Επιδείξεις του Β’ Δημοτικού Σχολείου!

Από τις γυμναστικές επιδείξεις των Δημοτικών Σχολείων Άρτης στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Στη φωτογραφία μαθήτριες του Β’ Δημοτικού Σχολείου χορεύουν. Πρώτες οι Χρύσα Πετσιμέρη και Θεανώ Πίτσιλη. (Φωτο από αρχείο Οικογένειας Πίτσιλη)

Δημοσιεύθηκε στη Αθλητικές Εκδηλώσεις | Σχολιάστε

Αι Γυμναστικαί επιδείξεις των σχολείων μας

“Του Α’ Δημοτικού

Το απόγευμα της προπαρελθούσης Πέμπτης εγένοντο στεφθείσαι υπό πλήρους επιτυχίας αι προαναγγελθείσαι γυμναστικαί επιδείξεις των μαθητών του Α’ δημοτικού σχολείου Άρτης.

Αι διηνεκείς προσπάθειαι και κόποι του διευθυντού του Α’ δημοτικού καθώς και του διδασκαλικού προσωπικού δεν ηδύναντο παρά να καταλήξουν  εις μίαν θαυμάσιαν εκτέλεσιν των διαφόρων ασκήσεων διά τας οποίας αντήχησαν αυθόρμητα τα χειροκροτήματα των πολυπληθών παρισταμένων.

Την ορισθείσαν ώραν ήρχισεν η εκτέλεσις του προγράμματος διά γενικής παρελάσεως προ των επισήμων. Και κατόπιν χωριστά αι ασκήσεις κάθε τάξεως από της μικροτέρας μέχρι της τελευταίας.

Όλαι αι τάξεις με τα διπλά εμβατήριά τους, τα όμορφα παιγνίδια τους και τες αρμονικές ασκήσεις επευφημήθησαν ζωηρώς. Ο διευθυντής του σχολείου κ. Ευστράτιος Παπακώστας, το διδασκαλικόν προσωπικόν εκ των κυριών Ναταλίας Μπιτζιλέκη, Ελένης Τσέτη και Βικτωρίας Τσιλιγιάννη, και του κ. Νίκου Τσίπη, εδέχθησαν μετά την λήξιν της εορτής τα συγχαρητήρια των επισήμων και των λοιπών παρευρεθέντων….” (Πηγή : Άρθρο του Μ. Παπαδόπουλου (Περάνθη) στην εφημερίδα ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ, 31 Μαίου 1934)

Στη φωτογραφία στιγμιότυπο από τις γυμναστικές επιδείξεις του Γυμνασίου Θηλέων στο Στάδιο της Άρτας το 1965. Καθηγήτρια Σωματικής Αγωγής η Ελμίνα Εξάρχου. (Φωτο από αρχείο κ. Ιωάννη Έξαρχου)

Δημοσιεύθηκε στη Αθλητικές Εκδηλώσεις | Σχολιάστε

Στο πανηγύρι της Φανερωμένης!

Τοπική κομπανία του Ξεροβουνίου στο πανηγύρι του Αγίου Πνεύματος στη Φανερωμένη, το 1964. Από δεξιά : Βασίλης Σιαφαρίκας με το ακορντεόν, Ευάγγελος Γερούκαρης με το κλαρίνο, Σπύρος Μπάμπαλης στην κιθάρα και στο τραγούδι και Κώστας Μήτσιος (Κωτσογιάννος) στο βιολί και στο τραγούδι. (Πηγή : ΡΟΔΑΥΓΗ ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΧΤΕΣ, Χ. Σταύρου, Άρτα, 2020)

Δημοσιεύθηκε στη Η μουσική, τα σινεμά και το ερασιτεχνικό θέατρο στην Άρτα | Σχολιάστε

Στην Αγία Φανερωμένη Ξεροβουνίου

5 Ιουνίου 1960 – Στο πανηγύρι της Φανερωμένης, του Αγίου Πνεύματος στο Ξεροβούνι. Από αριστερά Κώστας Μάνος, Γεώργιος Καραβοκύρης (Αστυνόμος) και από δεξιά Γεώργιος Μαντζούτσος, Χρήστος Χουλιάρας (Αγροτικός γιατρός τότε), Ευαγγελία Σβηνέλη (μαία) και Σοφία Νάση. (Πηγή : ΡΟΔΑΥΓΗ ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΧΤΕΣ, Χ. Σταύρου, Άρτα, 2020)

Δημοσιεύθηκε στη Στο δρόμο προς το Ξηροβούνι | Σχολιάστε

Αγία Φανερωμένη Αγνάντων

Ο ναός της Αγίας Φανερωμένης Αγνάντων (πάνω αριστερά) σε παλιά φωτογραφία από την δεκαετία του ’60. (Φωτο από προσωπική συλλογή Κ.Κ.)

Ο Ναός της Αγίας Φανερωμένης στα Άγναντα χρονολογείται από το 1849. Σύμφωνα με μαρτυρίες λειτουργούσε σαν γυναικείο μοναστήρι και ήταν ο χώρος όπου επί Τουρκοκρατίας συγκεντρώνονταν ο φόρος των κατοίκων στους Τούρκους από τις σοδειές τους. Το μοναστήρι γκρεμίστηκε και ξαναχτίστηκε από δύο αδέρφια (Ραφτανίτες) το 1833 ή 1853 σύμφωνα με την ημερομηνία που υπάρχει πάνω από την πόρτα….Περισσότερες πληροφορίες στο λινκ https://agnanta.com.gr/2023/10/31/ieros-naos-agias-faneromenis-agnanto/

Δημοσιεύθηκε στη Οι Εκκλησίες | Σχολιάστε

Η θρυλική Κωστηλάτα: ένας αγώνας, μια νίκη, ένα τραγούδι

Η Κωστηλάτα, το πιο ξακουστό θερινό λιβάδι της Ηπείρου, εκεί όπου οι προβατίνες που βοσκούσαν “είχαν χρυσάφι στα δόντια τους”, στεφανωμένη από βουνοκορφές και ποτισμένη με τα παγωμένα νερά των πηγών της, υπήρξε για αιώνες τόπος προσμονής και ελευθερίας. Το 1853, αυτός ο ευλογημένος τόπος πέρασε από τα χέρια των Τούρκων μπέηδων, Μουσταφά και Σουκερή, στους Έλληνες τσιφλικάδες Νίκο και Γιώργο Αντωνόπουλο. Μια μεταβίβαση που δεν ήταν μόνο νομική πράξη, αλλά προοίμιο σύγκρουσης.

Οι νέοι κάτοχοι, επιχειρώντας να εμπεδώσουν την κυριότητά τους, έστειλαν το 1881 έναν βοσκό, τον Χατζιάρα από τον Στάνο Βάλτου, μαζί με δυο χιλιάδες πρόβατα, για να κατοχυρώσουν στην πράξη τα δικαιώματά τους. Μα οι Θοδωριανίτες, σκληροτράχηλοι και λεύτεροι άνθρωποι, δεν έμειναν άπραγοι. Άντρες, γυναίκες και παιδιά ξεσηκώθηκαν, αντιστάθηκαν με πείσμα και αποφασιστικότητα ενάντια στις στρατιωτικές δυνάμεις που επιστρατεύτηκαν από τους τσιφλικάδες.

Ο αγώνας τους, τίμιος και επίμονος, έφερε καρπούς. Μια συμβιβαστική λύση βρέθηκε, και το 1883, οι κάτοικοι των Θεοδωριάνων αγόρασαν την Κωστηλάτα, πληρώνοντας το βαρύ τίμημα των 57.000 δραχμών — ποσό μεγάλο για την εποχή, μα μικρό μπροστά στην αξία της ελευθερίας.

Κι από τότε, ο αγώνας έγινε τραγούδι, ζυμώθηκε με τις μνήμες του λαού και τραγουδήθηκε στα γλέντια και στα ανηφορικά μονοπάτια του χωριού, και όχι μόνο, για να θυμίζει σε κάθε νέα γενιά πως εκεί, ψηλά στην Κωστηλάτα, οι καρδιές δεν σκύβουν:

Ψηλά στην Κωστηλάτα, στα κρύα τα νερά,
χορεύουν τα κορίτσια μαζί με τα παιδιά.
Ψηλά στην Κωστηλάτα βόσκουν τα πρόβατα,
τα φυλάν Θοδωριανίτσες με τ’ ασημοζώναρα…

(Κείμενο Αναστασία Καρρά – Πληροφορίες από το βιβλίο ΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΙ ΤΩΝ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ, Ν. Καρατζένης, Άρτα, 1991)

Στη φωτογραφία του Σπύρου Μελετζή “Θεοδωριανίτισες με τα ασημοζώναρα στο πανηγύρι τον Αύγουστο του 1938. Από αριστερά : Ιουλία Παπαδημητρίου (δασκάλα από το Βουργαρέλι), Μαριάνθη Κοντογιάννη, Αγνή Κομπορόζου, Σοφία Τσακωμένου, Ελισσάβετ Λακκοπούλου, Αικ. Παπαδημητρίου, Μαρίνα Τσιρογιάννη, Σπυριδούλα Μαντέλλου, Κική Χάιδου”. (Πηγή : ΤΑ ΘΕΟΔΩΡΙΑΝΑ ΑΡΤΑΣ, Ρήγας Σκουτέλας, Αθήνα, 1994)

Δημοσιεύθηκε στη Ποιμενική Ζωή | Σχολιάστε

Οι τσελιγκάδες των Θεοδωριάνων

“Τα Θεοδώριανα είναι πλαγιασμένα σε μια ορθοπλαγιά που κατηφορίζει από την Κωστηλάτα, λουσμένα από δυο αφροπλημμυρισμένες “γκούρες” και χάνονται κυριολεκτικά μέσα στο πράσινο. Παρά τα σπάνια ξεκαλοκαιριά τους οι Θοδωριανίτες μόλις στις αρχές του αιώνα, όπως και οι Ματσουκιώτες κτηνοτρόφοι, ανέπτυξαν μεγάλη κτηνοτροφία που μέχρι τα προπολεμικά χρόνια έφτασε ν ́ αριθμεί τις 17000 γιδοπρόβατα, ενώ σήμερα το χωριό έχει 15000, τα περισσότερα νομαδικά. Πέντε ήταν τα μεγάλα “μαντριά” που “έριχναν” οι Θοδωριανίτες τσελιγκάδες το βιός τους: Το Καραούλι με τη Σκάλα που “έτρωγαν ” 1200 γιδοπρόβατα, το Κοντρί 600, το Βιτσέλι 1800, η Χούνη με το Κελάρι 1000, και η φημισμένη Κωστηλάτα, η “πάνω” και “κάτω” στις οποίες ξεκαλοκαίριαζαν αντίστοιχα 4000 και 3000 γιδοπρόβατα.

Η πάνω Κωστηλάτα ήταν μοιρασμένη σε 4 λιβάδια που το καθένα αντιστοιχούσε στα 4 ξεκαλοκαιριά. Τη Σπληνιάσα τη βοσκούσαν τα πρόβατα από το Καραούλι, την Κιάφα τα κοπάδια από το Κοντρί, τη Λούτσα τα πρόβατα απ’ το Βιτσέλι και το Κόντι το βοσκούσαν τα κοπάδια από τη Χούνη. Τα 4 μεγάλα “μαντριά” είχαν για στερφοτόπι: Το Καραούλι είχε τη Φτέρη και τη Ντιβελούκα, το Κοντρί είχε την Περδικόβρυση και την Κομπλούλα, το Βιτσέλι είχε τα “πλάια – Μνήμα” και το Μητζονύσι κι η Χούνη είχε για στερφοτόπι το Κομμένο και την Τσουκνίδα. Η κάτω Κωστηλάτα ήταν βοϊδολίβαδο όπου βοσκούσαν τα βόδια και το αλογομούλαρα του χωριού, που περνούσαν τα 1200. Στην “Κάτω” Κωστηλάτα γίνονταν επίσης και οι στρούγκες: Κορφοστέφανο, Βίγλα, Παλιόστανη, Βλαχοκάλυβα και Παπακώστα. Ανάμεσα από τις “Κωστηλάτες” υπήρχαν άλλες δυο στρούγκες: το Σιόπατο και το Καλλιφόνι. Στάνες (τυροκομεία) οι Θοδωριανίτες κτηνοτρόφοι έβαναν στην Παλιόστανη, ανάμεσα σε Κοντρί και Καραούλι και στο Βιτσέλι. Τα μανάρια του χωριού μέχρι τα προπολεμικά χρόνια βοσκούσαν στο Μαντρολίβαδο, στη θέση Πλάια” ενώ τα γιδοκόπαδα στο συνοικισμό Σκαρπάρι. Το 1980 έπαψε να υπάρχει βοϊδολίβαδο και στην περιοχή εκείνη έγιναν οι στρούγκες Σόπατο, Παλιόστανη, Κούκος, Βίγλα, Λάκος, Καλλιφόνι.

Σήμερα (1991 που εκδόθηκε το βιβλίο) στα Θοδωριανίτικα ξεκαλοκαιριά υπάρχουν 26 περίπου στρούγκες. Ο κάθε κτηνοτρόφος πηγαίνει σ ́ όποια θέλει εκτός από την Κωστηλάτα, που τη βγάζει ο συνεταιρισμός του χωριού σε δημοπρασία. Το μεγάλο υψόμετρο της Κωστηλάτας (2392 μ), είναι η αιτία να ξεχιονίζεται αργά γι’ αυτό οι Θοδωριανίτες όρμωναν” τα κοπάδια τους για τους “γαλακτερούς της κόρφους” ανήμερα της Αγίας Κυριακής και με τις πρώτες κακοτοπιές του καιρού τα “σύνταξαν για τα χαμηλώματα, γύρω από το χωριό. Η ομορφιά του τοπίου της Κωστηλάτας, με τα λακώματα, τα σκαφίδια, τα ισιώματα, τις ορθοπλαγιές, τα διάσελα, τις κρυσταλλοπηγές του, η άριστη ποιότητα και ποσότητα των κτηνοτροφικών προϊόντων του, έχει συντελέσει στη δημιουργία του μύθου” ότι οι προβατίνες που βοσκούσαν στην Κωστηλάτα είχαν χρυσάφι στα δόντια τους.

Μεγάλους τσελιγκάδες το χωριό είχε από τις αρχές του αιώνα. Σαν τέτοιοι αναφέρονται: οι Θανάσης και Γιάννης Ζαλοκώστας, οι Βασίλης και Μήτρος Ζαλοκώστας, οι Κώτσιος και Χρήστος Κατσιούλης, ο Κ. Καραχάλιος, οι Κουλ- τουκαίοι: Αποστόλης, Μήτσιος και Χαράλαμπος, οι Καραγιανναίοι: Γιώργος και Μήτσιος, ο Μιχάλης Κόνιαρης, οι Κριτσιαίοι: Γιώργος και Θόδωρος, οι Κουτσου καίοι: Γιώργος και Χρήστος, οι Λιομπαίοι: Τάκης και Μήτσιος, οι Λιουκαίοι: Γιώργος και Σπύρος, ο Νίκος Λάκας, ο Γιώργος Μαντέλος, οι Μητρογιανναίοι Βασίλης, Οδυσσέας, Πάνος, οι Μητροφωταίοι: Αλέκος και Κώστας, οι Νακαίοι: Κώστας, Μήτρος, Πάνος, Χρήστος, οι Νταραγιανναίοι: Θανάσης, Μήτσιος, Γιάννης, ο Κώστας Ντόλπας κι ο Γιάννης Ντάσκας. Οι Παγωναίοι: Κώτσιος και Πάνος, οι Πυρομαδαίοι: Κώστας και Αλέξης κι ο Θόδωρος Πλεύρης. Ο Κώστας Σερδινές, ο Βασ. Σταμάτης, ο Πάνος Σταύρου, ο Γιώργος Στεργίου, ο Θανάσης Ταμπούρης, ο Κώστας Τσιρούνης, οι Τζιουναίοι: Μήτσιος, Κώτσιος, Χρήστος, ο Κώστας Χάιδος, ο Μιχάλης Χάιδος, ο Ξιάρχης κι ο Σταύρος Χάιδος, ο Χρήστος Χάιδος που είχε 12 παιδιά πραταραίους. Οι Θοδωριανίτες νομάδες ξεχείμαζαν στο Ξηρόμερο, από Αμφιλοχία μέχρι Μαχαλά. Οι περισσότεροι στην περιοχή της Κατούνας, όπου εξακολουθούν να πηγαίνουν ακόμα σήμερα. Στο Σκαρπάρι, το συνοικισμό του χωριού βοσκούσαν οι γιδοκοπές των νομάδων: Νάσιου Μπάκη, Μήτσιου Καραχάλιου και των Κονιαραίων”. (Πηγή : ΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΙ ΤΩΝ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ, Ν. Καρατζένης, Άρτα, 1991)

Στη φωτογραφία από το ίδιο βιβλίο “Οι γαλατιάρηδες στο σύνορο. Θοδωριανίτες πραταραίοι κάπου κοντά στην Κατούνα Ξηρομέρου την άνοιξη του 1982. Από αριστερά Πέτρος Στέργιος, Δημήτριος Γκορόγιας και Δημήτριος Χάιδος” σε φωτογραφία του Βασίλη Γκανιάτσα.

Δημοσιεύθηκε στη Ποιμενική Ζωή | Σχολιάστε

Ένας “γύφτος” οργανοπαίχτης στα Τζουμέρκα….

Πρόκειται για απόσπασμα από ένα διήγημα του Γ. Κοτζιούλα που για πρώτη φορά αναδημοσιεύεται…. Το πρωτότυπο δημοσιεύτηκε το 1949, στο ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ εκείνης της χρονιάς. Ο συγγραφέας, σε γλώσσα με έντονο το ηπειρώτικο ιδιωματικό στοιχείο, μας γράφει για το Μήτσο, έναν “γύφτο” οργανοπαίχτη στα βόρεια Τζουμέρκα, όταν ακόμη ήταν Τούρκικο….. Τότε, στα χωριά της ελληνικής υπαίθρου, υπήρχε ένα επάγγελμα που λίγοι τολμούσαν να ακολουθήσουν — εκείνο του λαϊκού οργανοπαίχτη. Δεν ήταν μια δουλειά που έχαιρε εκτίμησης. Αντιθέτως, θεωρούνταν υποτιμητική και αναξιόπιστη. Την εξασκούσαν σχεδόν αποκλειστικά οι φτωχότεροι των φτωχών, οι ακτήμονες χωρικοί, γνωστοί τότε με το όνομα «γύφτοι». Οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν κάτω από άθλιες συνθήκες και βρίσκονταν στο περιθώριο της κοινωνίας. Κανείς από τους «νοικοκυραίους» δεν καταδεχόταν να πιάσει όργανο για βιοπορισμό. Κι όταν δεν έπαιζαν στα πανηγύρια, συνήθως δούλευαν σαν σιδεράδες και γανωτζήδες.

Κι όμως, αυτοί οι περιφρονημένοι άνθρωποι κράτησαν στα χέρια τους έναν πολύτιμο θησαυρό: τη ζωντανή μουσική παράδοση του τόπου. Ειδικά η οργανική μουσική – εκείνη που εκτελείται με όργανα – έζησε, άνθισε και ταξίδεψε από γενιά σε γενιά χάρη σε αυτούς. Σε ολόκληρες περιοχές, από την Ήπειρο ως τα Τρίκαλα, τη Λάρισα, την Καρδίτσα, τον Ασπροπόταμο και τη Λιβαδειά, η λέξη «γύφτος» είχε γίνει σχεδόν συνώνυμη με τον οργανοπαίχτη. Οι ντόπιοι μπορεί να περιφρονούσαν το επάγγελμα, μα στα γλέντια τους, στις χαρές και τις λύπες τους, ήταν η μουσική αυτών των ανθρώπων που τους συντρόφευε…..

“ΚΟΨΙΜΟ

Εκεί π’ αποβραδύς τα ισκιώματα έχουν σύναξη κι αντιβουίζει ως πέρα η λαγκαδιά απ’ το φυσομάνημα της Γκούρας, που σκιάζονται οι νυχτερίδες να χωθούνε στις σπηλιές, εκεί στου Κριάκουρα που λένε τα ριζά, βρέθηκε αποξαρχής και των γυφτιών η ρίζα.

Μήτσο τον πρωτογέννητο έβγαλαν, Αλέξη – τον ύστερο απ’ αυτόν και κάψο Γιώργο, λίγο αλαφρύν από μυαλό (γι’ αυτό και ανύπαντρο) τον τρίτο, μ’ ανάμεσά τους μια αδελφή αραπίνα που στ’ Άγναντα την έδωκαν αντίπερα, σε μάστορα άλλον της γενιάς τους, τη Χριστίνα.

Παιδί ήσουν άπλερο και μάθαινες ακόμα το νταερέ, ντερβίση Μήτσο, τότε που βρέθηκες φερμένος πέρα κει στα βλαχοχώρια, πούχε πατήσει ο Τσιτσιμίτσιος το Ματσούκι κι έστησε το μπαϊράκι εκεί στο μεσοχώρι, για να γλεντήσουνε τα παληκάρια του όπως θέλαν.

Κι εκεί που φέρναν γύρες τα στοιχιά τ’ αρματωμένα κι απαλαμίζαν με γινάτι  λες τ’ άπονο  χώμα, βογγώντας σαν αρκούδια που πέρασαν τον άλυσο, καθώς όλο άδειαζαν και τις κουμπούρες στον αέρα, βροχή τα δίγροσα έπεφταν στους λαλητάδες.

Μα ήθελα νάξερα, σαν πως φλετούριζε η καρδιά σου, Μήτσο καψαρέ, τότε που σ’ έκραξε με νόημα μπρος του ο αρχικλέφτης, κάρτο στο μέλαψό σου κούτελο να βάλει, κι εσύ από τη λαχτάρα, απ’ το καμάρι σου άναψες χειρότερα και βάρειες  όλο παλαβά.

Χαρά σ’ εσέ τ’ αλάλητο πουλί, π’ αξιώθηκες να ιδείς από σιμά το γέρακα τον άπιαστο, π’ αψήφαε τούρκικες χουσιάδες, ταχτικούς, κι είχε το μάτι του όλο στα παχιά κριάρια, στους κρεατομένους τσελιγκάδες, που το κεφάλι τους για νάχουν, λύναν τη σακούλα.

Όμως περνάν τα χαροκόπια, κι η παραδαρμένη θέλει δουλιά για να τιλώσει : ιδρώνεις στα καμίνια και κουβαλάς σακιά τα κάρνα στο καλύβι κι απομαυρίζει, δίπλα εκεί στο  φυσερό, καθώς παιδεύεσαι με σίδερα αναμμένα, μαθαίνοντας την τέχνη πως να τα λυγάς,

Και σαν βαλάντωσες γλυκά κι ήρθε ο καιρός να ζευγαρώσεις, κίνησες όπως το τραγί που πάει οσμίζοντας τα λόγγα, κι έφερες αρπαχτή πρατίνα φλώρα απ’ τα Κατσανοχώρια, για ν’ αβγατίσεις με το ζόρι τη σειρά τη λάγια που την κατατρέχουν, μα δε σώνεται ποτές.

Δούλεμα με βαρειά, φαί για προκοπή, κοιμήσι χαρισάμενο! Καλά δροσολογούν της άσπρης γύφτισσας τα κόρφια, κι όσο για ζεστασία τις νύχτες π’ ο βοριάς σηκώνει το κονάκι, μ’ άλλο καμίνι πολεμάει και κουβαριάζεται ο σκαρόγυφτος, που δε σπιθοβολάει αυτό μεσ’ στο σκοτάδι…………………….

…..Όσο βαστάς, δε σε φοβάμαι, γείτονα χαλίζη, που πλάθεις με τις απαλάμες τα σιδερικά και μαστορεύεις με τα χέρια τ’ άξιά σου  γυνιά, κολλάς τσαπιά, για τον καθένα χρειαζούμενα, βάφεις και τα τσεκούρια οπού στομώσαν, για τους βλάχους που  μυρίζουνε τυρόγαλο………….”(Πηγή : Απόσπασμα από το πεζογράφημα του Γ. Κοτζιούλα με τίτλο «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ ΜΟΙΡΙΟΛΟΙ ΓΙΑ ΤΟ ΞΕΚΟΙΛΙΑΣΜΑ ΕΝΟΣ ΓΕΡΟΓΥΦΤΟΥ», Λογοτεχνικό Ημερολόγιο, Αθήνα, 1949)

Στη φωτογραφία του Κ. Καλούδη “Tσιγγάνος παίζει κλαρίνο στη σκηνή του…”

Δημοσιεύθηκε στη Η μουσική, τα σινεμά και το ερασιτεχνικό θέατρο στην Άρτα | Σχολιάστε

Λαϊκοί οργανοπαίκτες στα Τζουμέρκα!

Οργανοπαίκτες που  έδρασαν στα χωριά Άγναντα, Καταρράκτη και Γραικικό : Λουκάς Ντζιόκας (κλαρίνο), Ευστάθιος Ζάχος (βιολί), Χριστόφορος Ντίνος (λαούτο), Δημήτριος Μπαλαδήμας (βιολί – λαούτο), Γεώργιος Τζόκας (τραγούδι – ντέφι),Νικόλαος Μπούκας (βιολί), Βασίλειος Μπούκας (βιολί), Ηλίας Μπούκας (κλαρίνο), Δημήτριος Μπούκας (βιολί), Δημήτριος Γεωργίου (λαούτο), Γεώργιος Μπούκας (λαούτο), Γεώργιος Ζάχος (κλαρίνο), Περικλής Ζάχος (βιολί), Χαρίλαος Ζάχος (σαντούρι), Γεώργιος Σβεντζούρης (κλαρίνο). (Πηγή : ΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΑ ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ, Γ. Κουτσούμπας, Άρτα, 2004)

Στη φωτογραφία από αριστερά, οι μουσικοί Χριστόφορος Ντίνος με το λαούτο, Δημήτριος Μπούκας από το Γραικικό, με το βιολί, σε πανηγύρι στη Ροδαυγή το 1960. Επίσης οι Χριστόφορος Διαμάντης με το κλαρίνο και Μιλτιάδης Μάρης με την λαουτοκιθάρα. (Πηγή : Φωτογραφικό λεύκωμα “ΡΟΔΑΥΓΗ, ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΧΤΕΣ”, Χ. Σταύρος, Άρτα, 2020)

Δημοσιεύθηκε στη Η μουσική, τα σινεμά και το ερασιτεχνικό θέατρο στην Άρτα | Σχολιάστε

“Ο Βασιλιάς με τ’ Αυτί του Τράγου”

“Κάποτε, στον κάμπο της Άρτας, εκεί όπου τώρα πια στέκουν μονάχα θρύλοι και πέτρες σιωπηλές, δέσποζε ένα παλάτι. Το έλεγαν Φιδόκαστρο και ήταν η κατοικία του τελευταίου βασιλιά της περιοχής, ενός άντρα ισχυρού, μα σκοτεινού, του Αλέξανδρου, που ήταν αρραβωνιασμένος με μια πανέμορφη βασιλοπούλα, που λένε πως ζούσε στο Άκτιο, μα η φήμη της απλωνόταν ως τη Σαλαώρα και ως τη Λευκάδα….

Αυτός ο βασιλιάς όμως έκρυβε ένα παράξενο μυστικό: το ένα του αυτί δεν ήταν ανθρώπινο, μα τραγίσιο—σημάδι, ίσως, κάποιας αρχαίας κατάρας ή θεϊκής ύβρης. Φοβούμενος μήπως το μυστικό του αποκαλυφθεί και χάσει την εξουσία,  όποιος κουρέας πήγαινε να τον κουρέψει, δεν ξανάβλεπε το φως του ήλιου. Με το ψαλίδι του στο χέρι και το φόβο στα μάτια, έπεφτε στο χώμα νεκρός – τιμωρημένος για το ότι γνώρισε. Γιατί έτσι προστάζει ο φόβος, όταν ο βασιλιάς κουβαλάει τη ντροπή του θεού.

Μια μέρα, όμως, παρουσιάστηκε μπροστά του ένας νεαρός κουρέας. Ήταν τόσο όμορφος και αγνός, που ο βασιλιάς, για πρώτη φορά, λύγισε. «Σε θαυμάζω για την ομορφιά σου», του είπε, «και σου χαρίζω τη ζωή. Μα ορκίσου, στη σκιά και στο φως, πως αυτό που είδες δεν θα το μάθει ποτέ κανείς.»

Ο νεαρός ορκίστηκε. Κι έφυγε.

Όμως το μυστικό, σαν αγκάθι στην ψυχή του, δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Η ανάγκη να το ξεστομίσει τον έκαιγε, του έτρωγε σαν φωτιά τα σωθικά. Έσκαψε τότε έναν βαθύ λάκκο στη γη, έσκυψε μέσα κι αναφώνησε τρεις φορές, σαν σε ξόρκι:

«Ο βασιλιάς Αλέξανδρος έχει τραγίσιο αυτί!»

Η γη σκέπασε το λάκκο ξανά και το μυστικό φάνηκε να ’χει ταφεί για πάντα….. Μα η γη δεν ξεχνά. Μέσα στον λάκκο φύτρωσε ένα καλάμι. Ψηλό, πράσινο, που λίκνιζε το μυστικό με κάθε φύσημα του ανέμου. Μια μέρα, το είδε ένας τσοπάνος, το λιμπίστηκε, το έκοψε και το έκανε φλογέρα. Μα η φλογέρα δεν έπαιζε μουσική—έλεγε λόγια. Και κάθε που φυσούσε, έλεγε ξανά και ξανά:

«Ο βασιλιάς Αλέξανδρος έχει τραγίσιο αυτί!»

Το νέο διαδόθηκε σαν αστραπή. Και έφτασε και στα αυτιά της βασιλοπούλας. Πληγώθηκε, θύμωσε και ορκίστηκε εκδίκηση. Με δύναμη που θύμιζε θεά, έκοψε το βουνό που κρατούσε πίσω τη θάλασσα του Ακτίου. Εκεί που άλλοτε ήταν στεριά, ξεχύθηκε το νερό και σκέπασε το κάστρο του Αλέξανδρου. Ο βασιλιάς, οι αυλικοί του, και όλοι οι υπήκοοι χάθηκαν στον βυθό. Κι έτσι, λένε οι παλιοί, γεννήθηκε ο Αμβρακικός κόλπος….

Στο Φιδόκαστρο όμως, λένε ακόμη πως υπάρχουν τρεις μαρμάρινες κασέλες θαμμένες στα βάθη του λόφου. Μια είναι γεμάτη χρυσάφι. Μια με κουνούπια που τρυπούν σίδερο. Και μια με φίδια που στάζουν δηλητήριο. Μα κανείς δεν ξέρει ποιά είναι ποιά. Και κανείς δεν τόλμησε ποτέ να τις ανοίξει……” (Διασκευή της Α. Καρρά – Ο μύθος έχει καταγραφεί στο βιβλίο του  Λ. Κασσελούρη «Ιστορικά & λαογραφικά της Άρτας», Αθήνα 1980 )

Στη φωτογραφία του Μ. Ξυλογιάννη “Μερική άποψη του αρχαίου κάστρου (οχυρού-ακρόπολης) Άμβρακος ή Φιδόκαστρο ή Παλιόκαστρο. Σήμερα τα τείχη του έχουν καλυφθεί από άγρια βλάστηση, ενώ το εσωτερικό του παντελώς από υδρόβια βλάστηση. Παλαιότερα τα τείχη διακρίνονταν καθαρά σε όλη την περίμετρο και είχαν ύψος τουλάχιστον 4m. (Πηγή : https://commons.wikimedia.org/)

Περισσότερες πληροφορίες για το Φιδόκαστρο στο λινκ https://doxesdespotatou.com/paratiriseis-gia-ton-kolpo-tis-artas-1830-3/

Δημοσιεύθηκε στη Λαογραφικά και άλλα | Σχολιάστε