Πριν 64 χρόνια δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ”, ένα άρθρο σχετικό με τους πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί στο χωριό Βίγλα της Άρτας. Το άρθρο υπέγραφε η Γιολάντα Τερέντσιο, μια Ελληνίδα δημοσιογράφος η οποία έγινε ιδιαίτερα γνωστή για τις εκπομπές της στην Ελληνική Υπηρεσία του BBC κατά του δικτατορικού καθεστώτος την περίοδο 1967–1974. Το ρεπορτάζ φωτίζει τις δύσκολες συνθήκες στις οποίες έπρεπε να ανταπεξέλθουν οι πρόσφυγες από την Ρωσσία και την Ρουμανία, μετά την εγκατάστασή τους στο χωριό….
“Για σκεφτείτε να έχετε παιδευτεί χρόνια και χρόνια, να έχετε φθάσει τέλος στην πατρίδα σας πρόσφυγες – ζητώντας καταφύγιο — να έχετε μείνει χρόνια και χρόνια σ’ ανήλιαγα φοβερά μπουντρούμια περιμένοντας, με απίστευτη υπομονή, την πολυπόθητη κι υποσχεμένη ώρα της αποκαταστάσεως και κάποτε να σας έχουν πει:
Τα σπίτια σας είναι έτοιμα, τα χωράφια σας περιμένουν σπαρμένα και δεν έχετε παρά να τα θερίσετε. Ελάτε στο νέο χωριό σας να ζήσετε μια νέα ζωή!Δεν θα το νομίζατε ένα αληθινό παραμύθι; Δεν θα κάνατε το σταυρό σας και δεν θα ευχαριστούσατε το Θεό και τους ανθρώπους που βοήθησαν να πραγματοποιηθεί ένα τέτοιο άπιαστο όνειρο; Αυτό έκαναν οι απλοϊκοί άνθρωποι οι γεννημένοι στον Καύκασο — που θέλοντας να μείνουν πιστοί στις ελληνικές και ορθόδοξες παραδόσεις των πατέρων τους του Πόντου, δεν αφομοιώθηκαν ποτέ με τον λαό που τους φιλοξενούσε· κι αφού δεινοπάθησαν κι εξορίστηκαν όλοι στο Καζακστάν, κατόρθωσαν μετά δέκα-δώδεκα χρόνια να πάρουν την άδεια να γυρίσουν πίσω στη γη των προγόνων τους.
Αυτό έκαναν οι 52 οικογένειες από τη Ρωσία και οι 33 οικογένειες από τη Ρουμανία που επελέγησαν για να κατοικήσουν στο νέο συνοικισμό της Βίγλας, δεκαέξι χιλιόμετρα έξω από την Άρτα. Είχαν ξεκινήσει ως με τα μπογαλάκια τους και τα παιδιά τους από τους καταυλισμούς νεοπροσφύγων — πληρωμένο το ταξίδι — φτάσανε στο νέο χωριό, στα καινουργιοχτισμένα σπίτια και στα σπαρμένα χωράφια. Ως και αγελάδες τους είχαν δώσει, ένα άλογο κι ένα κάρο στην κάθε οικογένεια κι ένα επίδομα 900–1.700 δραχμές το μήνα, ανάλογα με τα μέλη, επί ένα χρόνο, όπου υπολογιζόταν ότι θα ήταν αυτάρκεις πια.
Οι επίσημοι έφυγαν ευχαριστημένοι, οι σημαίες διπλώθηκαν, οι πίκρες και τα δάκρυα θάμπωσαν από τη χαρά κι από τις ελπίδες κι άρχισε η ζωή από το άλφα.
Μας ξαφνικά οι φρέσκιοι τοίχοι γκρίζωσαν και μαύρισαν, τα ταβάνια ξέφτισαν, τα δωμάτια πλημμύρισαν νερά, οι νεοανοιγμένοι δρόμοι έγιναν απροσπέλαστοι, πνίγηκαν στο νερό τα σπαρμένα χωράφια και δεν θερίστηκαν τα καταστραμμένα σπαρτά.
Η κακοδαιμονία, η επιπολαιότητα και η προχειρολογία των κρατικών υπηρεσιών έκαναν αυτό το πραγματοποιημένο όνειρο έναν άθλιο αντικατοπτρισμό στην έρημο. Μόνο οι άνθρωποι ήταν αληθινοί και το βούλιαγμα της πίστης και της ελπίδας τους.
Είχαν φέρει τον κόσμο να ζήσει σ’ ένα απέραντο έλος, πριν συστηματοποιήσουν τα εδάφη, πριν κάνουν αποστραγγιστικά έργα, πριν πειραματιστούν να δουν την ευφορία που χάριζαν σ’ αυτούς τους ξεριζωμένους. Έφεραν τον κόσμο να ζήσει για πάντα σε μια λούμπα. Οι επίσημοι κι οι αρμόδιοι ξαναεπισκέφτηκαν τη Βίγλα γρηγορότερα απ’ ότι φαντάζονταν κι αναγκάστηκαν να φορέσουν ψηλές μπότες για να περάσουν τους δρόμους και να φτάσουν ως τα πλημμυρισμένα κατώφλια των σπιτιών. Η Βίγλα είχε βουλιάξει. Κι η αγωνία άρχισε. Και δεν τέλειωσε ακόμα η αγωνία, 4 χρόνια μετά. – Είσαστε αχάριστοι, τεμπέληδες, καφενόβιοι, ραδιούργοι και μαθημένοι στην επαιτεία, λένε μερικοί αρμόδιοι με τη βροντερότερη φωνή τους για να μη τολμήσουν οι άνθρωποι να υψώσουν τη δική τους φωνή, για να τους πάρουν τον αέρα ώστε να μη τους αρπάξουν να τους ρίξουν στις πλημμυρισμένες τάφρους!
Αν δεν ΄ήταν από το Παραπέτασμα θα τους είχαν προ πολλού κατηγορήσει για κομμουνισμό και θα τους είχαν εξορίσει μερικούς για παραδειγματισμό. Οι άνθρωποι δηλαδή είναι πολύ ήσυχοι κι έχουν μεγάλο σεβασμό στους αρμόδιους, έχουν μάθει να σκύβουν το κεφάλι και μόλις που τολμάνε να υψώσουν τη φωνή για να φτάσει ως τ’ αυτιά των υψηλών κρατικών υπαλλήλων που έχουν τα χάρισμα να κόβουν τη λαλιά τους. Άλλωστε δυσκολεύονται να εκφραστούν γιατί οι περισσότεροι δεν έχουν μάθει γράμματα επειδή από το 1917 έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία στη Ρωσία και επειδή μιλάνε την ποντιακή διάλεκτο.
- Το κράτος δεν έπρεπε να μας στείλει με όλο το βάρος στην πλάτη μας, να έκανε τα πειράματα πριν μας στείλει, τολμάει να πει ένας νέος Πόντιος.
Τον αποστομώνει ένας κρατικός υπάλληλος λέγοντας του πως δεν έχει δικαίωμα να παραπονιέται, γιατί το κράτος που δίνει επίδομα επί 4 ολόκληρα χρόνια.
- Μόνο επίδομα κερδίσαμε εδώ, τίποτα άλλο, λέει ο νέος κι ένας άλλος προσθέτει:
- Κι εμείς ντρεπόμαστε να παίρνουμε τα λεφτά δεν είμαστε ζητιάνοι. Δώσε μου 20 στρέμματα να είναι χωράφι, να βγάλω το ψωμί μου. Αφού ο γεωπόνος το έβγαλε άγονο το χωράφι πώς επιμένεις να σπέρνω εδώ και να βάζω χρέος στην Τράπεζα…Όταν το εξέτασε ο γεωπόνος και το έβγαλε άγονο, εόπατις αυτό το χωράφι δεν το σπέρνω….
- Σπέρνομε και δεν θερίζουμε. Μας λέγανε πως θα είχαμε δύο εισοδήματα και δεν είχαμε ούτε ένα. Δεν έκλαψα παράπονο και να καταστρέφομαι δεν φανερώνω κλάμα, πήρα δάνειο και νοίκιασα από την οικονομία μου και άλλα 30 στρέμματα, αν ο Θεός θέλει θα ζήσω, είπα. Το χωράφι πάει χαμένο, ξεράθηκε. Θ απουλήσω τις αγελάδες και τα παιδία τότε τι θα γίνουν? Αυτό σκέφτομαι μέρα, νύχτα. Ούτε θα χορτάζω ψωμί εδώ πέρα…
- Εγώ έσπειρα 15 στρέμματα σιτάρι και 10 στρέμματα βρώμη και τριφύλλι. Η βρώμη χάθηκε καθώς και 10 στρέμματα σιτάρι. Πήρα δάνειο στους εμπόρους 1000 δραχμές, μου έδωσε το Υπουργείο Προνοίας 3000 χρέος έμεινα. Ούτε σιτάρι, ούτε χόρτο, ούτε ψωμί. Είναι εντροπής να ζητάω όλον τον καιρό επίδομα. Δεν μπορώ να δώσω την αγελάδα, γιατί αλλοιώς δεν ζω. Σκέφτομαι πως θα θρέψω τα παιδιά.
- Επίδομα δεν μπορείτε να δίνετε κάθε χρόνο, χωράφι θέλομε.
- Είμαστε φυλακή εδώ, λιβάδι δεν έχουμε.
- Το συμβούλιο της ΕΒΓ έβγαλε απόφαση να πληρώσουμε συνολικά 65.198 δραχμές γι’ αποστραγγιστικά έργα, ενώ πνιγόμαστε…Μας στείλανε οι Ολλανδοί αγρότες αγελάδες, δέκα τώρα στην αρχή και θα φέρουν για όλους και δεν έχομε αρκετή τροφή να τις θρέψουμε, αντί για 15 κιλά χόρτο τους δίνουμε μόνο πέντε, άλλο τίποτα δεν τους δίνουμε. Ο Ολλανδός παραπονιέται πως οι δυο ταύροι αδυνατίσανε, εδώ στη Βίγλα που ήρθαμε δεν είναι μόνο οι ταύροι που αδυνάτισαν, αδυνατίσαμε κι εμείς.
- Δεν θα μπορέσουμε να συντηρήσομε την οικογένεια. Πολλά λεφτά έπεσαν εδώ και χάθηκαν. Να μας δώσουν γόνιμα χωράφια. Λαχταρισμένος είναι ο λαός…….”(Συνεχίζεται) [Πηγή : Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, αρ. τχ. 368, Αθήναι, 28 Απριλίου 1961]
“Με το πολυπόθητο κλειδί στο χέρι, το νέο ζευγάρι πάει στο καινούργιο του σπίτι. Τα βάσανα τέλειωσαν, οι καταυλισμοί των προσφύγων θα μείνουν μέσα στις μαύρες αναμνήσεις, μια ευτυχισμένη ζωή ανοίγεται μπροστά τους. “Η Βίγλα θα γίνει μια πρότυπος γεωργοκτηνοτροφική περιοχή”, λένε οι αρμόδιοι. Μακάρι! Ένα πρέπει να τονιστεί : καμιά ολιγωρία δεν επιτρέπεται πιά….”(Φωτο και σχόλιο από το ρεπορτάζ του περιοδικού. Η φωτογραφία έχει υποστεί επεξεργασία μέσω ΑΙ)

…και η αυθεντική φωτο στο περιοδικό!









