ καν λόγον ποιούμεθα περί του διασήμου ανδρός!

Εσώζετο μέχρι τινός η οικία του περικλεούς τούτου ανδρός, και οι πρεσβύται οι γνωρίσαντες αυτόν την ητένιζον μετ’ ακραιφνούς σεβασμού και αγάπης τοιαύτης, ώστε δάκρυα ευγνωμοσύνης εχύνοντο εκ των οφθαλμών των.

Ο πανδαμάτωρ χρόνος, συν τη άλλη τακτική των πραγμάτων φθορά, κατέστρεψε και ταύτην. Πλην της καταστροφής της οικίας του Σκουφά ολοσχερώς και η του Γεροστάθη κατεστράφη. Εάν εσώζετο η πρώτη, έπρεπεν, ως ιερόν κειμήλιον, μετά της αποχρώσης προσοχής και ενδελεχούς ευλαβείας να φυλάττηται, επί δε της θύρας της να τεθή επιγραφή χρυσοίς γράμμασι «Σκουφά». Θα ήτο καλόν το τοιούτον και πάντη ωφέλιμον, διότι η ανατένισις προς αυτό θα υπεμίμνησκεν εις τους χωρικούς τον ένδοξον χωριανόν των, και ούτω το φρόνημα αυτών θα υπεδαύλιζε και την τροπήν επί τα καλά θα εδείκνυεν……”. (Συνεχίζεται) [Πηγή : ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ, φ. 110, 1894)

Στη φωτογραφία «Το Κομπότι κατά την δεκαετία του ’50 από το κοντοράχι. Κάτω αριστερά διακρίνεται ο νερόμυλος που λειτουργούσε μέχρι το 1957 περίπου…». Πηγή φωτογραφίας : https://kompoti-artas.blogspot.com/

Δημοσιεύθηκε στη Τα χωριά γύρω από την πόλη | Σχολιάστε

“Ψαρεύοντας” βδέλλες!

Τα φαρμακεία της Άρτας “…….είχανε προμηθευτάς αβδελλών τους συχωρεμένους Ντάκα και Γούσια, οι οποίοι τις έβγαζαν από τον βάλτο της Μπάνης”, μας γράφει ο Ζαχαρής στο χρονογράφημά του για την Άρτα του 1930.

.Στις αρχές του 19ου αιώνα οι γιατροί συνιστούσαν αφαίμαξη με χρήση βδελλών για διάφορες παθήσεις, κυρίως για την υπέρταση, καθώς δεν υπήρχαν τα κατάλληλα φάρμακα. Οι “ευεργετικές” τους ιδιότητες έκαναν τις βδέλλες, ανάρπαστες. Την ίδια εποχή εμφανίστηκε και το επάγγελμα του αβδελλά. Οι αβδελλάδες έμπαιναν ξυπόλητοι μέσα στις λίμνες και μάζευαν, συνήθως με τα χέρια, βδέλλες. Η συλλογή τους δεν ήταν εύκολη υπόθεση, καθώς οι βδέλλες κολλούσαν στα γυμνά τους πόδια και έπρεπε να τις ξεκολλήσουν πριν τους “πιουν” το αίμα. Στη συνέχεια τις έβαζαν μέσα σε μικρά βαζάκια και τις πουλούσαν στους δρόμους ή στα φαρμακεία…”Τα φαρμακεία λοιπόν είχαν μεγάλες γυάλινες φιάλες, μέσα στις οποίες είχαν βδέλλες που ζούσαν σε γλυκό νερό. Στους ασθενείς που προσέρχονταν για θεραπεία, έβαζαν 2-3 βδέλλες σε ένα μικρό γυάλινο μπουκάλι…”, γράφει ο Βασίλης Μαλισιόβας στο βιβλίο του με  Ηπειρώτικες ιστορίες από το παρελθόν που μιλούν στο παρόν…

Να ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα σχετικά με τις βδέλλες : “Στον πόλεμο (ενν. 1940) λίγα προβατάκια είχι ου κόσμους, λίγα κι φτωχά (αδύνατα) ήταν τα πρόβατα. Τότε δεν ήταν ταές, ό,τι ηύρισκαν από καταή να βοσκήσουν τα πράματα. Εδώ δεν είχαμαν ιμείς να φάμι. Κάτι καλαμπόκι σάπιο, αυτό είχαμαν για ν’ αλέσουμι. Τι… Ταή για τα πράματα θα είχαμαν…

Ακουρμάσου τι κάναμαν στ’ν Κατούνα (χωριό Αιτωλοακαρνανίας, όπου πήγαινε για να ξεχειμωνιάσει, φεύγοντας από τα Τζουμέρκα). Ου βάλτους αυτός ούτι στύβει, ούτε αυγατάει (δηλ. είναι σταθερή η ποσότητα νερό).

Άμα ήταν μία λόμπα, γούρνα μεγάλη κι ήταν στεκούμενα τα νερά, εκεί τ’ς ήταν οι αβδέλλις. Πάαιναν οι τσιομπαναραίοι μέσα στα βαρκά για να κόψουν άχυρου χουντρό, παπύρι, αυτό του ‘χαν οι σαμαράδις, του λέν’ κι ψαθί, για να γιομώζουν τα σαμάρια απ’ τα μ’λάρια.

Ήταν πουλύ του νιρό, μια ζώση (μέχρι τη μέση). Ξεκαλτσώνονταν αλλά δεν ξυπολιένταν για να μπουν μέσα στου νιρό. Γιατί πού να πατήσουν… Ήταν αγκάθια, απόμ’ξες (απόμηξες: αιχμηρά ξύλα), αγκάθια μέσα στου νιρό. Δεν είναι όπως η θάλασσα, έχει αμμούδα κι μπαίν’ς μέσα κι ξυπόλυτους.

Άντρες, γ’ναίκες έμπαιναν μέσα, έκοβαν αυτό τ’ άχυρου μι τα δερπάνια, το ‘βγαναν όξω, το ‘καναν χειρόβολα, το φόρτωναν στα μ’λάρια κι το πάαιναν που ‘χαν το γρέκι (πρόχειρος στάβλος) μι τα πρόβατα. Δεν είχαμαν κι πρόγκες τότι στ’ν Κατοχή. Με κάτι σπάρτα έδεναμαν τα ξύλα, τέσσερα λούρια ορθά κι τα καταξύλιαζαμαν, έβαναμαν τέσσερα δίπλα, σταυρωτά, κι κοντά έβαναμαν το ψαθί απάνου κι τα σκέπαζαμαν τα καλύβια κι γένονταν όπως είνι η σπ’λιά, να μπαίν’ς μέσα.

Αλλά οι αβδέλλες κόλλαγαν στα ποδάρια απ’ αυτ’νούς πο’ ’κοβαν τ’ άχυρα, τα καλάμια αυτά. Τ’ς έπ’ναν το αίμα! Άμα ηύρισκαν ζάρκο (γυμνό) του πουδάρι χωρίς κάλτσα, σε μακέλευαν! Πώς κάθεται το κ’νούπι κι πίνει του αίμα! Μ’κρό ζ’λάπι είναι, αλλά είνι… η δ’λειά του να πίνει αίμα! Κι όταν χόρταινε, απολυόνταν κι έπεφτε μαναχή τ’ς η αβδέλλα». (Πηγή : ΚΑΤΣΕ ΝΑ ΣΟΥ ΜΟΛΟΓΗΣΩ…Β. Μαλισιόβας, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2020)

Στη φωτογραφία, Χαρακτικό με τίτλο “Ψαρεύοντας βδέλλες – Σχέδιο του Sahib, για την εικονογράφηση της ιστορίας του Henri Belle: Ταξίδι στην Ελλάδα, Fishing for leeches. Drawing by Sahib, to illustrate the story of Henri Belle: Voyage en Greece, 1881”

Δημοσιεύθηκε στη Λαογραφικά και άλλα | Σχολιάστε

Στην Άρτα του 1930….(η συνέχεια)

“…….Τα φαρμακεία είχανε προμηθευτάς αβδελλών τους συχωρεμένους Ντάκα και Γούσια, οι οποίοι τις έβγαζαν από τον βάλτο της Μπάνης.

Οι γύφτοι έφκιαναν τα γενιά για το όργωμα από βόλια του Γκρα που τα μάζευαν από τη σκοποβολή της Αι – Δήτριας, παιδάκια και γυναικούλες, και τα πωλούσανε 3 δεκάρες την οκά.

Καφέ αμάν τότε είχαμε τρία: του Βασ. Χατζοπούλου, του Θεοχ. Λαλάκου και ένα στο πηγάδι, στον Πλάτανο απέναντι. Μέσα σ’ αυτά κάθε βράδυ εγίνοντο ομηρικές μάχες με όπλα τις μπουκάλες, τα ποτήρια και τις καρέκλες προς κατάληψιν μίας και της αυτής σαντέζας.

Κατά τας διακοπάς των μαθημάτων ενεφανίζετο ο πελώριος φουστανελλάς, ο παιδονόμος, το φόβητρον των μαθητών. Ούτος διέτρεχε κατά μήκος τον ποταμόν και απηγόρευε εις τους μικρούς να κολυμπώσι. Πόσες φορές οι άτυχοι αυτοί μαθηταί δεν παρουσιάσθησαν στις μητέρες τους εν αδαμιαία περιβολή.

Μπάνια τότε είχαμε πληθώρα. Το Γεφύρι που πήγαιναν οι πολύ τολμηροί. Τα Κομμάτια που πήγαιναν τα μικρά για να πιάσουν και τζιτζίκια. Το αυλάκι των Μύλων από Μητρόπολι – Χάλα Χάλα έως Αγίους Πάντας. Το Ριζόκαστρο που κολυμπούσαν οι ριψοκίνδυνοι. Την Κόπραινα που πήγαιναν οι πλούσιοι για επίδειξη.

Και το βρωμονέρι της Μπάνης που γιατρεύονταν οι πάσχοντες από αρθρίτιδα και ρευματισμούς.

Οι Αρταίοι τότε τη Μεγάλη Εβδομά θα την διήρχοντο εν νηστεία και προσευχή, την δε Εβδομάδα του Πάσχα εν τυμπάνω και χορδαίς. Την πρώτη ημέρα την περνούσανε γλεντώντας με τους συγγενείς των. Τη Δευτέρα στην Κάτω Παναγιά. Την Τρίτη στη Φανερωμένη. Την έκτη στην Αϊ Δήτρια και έπειτα του Αγίου Γεωργίου στο Πέτα και στο Κομπότι. Αλλά ες έτος όπου ο Άγιος Γεώργιος είναι την Τετάρτη μέρα, ασφαλώς θα παρακαλούνε πότε να έρθει η Δευτέρα του Θωμά για να ησυχάσουν.” [Πηγή : Χρονογράφημα του Θ. Ζαχαρή, Απρίλιος του 1930].

Mερική άποψη της Άρτας, πιθανώς από τις αρχές του 20ού αιώνα, άγνωστου εκδότη. Αποτυπώνει μια πανοραμική θέα της πόλης με φόντο το ποτάμι και βουνά. (Από προσωπική συλλογή)

Δημοσιεύθηκε στη Η Άρτα στο πέρασμα του χρόνου | Σχολιάστε

Σε μια γειτονιά της Άρτας…

Παλιό σπίτι, όπως φωτογραφήθηκε πριν 40 χρόνια σε μια γειτονιά της Άρτας. (Φωτο από προσωπική συλλογή)

Δημοσιεύθηκε στη Η Αρχιτεκτονική στην Άρτα και την γύρω περιοχή | Σχολιάστε