29-08-1970 | Αγώνας Δροσοπηγή – Κωστηλάτα, Σκορ (0-5)

Και μερικά ονόματα όπως τα κατέγραψε ο Κ. Μπανιάς από το αρχείο του οποίου είναι η φωτογραφία…..

Δημοσιεύθηκε στη Οι άλλες ομάδες | Σχολιάστε

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ μέσα από το βιβλίο του Γ. Μπενέκου «Οι Αληθινοί Σουλιώτες» (γ’ μέρος)

“……Αποφασίστηκε μετά να πάει στο Μεσολόγγι ο Ταχήρ Αμπάζης*, να συνεννοηθεί με τον Μαυροκορδάτο, πως θα χτυπούσαν πισώπλατα τ’ ασκέρια του Χουρσίτ. Είχε μαζί του και πληρεξούσιο για την Εθνική Συνέλευση που ετοιμάζουνταν στο Μοριά.  Θάπαιρνε μέρος σ’ αυτή σαν πληρεξούσιος των Αρβανιτάδων. Σαν έφτασε όμως στο Μεσολόγγι, είδε Τούρκους σκοτωμένους, τα τζαμιά γκρεμισμένα και κοπρισμένα, το λαό του Μεσολογγίου να τραγουδάει στους δρόμους τραγούδια για τη λευτεριά, για το ξεπάτωμα των Τούρκων. Έβλεπε καπεταναίους νάχουν πλήθος αρματωμένα παλληκάρια ο καταθένας τους, άκουε τους Έλληνες να λένε πως η Ρωσία πολύ γλήγορα  θα χτυπήσει την Τουρκιά για να τους βοηθήσει να γίνουν λεύτεροι κι’ ανεξάρτητοι. Ακόμα και Τουρκάλες βαφτισμένες συνάντησε στο Μεσολόγγι. Έβλεπε, με λίγα λόγια, στημένο ρωμέικο.

«Βλέπ’ και στο Μεσολόγγι Ρωμαίων την τιμή

Βλέπει σκατά γεμάτον το ίδιο το τζαμί.

Επόνεσεν ως Τούρκος επάνω στην Τουρκιά

Και τούτο των Ρωμαίων μεγάλ’ ειν’ αδικιά,

Να  σφάζουν τα γουρούνια μέσα εις το τζαμί,

Τους Τούρκους, σαν Εβραίους, καθείς να ατιμή.» (Κ. Τζουκαλάς)

Δεν ήταν ανάγκη νάναι έξυπνος για να καταλάβει τί γίνουνται. Σαν πιστός Μουσουλμάνος αναστατώθηκε βλέποντας ολ’ αυτά. Και πιο πολύ σαν σκέφτονταν πως για ολ’ αυτά ήταν φταίχτης κι ο ίδιος, αφού είχε γίνει φίλος και σύμμαχος των οχτρών της πίστης του. Αντί λοιπόν να πάει για το Μοριά όπως είχε σκοπό, γύρισε στην Άρτα, αποφασισμένος να χαλάσει τη συμμαχία με τους Σουλιώτες και τους Έλληνες.

Οι Έλληνες του Μεσολογγιού κατάλαβαν τότε τη μεγάλη γκάφα τους που τον είχαν αφήσει να ιδεί, όσα είχε ιδεί. Όλη η πολιτική που ως τώρα παίζανε, είχε τιναχτεί στον αέρα. Οι Αρβανίτες θα μάθαιναν απ’ τον αρχηγό τους την αλήθεια για τον αγώνα των Ελλήνων. Ο Βλαχόπουλος πρότεινε τότε να σκοτώσουν στο δρόμο του γυρισμού τον Ταχήρ Αμπάζη. Ήταν ο μόνος τρόπος να σωθεί η Ελληνο – Αρβανίτικη συμμαχία. Μα άλλοι – μαζί μ’ αυτούς και ο Αλέξη Νούτσος – δεν το βρήκανε σωστό. Αντί καλό, ίσως νάβγαινε κακό, κι’ η συμμαχία να διαλύουνταν πιο νωρίς ακόμα, παρά αν ο Ταχήρ γύριζε ζωντανός.

Σαν έφτασε ο Ταχήρ στην Ήπειρο, πήγε και βρήκε τον άλλο αρχηγό των Αρβανιτάδων, τον Άγο Μουχουρδάρη :

  • Είσαι Τούρκος ;
  • Γιατί με ρωτάς ; Τούρκος είμαι και Τούρκος θάμαι όσο ζώ.
  • Ε, άκου λοιπόν να σου πω τί είδα εκεί που πήγα. Και του τ’ ανιστόρησε όλα.
  • Θα εξακολουθούμε λοιπόν να προδίνουμε την πίστη μας και το σουλτάνο μας ;
  • Όχι βέβαια. Θα χαλάσουμε τη συμμαχία με τους Σουλιώτες και τους άλλους. Κι όχι μόνο αυτό, μα θα πέσουμε ξαφνικά πάνω τους και θα τους κόψουμε.

Ο Άγο Μουχουρδάρης  έμεινε σύμφωνος να χαλάσουν τη συμμαχία μα όχι και να χτυπήσουν τους Σουλιώτες, που τους θεωρούσε δικούς του ανθρώπους.

  • Ίσως να γελάστηκαν κι αυτοί από τους Έλληνες, όπως κι εμείς, τούπε.

Ο Ταχήρ δέχτηκε τη γνώμη του Μουχουρδάρη. Αποφασίζουν μετά να στείλουν ανθρώπους στο Χουρσίτ, να πέσουν στα πόδια του και να τον παρακαλέσουν να τους συχωρέσει για το κακό που κάμανε στην Τουρκιά. Να του εξηγήσουν πως είχαν γελαστεί, πως μετανοιώνουν πικρά, πως του δίνουν το λόγο τους νάναι από δω και πέρα πιστοί στο Ντοβλέτι, σαν αληθινοί Μουσουλμάνοι.

Φύγαν οι  άνθρωποί τους και πήγαν στο Χουρσίτ.” (συνεχίζεται…)(Πηγή : ΟΙ ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΣΟΥΛΙΩΤΕΣ, Γιάννης Μπενέκος, Αθήνα, 1958)

* Ο Ταχήρ Αμπάζης, από το Τεπελένι, ήταν επί πολλά χρόνια καπιμπουλούμπασης (πολιτάρχης) του Αλήπασα στα Γιάννενα, και είχε πάρει μέρος στην ιδιότυπη και λιγόζωη ελληνοαλβανική συμμαχία τον πρώτο χρόνο της επανάστασης, αλλά μετά πέρασε υπό τις διαταγές του Κιουταχή.

Στη φωτογραφία “Οι  υπογραφές  του Ταχήρ Αμπάζη και Άγο Μουχουρδάρη σε επιστολή των οπλαρχηγών Πέτας προς τον επίσκοπο Βονίτσης Δανιήλ στις 29 Οκτωβρίου 1821”. Διαβάζουμε :  “Εν επιστολή των οπλαρχηγών Πέτας, τω 1821, προς τον επίσκοπον Βονδίτζης Δανιήλ υπογράφουν: “Πέτα, 821: Οκτωβρίου 29 αγο μου: ταχήρ αμ: (1): γωγος  αγο μου χουρουντάρης πάζης…. κολας (Τ.Σ.) (Τ.Σ.) (Τ.Σ.)” [(1) Καθ΄ α αναφέρει ο συγγραφεύς η σφραγίς είναι τουρκιστί γεγραμμένη] (Πηγή : https://www.searchculture.gr/)

Δημοσιεύθηκε στη Ο Ξεσηκωμός κατά των Τούρκων | Σχολιάστε

Πάσχα στην Άρτα – 1960

Οικογένειες Χ. Μίντζα & Κ. Παπαποστόλη

Αριστερά : Αύρα Μίντζα, Δήμητρα Γιώτη – Παπαποστόλη, άγνωστη, Κων/να Μίντζα, Χρήστος Μίντζας, Απόστολος Παπαποστόλης, Χρυσάνθη Μίντζα.

Κάτω : Κων/νος Παπαποστόλης, Κων/να Καψάλα, άγνωστη, Κατερίνα Παπαποστόλη, Γεωργία Μίντζα (Δασκάλα). (Φωτο από αρχείο Κ. Μπανιά, Παρουσίαση των ονομάτων με τη βοήθεια της Αικατερίνης Παπαποστόλη)

Δημοσιεύθηκε στη Το Πάσχα στην Άρτα | Σχολιάστε

1950ς – Πάσχα στο Θεοδώριανα

Οι οικογένειες Μητρογιάννη, Πλεύρη & Τσιρογιάννη

Οι οικογένειες Μητρογιάννη, Πλεύρη και Τσιρογιάννη κάποιο Πάσχα στις αρχές του 1950 στα Θεοδώριανα. (Φωτο από αρχείο Ελένης Πλεύρη)

Δημοσιεύθηκε στη Το Πάσχα στην Άρτα | Σχολιάστε

1960 -Ταμπακιάδα

1960 – TΑΜΠΑΚΙΑΔΑ στη στροφή στο Καστράκι που τότε ήταν γιαλός του ποταμού. Αριστερά: Απόστολος Ζέρβας από τη Ζαβάκα που αργότερα δούλευε στο υποδηματοποιείο των Αδελφών Β.& Χ. Κουτσούμπα, Τάκης Κ. Νούλης – Ηλεκτρολόγος και  Κώστας Χ. Μπανιάς.

Πίσω : Κων/νος Γ. Βαδιβούλης – Φαρμακοποιός και Χαρίλαος Δασκάλου – πτυχιούχος Α.Σ.Ο.Ε.Ε. (Φωτο & Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)

Δημοσιεύθηκε στη Αρτινά Πρόσωπα και Παρέες | Σχολιάστε

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ μέσα από το βιβλίο του Γ. Μπενέκου «Οι Αληθινοί Σουλιώτες» (β’ μέρος)

“……Ο Χουρσίτ μόλις έμαθε το τί είχε γίνει στην Άρτα, έστειλε ασκέρια πολλά να βοηθήσουν τους Τούρκους της Άρτας, που είχαν κλειστεί στο κάστρο και στα μεγάλα σπίτια. Μόλις τόμαθε αυτό ο Μάρκος, πήρε μαζί του χίλιους Σουλιώτες – 650 ήταν στις αρχές….μα γλήγορα πληθύνανε! – και βγήκε όξω από την Άρτα να χτυπήσει τ’ ασκέρι του Χουρσίτ και να το σκορπίσει, μα δεν μπόρεσε. Κιντύνευαν τώρα οι Σουλιώτες να βρεθούν σε πολύ άσκημη θέση : να χτυπιούνται κι από μέσα από την πόλη κι απ’ όξω. Ζήτησαν βιαστικά βοήθεια απ’ όλους τους γνωστούς τους, παρακαλώντας τους να τρέξουν χωρίς καμιά αργοπορία, «κάνοντας τη νύχτα, μέρα. Όλοι οι άντρες να τρέξουν -γράφανε- επειδή κινδυνεύομεν όχι μόνο εμείς εδώ, αλλά και τα σπίτια μας και όλον το γένος να χαθή. Εντόπιοι, ξένοι, όλοι να έλθουν».(Δ. Κόκκινος)

Κανένας δεν πήγε να τους βοηθήσει. Κι όχι μόνον αυτό. Πάθανε κάτι πολύ χειρότερο : η συμμαχία με τους Αρβανίτες, έσπασε!

Ως τώρα είχαν καταφέρει οι Έλληνες να μην καταλάβουν οι Αρβανίτες το παιγνίδι που παίζονταν σχετικά με τον Αλή.

«Εμείς το πηγαίναμε σκεπασμένο, ότι δουλεύουμε διά τον Αλήπασα, τον αφέντη μας, να τον σώσωμε, ότι αδίκως τον κατατρέχει ο Σουλτάνος. Αυτά βγαίναμε να ελκύωμε τους Τούρκους Αρβανίτες, το κόμμα του Αλήπασα, να τους έχουμε φίλους αυτούς να μας βοηθήσουνε κι αυτήνοι, ότι είμαστε ολίγοι και οι Τούρκοι πλήθος….Μιλήσαμε να είναι αυτό το μυστήριο κρυφό και των ανθρώπων του Αλήπασα να τους λέμε συντρόφους διά το σωμό του Αλήπασα……Εγράψαμε και εις το Σούλι οπούταν του Αλήπασα ασκέρια, Αρβανίτες, σύμφωνα με τους Σουλιώτες, και λέγαμεν όλοι, ότι δουλεύωμεν να βγάλωμεν τον δίκαιον Αλήπασα»(Μακρυγιάννης).  

Οι Αληπασίζοντες λοιπόν Αρβανίτες πίστευαν πως οι Έλληνες πολεμούσαν για να λευτερωθή ο Αλής και ποτέ δεν τους πέρασε από το νου πως παλεύανε για δικούς τους σκοπούς, για τη δική τους λευτεριά κι ανεξαρτησία. Τόσο μάλιστα ήταν σίγουροι γι‘ αυτό, που άμα μαθαίνανε νίκες των Ελλήνων, δίνανε τα συχαρίκια τους στους Σουλιώτες.

Όμως λίγο -λίγο άρχισαν να μπαίνουν σ’ υποψίες. Μια απ’ τις αφορμές γι’ αυτό μας την ανιστοράει ο Μακρυγιάννης :

Οι Έλληνες του Μοριά είχαν αφήσει πολλούς Αρβανίτες – φίλους του Αλή- να φύγουν. Αρχηγός τους ήταν ο Ελμάζ Μέτζος. Σαν βγήκαν όμως από το Μοριά και φτάσανε προς το Βραχώρι και το Μακρυνόρος, «οι Έλληνες αφάνισαν τους περισσότερους δολερώς και κατεξοχή οι Βαλτινοί. Οι Τούρκοι, οι δυστυχισμένοι, έλπιζαν ότι μένουν πίσω, ότι ήταν νηστικοί και απόστασαν και αυτήνοι τους σκότωναν και τους γύμνωναν. Στην άκρη στο Μακρυνόρο, κοντά στο Κομπότι, είναι ένα ρέμα και εκεί μέσα επνίξανε πολλούς Τούρκους. Τους δέναν μίαν τριχιάν εις τον λαιμόν και τους τελείωναν και τους ρίχναν μέσα. Έναν δεν τον πνίξαν καλά και τον γύμνωσαν και τον άφησαν και φύγαν, ότι τελείωσαν την εργασίαν τους, τους ξέκαμαν όλους. Τότε ο μισοπνιμένος την νύχτα σηκώνεται γυμνός και έρχεται εις το Κομπότι. Είμασταν όλοι εκεί και ετοιμαζόμαστε νάρθουν κι από το Μεσολόγγι, Βραχώρι κι όλα αυτά τα μέρη και Ξηρόμερο και Βάλτο, να συναχτούμε οι οπλαρχηγοί από αυτά τα μέρη να πάμε να πολεμήσωμεν την Άρταν να την κυργέψωμε. Και τους προσμέναμεν εις το Κομπότι να συναχτούνε όλα τ’ ασκέρια. Ήταν εις το Κομπότι ο Ελμάζ Μέτζος και οι άλλοι αξιωματικοί Τούρκοι με τους ολίγους Τούρκους, οπού λαγάρισαν και πρόσμεναν τους αποσταμένους, όπου μείναν οπίσω – και δεν ξέραν οπού τους τελείωσαν εις τον πνιμό. Τα μεσάνυχτα πάγει ο πνιμένος κι ανταμώνει τον Ελμάζ και τους άλλους και τους λέγει όλη την υπόθεσιν  κι έρχονται εκεί οπούταν οι καπεταναίοι, ο Γώγος και οι άλλοι, οπούμασταν συνασμένοι να πάμε να βαρέσωμεν ένα χωριόν οπού τόλεγαν Νιοχώρι (ήταν πολλοί Τούρκοι εκεί). Τότε παρουσιάζουν οι Τούρκοι τον μισοπνιμένον και μολογάει αυτό το απάνθρωπο κάμωμα. Και την αυγή πήγαμε όλοι και είδαμεν το αμολόγητον κακόν. Τότε οι δυστυχείς αξιωματικοί Τούρκοι και όσοι μείναν, βάλαν τις φωνές και σ’ έπαιρνε η νίλα. Και είπαν : Θέ μου! Τί μας οργίστηκες εμάς τους δυστυχείς; Κι οι οχτροί μας μας σκοτώνουν κι οι φίλοι μας, οπού μας δίνουν τον λόγο της πίστης νάμαστε φίλοι, με την απιστιά, μας σκοτώνουν κρυφίως.

Εφαρμακωθήκαμεν όλοι, ούτε ήξερε κανείς από τους καπεταναίους αυτό, ούτε από μας. Τους παρηγορήσαμεν, όμως το καρφί τους έμεινε των Τούρκων». Μ’ όλα  αυτά η συμμαχία κρατούσε ακόμα κι όλοι μαζί – Έλληνες κι Αρβανίτες – χτύπησαν όπως είπαμε τους Τούρκους της Άρτας.” (συνεχίζεται…)

(Πηγή : ΟΙ ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΣΟΥΛΙΩΤΕΣ, Γιάννης Μπενέκος, Αθήνα, 1958)

Palace of the Vizier, Arta

Στο σκίτσο “Το σαράι  του Αλή πασά στην Άρτα”  που κάηκε στη Μάχη της Άρτας από τους Έλληνες, όπως το απαθανάτισε ο C. R. Cockerell κατά το πέρασμά του από την Άρτα το 1813. (Palace of the Vizier, Arta Graphite.  Πηγή : C. A. Hutton, ‘A Collection of Sketches by C. R. Cockerell, R. A.’, JHS 29 (1909), pp. 53-59 – The British Museum)

Δημοσιεύθηκε στη Ο Ξεσηκωμός κατά των Τούρκων | Σχολιάστε

H πλατεία Σκουφά την δεκαετία του ’50

Η πλατεία Σκουφά με φόντο την εκκλησία της Παρηγορήτισσας στα μέσα της δεκαετίας του 1950 σε φωτογραφία του Ολλανδού φωτογράφου Cas Oorthuys από το πέρασμά του από την Άρτα. Στη μέση της πλατείας δεσπόζει ο τεράστιος ευκάλυπτος και από κάτω είναι στιβαγμένες οι καρέκλες του κέντρου του Βίκτωρα Σακκά.

(Πηγή : https://www.nederlandsfotomuseum.nl/)

Δημοσιεύθηκε στη Οι Πλατείες | Σχολιάστε

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ μέσα από το βιβλίο του Γ. Μπενέκου «Οι Αληθινοί Σουλιώτες» (α’ μέρος)

“………..O Μάρκος με τους Σουλιώτες του τα πήγαιναν καλά με τους Αρβανίτες. Η συμμαχία που είχανε κάνει μαζί τους κρατούσε γερά.

Ο Αλής όμως βρίσκουνταν σε πολύ άσχημη θέση και τους ικέτευε να χτυπήσουν τ΄ασκέρια του Χουρσίτ για να μπορέσει αυτός να το σκάσει από το μέρος της λίμνης. Οι Αρβανίτες θέλανε να βοηθήσουν τον Αλή, μα οι Έλληνες με τα  γράμματά τους εξορκίζανε το Μάρκο «που είχε κιόλας τη δόξα των περισσότερων εκ των τελευταίων νικών των Σουλιωτών κατά των σουλτανικών στρατευμάτων» (Δ. Κόκκινος), να μη βοηθήσουν τον Αλή να βγεί από το Κάστρο.

Μα ο Μάρκος είχε αρχίσει από καιρό να βλέπει μακρυά και να βλέπει την υπόθεση του Σουλιού δεμένη αξεχώριστα από την Επανάσταση. Πριν από λίγες μέρες, για να δώσει το παράδειγμα της συμφιλίωσης και της αφοσίωσης στο μεγάλο Αγώνα για τη λευτεριά είχε πάει στο Πέτα κι είχε συμφιλιωθεί με το φονιά του πατέρα του, το Γώγο Μπακόλα. « Ο ευγενής Σουλιώτης, αποφασισμένος να τα προσφέρει όλα πια για τον αγώνα της λευτεριάς, αποφάσισε να δώσει το χέρι σε κείνον που ήταν τώρα αγωνιστής σαν κι αυτόν κάτου από την ίδια ιερή σημαία – το Γώγο Μπακόλα- κι ας είχε ορκιστεί ενάντιά του εκδίκηση θανάτου» (Δ. Κόκκινος). Η συμφιλίωση γίνηκε μπροστά σε πολλά παληκάρια και καπεταναίους. Σήκωσε μια πέτρα ο Μάρκος, την άφησε να πέσει κατά γης κι είπε στο Μπακόλα : – Κάτου απ’ αυτή την πέτρα θάβω το μίσος μου. Από σήμερα εσένα έχω πατέρα μου…Και του φίλησε το χέρι.

Ο Μπακόλας τον είπε “παιδί” του και τον φίλησε κι αυτός. «Και τώρα να τηράξωμεν το έργο τούτο» λέει στο τέλος ο Μάρκος, εννοώντας τον Αγώνα που είχαν μπροστά τους. Ήξερε λοιπόν καλά τώρα τί έπρεπε να κάμει. «Ενεργητικός, αποφασιστικός, γενναίος, γοργός στη σκέψη και στην εκτέλεση, είχε γίνει η ψυχή του αγώνα της Ηπείρου» κι ο αγώνας αυτός έπαιρνε πια νόημα βαθύ και μεγάλο. Αν έβγαινε ο Αλής από το Κάστρο, καμιά ωφέλεια δε θάχε η Επανάσταση κι αν ακόμα ο Αλής κατάφερνε, όπως έλεγε, να διώξει τους Τούρκους, γιατί θα χρειάζουνταν καινούργοι αγώνες για να διώξουν αυτόν.

Αντί λοιπόν οι Σουλιώτες να πάνε να χτυπήσουν τ’ ασκέρια του Χουρσίτ  που πολιορκούσε τον Αλή στα Γιάννενα, αποφάσισαν να χτυπήσουν την Άρτα. Με τους συμμάχους τους Αρβανίτες και με τους Αιτωλοακαρνάνες συννενοήθηκαν χωρίς μεγάλη δυσκολία. Πλούσιος κόσμος ζούσε στην Άρτα. Θα μπορούσαν να κάμουν και ….λίγο πλιάτσικο.

Έγραφε ο Νότης Μπότσαρης στους Αρτινούς :

Ρακί, κρασί να στείλουν, τζαρούχια και κεριά

Κι’ ανίσως δεν τα στείλουν, θα κάμουν λιμουριά.

«Αλλοιώς να μη φερθήτε, εσείς οι Αρτινοί,

τί θα λιμουργιαχθήτε, θα μείνετε γυμνοί».(Αν. Γούδας)

Οι πασάδες της Άρτας κάτι είχαν μυριστεί κι είχαν αρχίσει να παίρνουν τα μέτρα τους. Τον Οχτώβρη του 1821 έγραφε ο Μάρκος στο Βαρνακιώτη ¨

«Οι πασάδες της Άρτας διώχνουν τις φαμίλιες τις τούρκικες κι οβρέικες και τις στέλνουν στην Πρέβεζα».

Στις 12 του Νοέμβρη 1821 οι Σουλιώτες με τους συμμάχους τους βρίσκουνταν κιόλας στα Μαράτι, θέση κοντά στο ποτάμι της Άρτας, τον Άραχτο. Μαζί με το Μάρκο είχαν έρθει για το γιουρούσι κατά της Άρτας κι άλλοι Σουλιώτες αρχηγοί : ο θείος του ο Νότης, ο Νικόλα Τζαβέλλας, ο Φωτομάρας, ο Δράκος, ο Βέικος. Οι Τούρκοι βγήκαν από την Άρτα για να τους χτυπήσουν. Ο Μάρκος μαζί με τον Καραϊσκάκη κλεισμένοι σ’ ένα τζαμί, χτυπούσαν από κει. Όλοι οι άλλοι Σουλιώτες, κάπου εξακόσοι πενήντα, μέναν ακούνητοι στις θέσεις τους. Το ίδιο κι οι Αρβανίτες. Οι Αιτωλο-ακαρνάνες δεν είχαν έρθει ακόμα. Οι Τούρκοι σταμάτησαν τα γιουρούσια και γύρισαν στην Άρτα. Από κει χτυπούσαν με τα κανόνια τους μα και πάλι τίποτα δεν κάμανε.

Ο Μάρκος με τον Καραϊσκάκη πήραν τρακόσια παληκάρια και πήγαν να πιάσουν τους Μύλους, όξω από την Άρτα. Τους ρίχτηκε πλήθος Τουρκιά. «Λέγω εις τους αναγνώστες μου, μα την πατρίδα, οι τρακόσοι αυτήνοι δεν ήταν άνθρωποι, ήταν αητοί στα ποδάρια και λιοντάρια εις την καρδιά. Ένα ντουφέκι ρίξαν εις τους Τούρκους και βγάλανε τα σπαθιά και τους αφάνισαν και τους έμπασαν μέσα εις την χώρα» (Μακρυγιάννης).

Στο μεταξύ φτάσανε κι οι Αιτωλο-ακαρνάνες καπεταναίοι, Βαρνακιώτης, Ίσκος, Μακρής, Κουταλίδας και Μπακόλας με τα παληκάρια τους, ανταμώθηκαν με τους Σουλιώτες κι Αρβανίτες κι όλοι μαζί άρχισαν να χτυπάνε τους Τούρκους, που βρίσκουνταν όξω και γύρου από την Άρτα και τους ανάγκασαν να κλειστούν μέσα στην πόλη. Στις 17 του Νοέμβρη κάμανε μεγάλο γιουρούσι από τέσσερες μεριές και μπήκαν μέσα στην πόλη. Βάλανε φωτιά στο σαράι και σε πολλά σπίτια κι άρχισαν το πλιάτσικο. Οι Τούρκοι της Άρτας τρέξανε να κρυφτούν στο κάστρο κι άλλοι στα πιο γερά και καλοχτισμένα σπίτια.

Οι Σουλιώτες τρυπούσαν τους τοίχους, μπένανε μέσα και κυνηγούσαν τους Τούρκους από σπίτι σε σπίτι, χωρίς όμως και να …πολυβιάζονται. Έπρεπε να πλιατσικολογούν κιόλας. «Εχρονοτρίβουν λεηλατούντες», γράφει ο Περραιβός στα «Πολεμικά του Απομνημονεύματα».

Σε λίγο όλη η Άρτα, οξόν από το κάστρο και λίγα σπίτια, βρίσκουνταν στα χέρια των νικητών, που αντίς να σιγουρέψουν τη νίκη τους, το ρίξανε, καθώς είπαμε, στο πλιατσικολόγημα.

Είναι αλήθεια πως οι αρχηγοί παλεύανε να μποδίσουν το πλιάτσικο, μα χωρίς αποτέλεσμα. Λίγοι που τους άκουσαν, μετάνοιωσαν την άλλη μέρα και τους κάνανε φριχτά παράπονα. Απαντούσαν οι αρχηγοί ¨

«Διατί χολιάσατε, ότι σας είπαμε να πάτε στα πόστα σας; Να σας ειπούμεν την αιτίαν. Εμείς είμαστε τόσες μέρες νηστικοί και άγρυπνοι. Τώρα ηύραμε φαγί, κρασί και θα φάτε καλά και θα μεθύσετε. Κι αποσταμένοι έρχονταν οι Τούρκοι, σας βρίσκαν σ’ αυτήνη την κατάσταση, σας αφάνιζαν» (Μακρυγιάννης)

Οι πολλοί όμως δεν άκουγαν κανένα. Πλιατσικολογούσαν άγρια δικαίους και αδίκους, Τούρκους, χριστιανούς κι Οβραίους. Γράφει ο Μακρυγιάννης : «Όταν μπήκαμεν εις την Άρτα είμαστε τέσσερες χιλιάδες. Ύστερα , διά να γυμνώσωμεν τους δυστυχείς Αρτινούς, γινήκαμε περίπου από δέκα……….Και γυμνώσαμεν όλους τους καημένους και τους αφήσαμε δυστυχείς». (Πηγή : ΟΙ ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΣΟΥΛΙΩΤΕΣ, Γιάννης Μπενέκος, Αθήνα, 1958)

Στον πίνακα «A Souliote Warrior» by John Frederick Lewis*, The Indianapolis Museum of Art.

*Ο John Frederick Lewis RA (1804–1876) ήταν Άγγλος οριενταλιστής ζωγράφος. Ειδικεύτηκε σε ανατολίτικες και μεσογειακές σκηνές σε λεπτομερή ακουαρέλα ή λάδια, επαναλαμβάνοντας πολύ συχνά την ίδια σύνθεση σε μια εκδοχή σε κάθε μέσο. Έζησε για αρκετά χρόνια σε μια παραδοσιακή έπαυλη στο Κάιρο. Τον Ιούλιο του 1840 ο Λιούις ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη μέσω Αλβανίας, Κέρκυρας και Αθήνας, επιστρέφοντας στο Κάιρο το 1841 όπου παρέμεινε για δέκα χρόνια. Φαίνεται ότι βρήκε αρκετούς Σουλιώτες πολεμιστές για να του ποζάρουν, πιθανότατα όταν επισκέφτηκε την Κέρκυρα το 1840. Οι Σουλιώτες  ήταν πολύ γνωστοί στους Βρετανούς φιλότεχνους τη δεκαετία του 1840 για την αντίστασή τους ενάντια στην Οθωμανική κυριαρχία και τη συμμετοχή τους στον Ελληνικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας.

Δημοσιεύθηκε στη Ο Ξεσηκωμός κατά των Τούρκων | Σχολιάστε

1964 – Πάσχα στα Δαφνέικα, Συνοικία πίσω από την Παρηγορήτισσα, στην οικία Λακιώτη.

Αριστερά : Απόστολος Ζυγούρης (Μουσικός ), Απόστολος Κ. Παπαποστόλης, Χαρίλαος Σερβετάς, Κώστας Απ. Ζυγούρης, Χρήστος Ζυγούρης (Νομικός), Θέμις Απ. Ζυγούρη, Κική Ζυγούρη, Πηνελόπη Ζυγούρη – Τσαμπά και τα δυό παιδιά της Λαμπρινή Τσαμπά – Σερβετά & Χαρίλαος Τσαμπάς (Άσσος του Ολυμπιακού). (Φωτο από αρχείο Λαμπρινής Τσαμπά , Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)

Δημοσιεύθηκε στη Το Πάσχα στην Άρτα | Σχολιάστε

1960 – Πάσχα στην οδό Ανεμομύλων 50….

Αριστερά Γρηγόρης Κων. Μπανιάς, 3η στη σειρά η σύζυγός του Θεανώ με το μωρό Χρήστο στην αγκαλιά, Όλγα Παπαγιάννη, σύζυγος Σεραφείμ Καρακώστα, τα παιδιά της Ιωάννης, Δέσπω, Ντίνα, Κική, Βούλα. Προτελευταία Τασούλα Γρ. Μπανιά. (Φωτο από αρχείο Τασούλας Γ. Μπανιά, Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)

Δημοσιεύθηκε στη Το Πάσχα στην Άρτα | Σχολιάστε