Ο ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ Γ.ΜΠΑΛΑΤΣΟΥΚΑΣ

——————————-
Η σύσταση των Ελληνικών Ταχυδρομείων έγινε σχεδόν αμέσως μετά την επανάσταση του 1821 και την απελευθέρωση της χώρας από την τουρκοκρατία. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1828, ο Κυβερνήτης της Ελλάδας Ιωάννης Καποδίστριας υπογράφει ψήφισμα «Περί συστάσεως τακτικής ταχυδρομικής συγκοινωνίας», ιδρύοντας το «Γενικόν Ταχυδρομείον».
Στην Αθήνα ο ταχυδρόμος, ερχόμενος από το Ναύπλιο, την τότε πρωτεύουσα, «ανήρχετο επί βαρελίου, αναγιγνώσκων εις επήκοον των συγκεντρωμένων κατοίκων τας επί των επιστολών διευθύνσεις. Εν περιπτώσει καθ’ ην δεν εμφανίζοντο οι αποδέκται, αι επιστολαί εκαίοντο επιτόπου».
Μέχρι τη δεκαετία του ’60, τότε που η επικοινωνία μεταξύ πόλεων και χωριών ήταν ακόμα πολύ δύσκολη, και το χειμώνα με τις κακοκαιρίες σχεδόν αδύνατη, σπουδαίο ρόλο έπαιξαν οι αγροτικοί ταχυδρόμοι.
Αγγελιοφόρος, κομιστής μηνυμάτων, ευχάριστων ή δυσάρεστων, ο ταχυδρομικός διανομέας, και δη ο αγροτικός, αποτελούσε επί δεκαετίες ένα πρόσωπο αγαπητό στην ελληνική ύπαιθρο. Εχέμυθος και συνεπής, είχε άμεση επαφή με τον κόσμο και πολλές φορές συναισθηματικό δεσμό με οικογένειες που επισκέπτονταν συχνά.
Ένας από τους αγροτικούς ταχυδρόμους που υπηρετούσε στο γραφείο ΤΤΤ Βουργαρελίου κι εκτελούσε για πολλά χρόνια το δρομολόγιο Βουργαρέλι – Θεοδώριανα ήταν ο Γ. Μπαλατσούκας. Με την είσοδο στο χωριό έκανε πάντα γνωστή την παρουσία του με την μπρούτζινη τρομπέτα του. Γράφει ο Πέτρος Σκουτέλας «……Ο αείμνηστος Βουργαρελιώτης Γιώργος Μπαλατσούκας ως αγροτικός ταχυδρόμος δεν είχε αφήσει δρομολόγιο ανεκτέλεστο και μ’ όποιες καιρικές συνθήκες επικρατούσαν στο βουνίσιο πέρασμα του «Σταυρού». Θυμάμαι μια Γεναριάτικη μέρα του 1940, που ήταν μπόλικο χιόνι μέσα στο χωριό, δεν περίμενε κανένας να’ρθει ο ταχυδρόμος εκείνη τη μέρα. Αυτός ξεκάμπισε στην πλατεία με μια «τράια» κάπα και την κατσιούλα γυρισμένη προς τα πίσω. Τα μαλλιά του ανάκατα και βρεγμένα απ’ το λιωμένο χιόνι, μια μεγάλη δερμάτινη τσάντα κρεμασμένη απ’ τον ώμο χιαστί στην πλάτη, μια μακριά σιδηρόκλιτσα στόνα χέρι κι ένα ζευγάρι κλάπες κρεμασμένες στη μέση. Ροδοκόκκινος , τον χαιρετούσαν με θαυμασμό όλοι όρθιοι στο μαγαζί.» (Πηγή σχολίου και φωτογραφίας το βιβλίο ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΒΙΩΜΑΤΑ, Π. Σκουτέλας, Αθήνα, 2006)

Στη φωτογραφία του 1967, ο ταχυδρόμος Γ. Μπαλατσούκας γυρίζει από δρομολόγιο στο χωριό Τετράκωμο.Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη λίγο πιο κάτω από το Νεκροταφείο του Αθαμανίου.

Δημοσιεύθηκε στη Λαογραφικά και άλλα | Σχολιάστε

1972 : ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ, 4η θέση, Β’ Εθνική

(Φωτο & παρουσίαση Κ. Μπανιάς)

Δημοσιεύθηκε στη Η ομάδα της Αναγέννησης | Σχολιάστε

 Οικογένεια Γεωργίου Χρ. Κουτσούμπα….

1922, Μελισσουργοί : Οικογένεια Γεωργίου Χρ. Κουτσούμπα & Κυριακούλας Αντ. Παππά.
Δεξιά : Χρήστος & Βασίλης (Δίδυμα), Δήμητρα, σύζυγος Αποστόλη Τραχανά και Αλεξάνδρα Μπανιά.
Ο Γ. Κουτσούμπας ήταν πρόεδρος στους Μελισσουργούς το διάστημα 1932-36. Εμπνευστής της κατασκευής της Γέφυρας της Κοφδερίδας.
(Φωτο & σχόλιο Κ. Μπανιάς)

Δημοσιεύθηκε στη Αρτινές Οικογένειες | Σχολιάστε

ΠΟΙΜΕΝΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ – Ο ΚΟΥΡΟΣ

—————————-
Κούρος (ό). Τό κούρεμα των προβάτων δηλοί ή λέξις. Είναι ό κυρίως κούρος. Κατά Μάϊον ή Ιούνιον μέ την έναρξιν τού ξηρού θέρους (πιάνει τό κάμα), τά ποιμενικά ζώα, πρόβατα καί γίδια, θέλουν κούρεμα. ’Έχει όμως προηγηθή, ήδη από τά χειμαδιά, τό κ ο υ λ ο υ κ ο ύ ρ ι σ μ α, ήτοι τό κούρεμα των μαλλιών, πού ευρίσκονται εις την κοιλιάν, τά πισινά καί τά πόδια. Κουλουκούρισμα γίνεται μόνον είς τά πρόβατα, τά γίδια τά κουρεύουν μια καί καλή. Ό κούρος γίνεται μέ τήν βοήθειαν τού π ρ α τ ο ψ ά λ ι δ ο υ (προβατοψαλίδος) από τούς κουρευτάδες, πού είναι οί ίδιοι οί τσοπάνηδες. Πιάνουν τό ζώον. τό άνασκελώνουν καί αρχίζουν τό κούρεμα άπό εκεί πού έχει μείνει τό κουλουκούρισμα. Τελειώνων τό κούρεμα ό τσοπάνης, κτυπά τό ζώον μέ τό ψαλλίδι καί τό απολύει μέ τήν ευχήν «νά μή βασκαθής». Αποφεύγουν νά αρχίσουν τον κούρο Τρίτην ή Παρασκευήν. Τό Σάββατον δεν είναι δυσμενές αλλά δεν αρχίζουν πάντως τήν ημέραν αυτήν διότι ακολουθεί ή Κυριακή, ημέρα αργίας. ’Έτσι αρχίζουν κατά προτίμησιν Δευτέραν. Εις περίπτωσην όμως εμποδίου ό κούρος ήμπορεί νά άρχίση Τετάρτην ή Πέμπτην. Προσέχουν επίσης πολύ, τήν στιγμήν κατά τήν οποίαν θά πέση ή πρώτη ψαλιδιά, νά είναι ό ουρανός ξάστερος. “Αν ύπάρχη κανένα συννεφάκι διαβατάρικο, περιμένουν νά περάση καί έπειτα αρχίζουν. ’Ακόμη περισσότερον όμως φοβούνται τήν βασκανίαν. Για τούτο ό κούρος γίνεται κάπου απόμερα, μακράν άπό τον συχναζόμενον δρόμον και γενικώς εις μέρος μάλλον απόκρυφον. Τά έκ τής κουράς προκύπτοντα μαλλιά, συσσωρεύονται εις «ποκάρια» τουτέστιν εις σωρούς σφαιρικούς, σχηματίζουν φορτώματα καί μεταφέρονται προς άποθήκευσιν. ’Αποθηκεύονται είτε είς κατώγια, άν ό τσοπάνος είναι χωρικός, είτε σε κανένα γ ρ α σ ε ρ ό σπήλαιον άν ό τσοπάνος είναι σκηνίτης. ’Ενδιαφέρει ή αποθήκη νά είναι υγρά για νά πάρουν βάρος τά μαλλιά, διότι μέ τό βάρος πωλούνται.
Γιά τον κούρο των γιδιών, τον γ ι δ ό κ ο υ ρ ο, δέν είναι αρκετόν έργαλείον ένα ψαλίδι. Χρειάζεται ακόμη και ή γ ι δ ο κ ο υ ρ ε ύ τ ρ α άνευ τής οποίας δεν είναι δυνατόν νά πειθαναγκασθή το γίδι νά δεχθή ψαλίδι. Ή γιδοκουρεύτρα είναι τεμάχιον ξύλου πού έχει μήκος ίσον μέ τό ανάστημα τής γίδας. Τό κάτω άκρον του είναι οξύ και μπήγεται στο έδαφος στερεώς, τό άνω άκρον απολήγει εις διχάλαν. Μέσα εις αυτήν την διχάλαν τοποθετείται ή κεφαλή του ζώου χωρίς νά είναι δυνατόν νά μετακινήται, διότι τά δύο άκρα της ένώνονται μέ μίαν βέργαν ξυλίνην ή οποία διέρχεται διά μέσου των οπών τάς οποίας φέρουν άντικρυστά τά τσαρπόλια τής διχάλας. Καί ενώ έτσι μαγκωμένον τό ζώον τρέμει άπό τον φόβον του ενώπιον τού αγνώστου, οι κουρευτάδες μέ τό τ ρ α ο ψ ά λ ι δ ο αρχίζουν ψαλιδίζοντας από τά κωλομέρια καί προχωρούν προς τά πλευρά καί τήν ράχιν. Πίπτουν επί τού εδάφους τά μαλλιά, λάγια, κανούτα, καστανά, ψαριά κλπ αλλά δέν σχηματίζουν ποκάρι. Είναι τρίχες μοναχές τις όποιες μαζεύει καί στοιβάζει σέ σάκκους ή τσοπάνισσα. Τό κορμί τού ζώου γίνεται ψαλιδιές, ψαλιδιές, μιά αηδία νά τό βλέπης. Λέγουν: «σάν κουρεμένο γίδι» έμπαικτικώς, Ιδία γιά τους νεοσυλλέκτους. Θέλουν νά πούν ότι καί ή λέξη «κορόϊδο» σημαίνει εν κυριολεξία «κουρόγιδο».
Γιά τούς τσοπάνηδες καί έν γένει γιά τον κτηνοτροφικόν κόσμον ή φράση «σ το ν κ ο ύ ρ ο» είναι χρονικός προσδιορισμός. Ό κούρος είναι μιά περίοδος τών κτηνοτροφικών εργασιών από τάς σημαντικωτέρας καί πολυασχολωτέρας διότι κατ’ αυτήν συντελείται ή άπόληψις ενός έκ τών κυριωτέρων προϊόντων τής κτηνοτροφικής παραγωγής. Τά άλλα προϊόντα είναι τό γάλα (τυρί) καί ό γέννος. ”Ωστε άπό άπόψεως ασχολίας αν ό γεωργός ήμπορή νά είπη σπορά – θέρος – τρύγος, πόλεμος, ό τσοπάνης μπορεί επίσης νά είπη, γέννος – κούρος – τυροκόμιση, πόλεμος.
Παροιμίες. «Πού γροίκαε κούρευε, δέν κωλοκούριζε», λεγομένη δι’ εκείνον ό όποιος ήμπορεί νά εκτίμηση κατ’ αξίαν.
«Στον κούρο» ή «θά τά πάρης στον κούρο», επί χρέους ή ύποσχέσεως φερεγγυότητος.
«Τον κουρεύουν» συνώνυμο προς τήν «τον μαδούν», τού τρώγουν χρήματα έναντι εύτελών ανταλλαγμάτων.
Κατά μεταφοράν λέγουν «κουρεύουν τά μελίσσια», ήτοι μελισσοκομούν.
(Πηγή : ΔΑΣΙΚΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ, Π.Γρίσπου, Ηπειρωτική Εστία, τχ 217-218,1970)

Στη φωτογραφία “Κούρεμα προβάτων” ( Η φωτο δημοσιεύτηκε από τον κ. Αλέξανδρο Καχριμάνη στο facebook)

Δημοσιεύθηκε στη Ποιμενική Ζωή | Σχολιάστε

ΑΝΕΒΑΙΝΟΥΝ ΣΤΑ ΤΖΟΥΜΕΡΚΑ ΟΙ ΤΣΕΛΙΓΚΑΔΕΣ – ΣΤΑ ΜΕΛΙΣΣΟΥΡΓΙΩΤΙΚΑ ΛΙΒΑΔΙΑ

—————————
“……Βορειότερα απ’ τους γκρεμούς της Μεγάλης Σάρας, απέναντι από το χωριό των Μελισσουργών, τον Αύγουστο του 1997 άφησε την τελευταία του πνοή μέσα σε φριχτούς πόνους, γκρεμοτσακισμένος στο βάθος αβυσσαλέας χαράδρας, ο πενηντατριάχρονος αιγοβοσκός Γιάννης Σκέντος, ένας δεινός περπατάρης των γκρεμών της Πίνδου.Τον άτυχο Γιάννη Σκέντο τον έκλαψαν οι ραχούλες όλες, τον θρήνησαν οι πηγές, τον μοιρολόγησαν τα δέκα τζομπανόσκυλά του, μαυροφόρεσαν για χάρη του τα τετρακόσια γίδια του και λυποκρατούν ακόμα για το χαμό του όλες οι πλαγιές, τα ξάγναντα και οι κορυφές της Πίνδου που τον είχαν συντροφιά, στολίδι και καμάρι τους.
Τα πρόβατα αρμαθιάζονται πίσω από τον αδελφό μου ιχνηλατώντας το μονοπάτι όπου τα άγρια στοιχεία της φύσης έχουν αφήσει αδρά τα σημάδια τους : νεροφαγιές, καθίσματα του τόπου, σωρούς από πέτρες, κορμούς από κέδρους και μεράτζες.»Μετά φόβου γιδιών» φτάνουμε στα Λιβάδια. Το τοπωνύμιο αποδίδει την ουσία. Τα Λιβάδια τα Μελισσουργιώτικα είναι λάκκες πεντακάθαρες, «κρατημένες με πεζούλες», αφού σπέρνονταν μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Απλώνονται αμφιθεατρικά στα ριζά της Ρούιστας και ως χαμήλωμα είναι πνιγμένες στα χορτάρια. Τα πρόβατα ανοίγουν αγάλια-αγάλια στην απλωσιά κι όπως είναι νηστικά, αρχίζουν να τρυγούν λαίμαργα τη χλόη. Το γοργό λάλημα των κουδουνιών σημαίνει πως τα πρόβατα βρήκαν χορτάρι άφθονο. Τ’ αφήνουμε λίγο να πάρουν «μια κοιλιά», ν’ αποκτήσουν δυνάμεις για να βγάλουν την ανηφόρα για το Σταυρό. Βέβαια ο Σπύρος κι εγώ στεκόμαστε όρθιοι επιτηρώντας να μην απλώσουν πέρα ως πέρα στα Λιβάδια, γιατί κάποιες Μελισσουργιώτικες ομάδες θα ξεκαλοκαιριάσουν εδώ τα κοπάδια τους. Δεν είναι πρέπον να τους «χαλάσουμε τη βοσκή». Σύμφωνα με το ποιμενικό δίκαιο «δεν κάνει», δεν επιτρέπεται…….”
(Πηγή : Άρθρο του Ν. Καρατζένη με τίτλο Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΝΟΜΑΔΩΝ ΣΤΙΣ ΒΟΥΝΟΚΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ, Ηπειρωτική Εταιρεία, τχ. 293, 2005)

Στη φωτογραφία “Τα πρόβατα αρμαθιάζονται και κάθε κοπάδι πάει στη δική του στάνη”
(Φωτο του Κ. Μπαλάφα από το Λεύκωμα ΗΠΕΙΡΟΣ, Αθήνα, 2003) 

Δημοσιεύθηκε στη Ποιμενική Ζωή | Σχολιάστε

Οικογένεια Χρήστου Παπακώστα…..

1928 : Ο Λοχαγός πεζικού και ήρωας του ’40 Χρήστος Παπακώστας σε αναμνηστική φωτογραφία με τη σύζυγό του, εγκυμονούσα στο πρώτο τους παιδί.
(Πηγή : Αρχείο Οικογένειας Παπακώστα)

Δημοσιεύθηκε στη Αρτινές Οικογένειες | Σχολιάστε

Η ΣΚΕΠΗ (ΤΣΙΑΤΗ)

——————-
“Στήν κορφή τού τοίχου, έκεί όπου στηρίζεται ή σκεπή ( «τσιατή»), υπάρχει μιά πέτρινη προεξοχή, ή «γρεπίδα». Γιά νά γίνουν τά οικήματα άντισεισμικά, έντός τοϋ τοίχου τοποθετούν τά «ξυλοδέματα» (ξύλινες σκάλες έπί τών όποιων χτίζουν καί καλύπτουν όλόκληρη τήν έπάνω έπιφάνεια τοϋ τοίχου).
Στις τέσσερες γωνίες, πάνω άπό τό τελευταίο «ξυλόδεμα» τοποθετούν τέσσερα φιαλίδια πλήρη αγιάσματος. Όταν τελείωνε ό τοίχος οί τεχνίτες κατασκεύαζον τήν «τσιατή». «Ρίχνουν τις γρεντιές, καρφώνουν τις τέσσερες μαχές, τά ψαλίδια, τά πέταυρα και πάνω σ’ αύτά βάζουν τις πλάκες. Οί γρεντιές πρέπει νά είναι μονές γιά νά ζούν οί νοικοκυραϊοι, Όταν «γίνονταν ή τσιατή οί φίλοι, οί συγγενείς καί οί γειτόνες, τοϋ νοικοκύρη, γιά νά ευχαριστήσουν τούς μαστόρους τούς πήγαιναν δώρα διάφορα φαγουλάτα, κάλτσες, μαντήλια και πετσέτες»”. (Πηγή : ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΞΗΡΟΒΟΥΝΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ, Σ. Γεωργούλας, Ηπειρωτική Εστία, τχ.177-78, 1967)

Στη φωτογραφία “Σκεπές” ((Φωτο του Κ. Μπαλάφα από το Λεύκωμα ΗΠΕΙΡΟΣ, Αθήνα, 2003) 

Δημοσιεύθηκε στη Η Αρχιτεκτονική στην Άρτα και την γύρω περιοχή | Σχολιάστε

Ο ΛΕΛΕΚΑΣ

————
“Παντού άλλού τόν λένε «πελαργό ή λελέκι». Στην Ήπειρο όμως τόν θέλουν «λέλεκα» (πληθ. λελεκάδες). Και τόν λένε έτσι, γιατί ή λέξις αύτή έχει καί κάτι τό μεγεθυντικό καί…… ψηλοπόδαρο μέσα της. “Εναν πολύ ψηλό και «τσακνοπόδαρο» άντρα, δέ λες τίποτε, άν τόν πής πελαργό ή λελέκι. Άλλά άμα τόν πής «λέλεκα» έχεις μεγάλη επιτυχία………….
Διάβασα κάπου ότι πρό τής έπαναστάσεως τοΰ 1821 υπήρχαν λελέκια καί στήν ‘Αθήνα. Τό πιστεύω γιατί ό λέλεκας προστατεύεται άπό τούς Τούρκους και είναι φιλότουρκο πουλί. Έπί τουρκοκρατίας και στά Γιάννενα διάλεγε τά τούρκικα σπίτια γιά νά κτίση φωληά. Είχε δέ τέτοια νοημοσύνη και ήμποροΰσε και καταλάβαινε ποιοί τόν επροστάτευαν καί ποιοί όχι, ώστε όταν ήταν μπερδεμένα τά σπίτια, κι’ αύτό συνέβαινε στις παρυφές τής τουρκικής μέ τις χριστιανικές συνοικίες, τά κατάφερνε και έχτιζε τή φωληά του πάντα σέ τούρκικο σπίτι. ’Αλλά ήρθαν και χρόνια δύσκολα γιά τό λέλεκα. Μετά τήν άπελευθέρωσι τό πένθος και ό άφανισμός, πού έπεσε στις δεκοχτούρες, – ένα ώραΐο οΐκόσιτο σχεδόν πουλί, πού προστατευόταν άπό τούς Τούρκους τό ίδιο, όπως κι ό λέλεκας – λίγο έλειψε νά άπλωθή και στούς καημένους τούς λελεκάδες. Είμαστε απολίτιστοι άκόμα, είμαστε άγριοι, τί τά θέλετε! Γιά τό σκοτωμό εχρησιμοποιούντο, όπως θυμάμαι, όχι κυνηγετικά, αλλά πολεμικά όπλα (μάνλιχερ Ελληνικά καί μάουζερ, λάφυρα τουρκικά), γιατί οί δεκοχτούρες ήμερωμένες άπό τίς οίδε πόσους αιώνες κάθονταν στις καρυδιές και τά άλλα δένδρα, καθώς και στις καπνοδόχες τών Γιαννίνων αμέριμνες και ήταν έτσι εύκολος στόχος.
Οί Γιαννιώτες τόν αγαπούν τό λέλεκα ανέκαθεν. ’Αλλά τή χρονιά έκείνη, κινδύνεψε άπό τούς μπαρουτοκαπνισμένους στρατιώτες τών πρώτων ήμερών, πού το θεωρούσαν πουλί τών Τούρκων και προ παντός άπό τούς Πελοποννησίους στρατιώτες, γιατί αυτοί γιά πρώτη φορά έβλεπαν τέτοιο μεγάλο άγριο πουλί τόσο κοντά τους και ή θέα τούς έβανε σέ πειρασμό. Ό λέλεκας πιο κάτω άπό τή Θεσσαλία και τήν περιοχή τής Λαμίας δε ζυγώνει. Γιατί έχει καλή μνήμη και θά θυμάται τήν υποδοχή, πού θά τοΰ έχουν κάνει άλλες φορές στήν ’Αττική και στήν Πελοπόννησο.
Καί ό Γρανίτσας γράφει γιά τό λέλεκα πώς ήταν φιλότουρκο πουλί. «Μίαν η δύο εβδομάδας, άφοΰ έπεσαν τά Γιάννινα, γράφει, ή πρώτη επιτροπή τών Τούρκων, πού έγινε, καί τό πρώτο παράπονο πού έκαμε, ήτο γιά τούς πυροβολισμούς κατά τών λελεκιών. Και όταν τά βράδυα ό Χότζας έκαλοΰσε τούς πιστούς είς δέησιν άπό τοΰ υψους τοΰ μιναρέ καί τά λελέκια τόν συνώδευαν άπό τις στέγες μέ τά πένθιμα εκείνα κροταλίσματα τοΰ ράμφους των, έφαίνοντο σαν νά έκαναν ένα παράπονο στόν ’Αλλάχ.
«’Έφυγες Περγαμπέρ (Προφήτα) άπό τό Μεσολόγγι, πήγαμε στήν ’’Αρτα, ήρθαμε στά Γιάννινα. ’Από εδώ όμως πολύ μακρυά μας έφυγες… Ποΰ να σέ φτάσουμε…»
’Αλλά και γιά τούς χριστιανούς ήταν φιλότουρκο πουλί. Γι ’ αύτό τήν προδοσία κατά τοΰ Γρίβα, όταν έφθασε στό Κουτσελιό στά 1854, ό ήπειρώτης τραγουδιστής τήν αποδίδει στό λελέκι:
«Ό Ντελή Γρίβας έπιασε του Κουτσελιού τά σπίτια
Kι’ είχε μαζί του μοναχά τρακόσα παλληκάρια.
Σαν τό’ μαθε ό Άλή Πασας (ένα λελέκι τό ‘πε)
έβγήκε άπό τά Γιάννινα, νύχτα βαθύ σκοτάδι
Κι’ έπήγε κι’ έξημέρωσε στού Κουτσελιού τΙς ράχες»
Ήτο φιλότουρκος, λοιπόν, προτήτερα ό λέλεκας. Άλλά μετά τό 1913 έγινεν άλλος… άνθρωπος. Μέ επίκεντρο και ορμητήριο τήν άλλοτε τούρκικη συνοικία και συνεχώς πολλαπλασιαζόμενος ξεχύνεται τώρα και στις ανέκαθεν χριστιανικές συνοικίες καί χτίζει φωληές ακόμα καί στόν πολυθόρυθο εμπορικό κεντρικό δρόμο καθώς και στά καμπαναριά τών εκκλησιών. Ξεθάρρεψε μάλιστα και πηγαίνει τώρα και στά χωριά. Παρά τόν προσανατολισμό του αυτόν «στή νέα κατάσταση», δέν ξαίρω γιατί άμα τον άντικρύζω αναπολώ τούς Τοΰρκους Χοτζάδες, Πιθανώς γιατί έχει τή φορεσιά τών Ιμάμηδων. “Ασπρο σαρίκι (τζαλμά) στό κεφάλι και κατάμαυρα ράσα (τζουμπέδες).”
(Πηγή : ΤΑ ΖΩΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΣΤΟΥΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΥΣ ΘΡΥΛΟΥΣ, Ε. Μπόγκας, Ηπειρωτική Εστία, ΤΧ.31,1954)

Στη φωτογραφία “Καμπαναριό με φωλιά πελαργού στη Φιλιππιάδα” ((Φωτο του Κ. Μπαλάφα από το Λεύκωμα ΗΠΕΙΡΟΣ, Αθήνα, 2003) 

Δημοσιεύθηκε στη Λαογραφικά και άλλα | Σχολιάστε

EΓΡΑΨΑΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ…

—————
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΑΖΗΣ «O Γ. Καραϊσκάκης κατήγετο άπό τήν “Αρταν (εξ ’Αμφιλοχίας) από χωρίον Σκουληκαριάν (…) ‘Η μητέρα του ήτον άδελφή του Κώνστα Διμισκή, καί πρώτη έξαδέλφη του Καπετάν Γώγου Μπακόλα…» Γεώργιος Γαζής, ο εκ Δελβινακίου της Ηπείρου, Πρώην Γραμματεύς, μυστικός σύμβουλος καί χιλίαρχος του στρατηγού Καραϊσκάκη. (Γ. Γαζή, «Βιογραφία των ήρώων Μ. Μπότσαρη καί Καραϊσκάκη». Έν Αίγίνη, 1828, σ. 17).

Στη φωτογραφία : Ιστορικό σημείωμα του Αλή Πασά προς τον σφραγιδοφύλακά του Θανάση Λιδορίκι, που τον διατάζει… ”Θανάση Λιδoρίκη δώσε γρόσια 500 στον Καραϊσκάκη διατί θα τον παντρέψω, όχι άλλο” Υ.Γ. το ”όχι άλλο” που γράφει το βρίσκουμε συχνά στις επιστολές του Αλή πασά και εννοεί, μην τολμήσεις και κάνεις αλλιώς. Το σημείωμα πιθανότατα το έγραψε ο ίδιος ο Αλή Πασσάς από την Πρέβεζα το 1814.
(Πηγή φωτογραφίας : Δημοσίευση του κ. Φώτη Ραπακούση στο Facebook. Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο τον σχολιασμό στο λινκ https://www.facebook.com/photo?fbid=1064518323955065&set=a.105165753223665)

Δημοσιεύθηκε στη Γεώργιος Καραϊσκάκης | Σχολιάστε

1917 : Το “Πιστοποιητικόν της Επιτροπής των Τροφίμων της κοινότητας Σκούπας”

—————

1917 : Το “Πιστοποιητικόν της Επιτροπής των Τροφίμων της κοινότητας Σκούπας” περί της δεινής κατάστασης στην οποία βρισκόταν η οικογένεια του Κωσταντίνου Τσιάπαλη.
O Κωσταντίνος Δασκαλάκης είχε παντρευτεί τη Λαμπρινή Ανθίτσα (γεν. 1883) στις 22 Αυγούστου 1899.
Έκαναν 10 παιδιά:
1.Την Παναγιώτα το 1902, (πέθανε μικρή).
2.Την Αρετή το 1904, που παντρεύτηκε τον Γιάννη Ζανίκα από Σκούπα κι έκαναν:
-Την Ευθαλία, που παντρεύτηκε τον Γιάννη Ζιώρη κι έκαναν τη Γεωργία ,τον Κώστα, τη Δήμητρα και την Χρυσούλα.
-Τον Δημητράκη, που παντρεύτηκε την Ελένη Ράπτη κι έκαναν τον Γιάννη και τον Παναγιώτη .
-Και την Ελενίτσα, που παντρεύτηκε τον Νίκο Μάνο κι έκαναν τον Θανάση και τη Βασιλικούλα.
3.Την Χαρίκλεια το 1907, που παντρεύτηκε τον Βασίλη Γραμματικό από Σκούπα κι έκαναν :
-Τον Φάνη, που παντρεύτηκε τη Χάρη Χριστοφορίδου κι έκαναν τον Βασίλη και τη Μαρία.
-Και τον Αλέκο, που παντρεύτηκε την Αγγελική Προκοπίου κι έκαναν τον Βασίλη και την Χαρά.
4.Τη Σταυρούλα το 1909, που παντρεύτηκε τον Λάμπρο Αντωνίου από Δαφνωτή Άρτας κι έκαναν:
-Τη Βασιλική(Κούλα), που παντρεύτηκε τον Χαράλαμπο (Μπάμπη) Τσιμέκη κι έκαναν το Νίκο και την Ειρήνη.
-Τον Γιάννη (πέθανε μικρός)
-Τη Βελισσαρία (Ρία), που παντρεύτηκε το Σπύρο Καλογερόπουλο κι έκαναν τον Παναγιώτη, τη Σταυρούλα και την Ελένη .
-Και τη Σταυρούλα (Βούλα), που παντρεύτηκε τον Παναγιώτη Κόττο κι έκαναν το Δημήτρη.
5.Τον Παναγιώτη το 1912, που παντρεύτηκε τη Λουκία Χαρωνά από Άρτα.
6.Τον Σωτήρη το1914 (πέθανε μικρός).
7.Την Φεβρωνία το 1916, που παντρεύτηκε τον Θανάση Βασιλείου από Λεπιανά Άρτας κι έκαναν:
-Τη Σταυρούλα (Βούλα), που παντρεύτηκε τον Γιάννη Πανταζή κι έκαναν το Λεωνίδα και την Αγλαΐα .
-Την Δήμητρα (Τούλα), που παντρεύτηκε τον Κώστα Καρούσο κι έκαναν τον Θανάση.
-Και την Βασιλική (Κική), που παντρεύτηκε τον Κώστα Μπιθυμήτρη κι έκαναν τον Τάσο.
8.Τον Σωτήρη το 1919, που παντρεύτηκε τη Σοφία Σταύρου από Πράμαντα κι έκαναν:
-Τον Κώστα.
-Τη Λαμπρινή (Νινέτα), που παντρεύτηκε τον Γιάννη Τρυπαναγνωστόπουλο κι έκαναν τη Μαρία, τη Σοφία και τον Γιώργο.
-Και τη Αρσινόη (Νόη), που παντρεύτηκε τον Δημήτρη Κυρίτση κι έκαναν τον Πάρη-Σωτήρη και τον Ορέστη-Κων/νο.
9.Την Ευγενία το 1925 (πέθανε μικρή).
10. Την Ευγενία το 1929, που παντρεύτηκε τον Θεόδωρο Λιαπάτη από τη Σκούπα κι έκαναν:
-Τον Γιώργο, που παντρεύτηκε την Ανθή Κάλιοση κι έκαναν τον Θοδωρή και τον Ευθύμη.
-Τον Κώστα, που παντρεύτηκε την Αλεξάνδρα Λυκούδη κι έκαναν τον Θοδωρή ,τον Παναγιώτη και την Ευγενία.
-Και τον Βασίλη, που παντρεύτηκε την Ευθαλία Κατσάνου κι έκαναν τη Μαρίνα και τον Άγγελο-Θεόδωρο”
(Φωτο και σχόλιο Γιώργος Μόρτης)

Δημοσιεύθηκε στη Η Άρτα στην Τουρκοκρατία | Σχολιάστε