ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΔΙΑΒΑΙΝΟΥΝ ΤΟΝ ΑΡΑΧΘΟ

—————————
“……..Και οι δύο φάλαγγες , νικητές και ηττημένοι εκινούντο ταυτόχρονα προς νότον. Ορισμένες ελληνικές μονάδες είχαν διαλυθεί ήδη πιο πάνω, μεταξύ Ιωαννίνων και Άρτας και οι άνδρες των βάδιζαν ελεύθεροι σαν ασύντακτα μπουλούκια, ενώ άλλες εξακολουθούσαν να πορεύονται συντεταγμένες κατά λόχους και διμοιρίες, με τα μεταγωγικά και τα καζάνια του συσσιτίου φορτωμένα σε μουλάρια, και φθάνοντας κάπου νοτιότερα διελύοντο και οι άνδρες των αφήνονταν ελεύθεροι……..Έμεινα λίγο και παρακολουθούσα τη ροή των δύο φαλαγγών. Εμπρός από τις δύο γέφυρες είχε δημιουργηθεί κάποια αταξία και συνωστισμός. Τα πεζοπόρα τμήματα του στρατού μας έρχονταν από την αριστερή πλευρά της οδού, έπρεπε όμως να περάσουν από την αρχαία γέφυρα που βρισκόταν δεξιά. Τα γερμανικά μηχανοκίνητα πάλι έρχονταν από δεξιά και έπρεπε να περάσουν τη σιδερένια γέφυρα που βρισκόταν αριστερά. Εκτός αυτού, κάθε φορά που βρισκόταν ένα βαρύ άρμα μάχης πάνω στη γέφυρα , τα άλλα οχήματα έπρεπε να περιμένουν να διέλθει πρώτα αυτό μόνο του και μετά να εξακολουθήσουν. Την κυκλοφορία ρύθμιζαν δυο-τρεις Γερμανοί, ένας υπαξιωματικός και ένας -δυο στρατιώτες με κράνος, εφ’ όπλου λόγχη και πλήρη εξάρτηση μάχης…. Σε μια άκρη είχαν στηθεί μερικά μεγάλα κοφίνια με πορτοκάλια που είχαν αγοραστεί και μοιράζονταν στους διερχόμενους στρατιώτες μας. Για τους δικούς μας είχαν αγοραστεί, ενώ οι Γερμανοί τα άρπαζαν χωρίς να ρωτούν κανένα! Κάθε στρατιώτης μας σταματούσε μια στιγμή, έπαιρνε τη μερίδα του από 4 πορτοκάλια και συνέχιζε την πορεία του…..”(Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Σπύρου- Αγησίλαου Κατσαούνου “Παιδικές αναμνήσεις από τον πόλεμο και την κατοχή”, 12 ετών τότε, όπως δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του Κ. Βάγια, Η ΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ, ΑΡΤΑ, 2004).

Στη φωτογραφία “Διέλευση στρατιωτών στη Γέφυρα του Ποταμού Αράχθου”. Εκτιμούμε η φωτογραφία είναι του 1941. (Πηγή φωτογραφίας Οίκος Δημοπρασιών Α. Καραμήτσος)

Δημοσιεύθηκε στη Η Άρτα στην κατοχή και την Αντίσταση | Σχολιάστε

Η ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ

————————–
“Αργά το απόγευμα ήρθαν από την Άρτα μερικοί από το χωριό και μας έφεραν νέα από το βομβαρδισμό. Μας ανέφεραν και για το αεροπλάνο που κατέπεσε και μας αφηγήθηκαν τις δραματικές όσο και συναρπαστικές λεπτομέρειες της μονομαχίας του με ένα αντιαεροπορικό ταχυβόλο που ήταν εγκατεστημένο δίπλα από την αρχαία γέφυρα. Το αεροπλάνο, ένα δικινητήριο με γυάλινο ρύγχος, κατέβηκε χαμηλά, λίγο πιο πάνω από την επιφάνεια του Αράχθου, ακολουθώντας τη ροή του προς την μεγάλη ιστορική γέφυρα, στα πέτρινα υπόβαθρα της οποίας στηριζόταν η σιδερένια που είχε κατασκευασθεί από το μηχανικό του στρατού για τις ανάγκες του πολέμου. Στην όχθη, δίπλα στις γέφυρες, είχε στηθεί ένα ταχυβόλο αντιαεροπορικό, ιταλικό λάφυρο. Οι προθέσεις του Γερμανού πιλότου ήταν ολοκάθαρες. Στόχος του ήταν οι γέφυρες ή το αντιαεροπορικό δίπλα τους ή και τα δύο. Μερικοί από τους στρατιώτες της ομοχειρίας του αντιαεροπορικού το έβαλαν πανικόβλητοι στα πόδια. Εκτός από δύο που έμειναν αποφασισμένοι να αντιμετωπίσουν τον αντίπαλο. Ο σκοπευτής κράτησε την ψυχραιμία του, προσήλωσε το μάτι στο στόχαστρο, ρύθμισε το όπλο του και περίμενε ήσυχα την προσέγγιση του ιπτάμενου θηρίου. Όταν έκρινε ότι η απόσταση ήταν κανονική, άφησε μια ολόκληρη ριπή που το γάζωσε από το ρύγχος μέχρι την ουρά. Το αεροπλάνο απάντησε επίσης με τα πολυβόλα του, όμως με καθυστέρηση κλάσματος δευτερολέπτου, που αποδείχτηκε γι’ αυτό μοιραία. Το βαριά τραυματισμένο αεροπλάνο που άρχισε ήδη να φλέγεται, εξακολούθησε την πτήση του προσπαθώντας μάταια να κερδίσει ύψος και διαγράφοντας ένα κύκλο προς τα αριστερά, πέρασε πάνω από τον ιστορικό ναό της Παρηγορήτισσας όπου άφησε μερικές από τις βόμβες του, οι οποίες ευτυχώς δεν εξερράγησαν προφανώς λόγω του μικρού ύψους ρήψεως, αλλιώς η καταστροφή θα ήταν ανυπολόγιστη. Συνέχισε φλεγόμενο βουίζοντας και αφήνοντας καπνούς και τελικά συνετρίβη πίσω από το κτίριο του Γυμνασίου. Τα συντρίμμια του και το τριμελές πλήρωμα διασκορπίστηκαν σε κάτι τάφρους και χαντάκια. Μόνο ένας προσπάθησε την τελευταία στιγμή να πηδήσει με το αλεξίπτωτο, ήταν όμως πολύ αργά. Στο θάνατο παρασύρθηκαν επί πλέον και δυο-τρεις στρατιώτες και πολίτες που είχαν καταφύγει στην τάφρο, καμένοι από έναν πυρακτωμένο κινητήρα που έπεσε δίπλα τους. Ύστερα δε από 6 περίπου μήνες , όταν οι Ιταλοί περισυνέλλεξαν τα συντρίμμια, βρέθηκε κάτω από τις λαμαρίνες και το πτώμα ενός μικρού κοριτσιού.” (Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Σπύρου- Αγησίλαου Κατσαούνου “Παιδικές αναμνήσεις από τον πόλεμο και την κατοχή”, 12 ετών τότε, όπως δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του Κ. Βάγια, Η ΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ, ΑΡΤΑ, 2004).

Στη φωτογραφία τα δυο παλληκάρια που έριξαν το αεροπλάνο πίσω από τους Αγίους Πάντες. Δεξιά ο Σπύρος Ι. Έξαρχος και αριστερά ο Νίκος Η. Βρατσίστας. (Η φωτο είναι από το αρχείο του Ιωάννη Έξαρχου, γιού του Σπύρου και η παρουσίαση του Κ. Μπανιά)

Δημοσιεύθηκε στη Η Άρτα στην κατοχή και την Αντίσταση | Σχολιάστε

Η ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΣΤΑ ΡΑΔΟΒΥΖΙΑ

————————–
1854 : Ο στατιστικός πίνακας της περιοχής των Ραδοβυζίων όπως τον συνέταξε ο γυμνασιάρχης της Ζωσιμαίας Σχολής Π. Αραβαντινός και δημοσιεύτηκε στο έργο του “Χρονογραφία της Ηπείρου”, Τόμος Β’, Αθήνα, 1856.
Οι αριθμοί αφορούν τα χριστιανικά σπίτια, μετά αναφέρεται η περιοχή (Ραδοβισδ. εν δεξιά του Άσπρου), ακολουθεί η εκκλησία στην οποία υπάγονται (Λαρίσσης), η γλώσσα (ελληνική) και τέλος το ιδιοκτησιακό καθεστώς.

Δημοσιεύθηκε στη Η Άρτα στην Τουρκοκρατία | Σχολιάστε

ΧΩΡΙΟΝ ΛΙΜΙΣΤΙΚΟΝ Ή ΛΙΜΙΤΖΙΚΟΝ* (ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΖΥΓΟΣ)

———————–
“Οικούμενον υπό 20 ως έγγιστα οικογενειών, έχον δύω Ναούς σωζομένους και Ιερουργουμένους υπό ξένου ιερέως, ήτοι του αγίου Γεωργίου και αγ. Νικολάου, και δύω Παρεκκλήσια της Θεοτόκου και αγίου Δημητρίου, πυρπωληθέντα τω 1851 έτος. Ου μακράν του χωρίου, περί την μίαν ώραν, επί υψηλού όρους, εις θέσιν καλουμένην, Καμένον Δένδρον, υπάρχουσιν ερείπια πολυπληθέστατα κεκαλυμμένα υπό αγρίου δάσους και τις πηγή ύδατος ποσίμου και λείψανα παναρχαίου μεγάρου, καθά και τινες κατεδαφισμένοι εκ βάθρων Ναοί, ων ο εις λέγεται ότι εσεμνύετο επί τω ονόματιτου αγίου Μοδέστου Πατριάρχου Ιερωσολύμων. Ταύτα ουν πάντα μαρτυρούσιν ότι υπήρχέ ποτε χωρίον, καλουμένης της θέσεως άχρι τούδε Κραβασαράς, ου άδηλος η εποχή της καταστροφής. Το χωρίον τούτο, εν έτει 1877-78, εν τη αποστασία του Δημαριού, επυρπωλήθη υπό των Τουρκαλβανών. Εκ δε των λειψάνων αυτού ανέγειρεν η Οθωμ. Κυβέρνησις τω 1879 προμαχώνα προς εξασφάλισιν.” (Πηγή ΔΟΚΙΜΙΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ, Σ. Ξενόπουλος, Αθήναι, 1884)

*Σύμφωνα με τον Κ. Χρήστο, συγγραφέα του βιβλίου “ΖΥΓΟΣ – ΛΕΒΙΤΣΙΚΟ- Ιστορία & Παράδοση”, το όνομα με το οποίο καταγράφεται ο Ζυγός στις περισσότερες πηγές είναι ΛΕΒΙΤΣΙΚΟ. Καταλήγει δε στο συμπέρασμα ότι η λέξη Λεβίτσικο προήλθε από την λατινική λέξη levis = ομαλός, λείος και την κατάληξη -τσικο, που χρησιμοποιείται συνήθως για υποκοριστικά. Το Λεβίτσικο δηλαδή σημαίνει τον κάπως ομαλό τόπο. Κατηφορίζοντας ή ανηφορίζοντας οι ορεινοί κάτοικοι, περνούσαν από το Λεβίτσικο, τον κάπως ομαλό τόπο συγκριτικά βέβαια με τα υπόλοιπα χωριά της ορεινής περιοχής. Επίσης και σε σλάβικα λεξικά η λέξη levis σημαίνει στιλπνός, λείος. Φρονεί λοιπόν ότι η λέξη Λεβίτσικο είναι δάνειο από τους Σλάβους και συγκεκριμένα από τους Βλάχους ή Κουτσόβλαχους που πλημμύρισαν τη Ραδοβυζινή περιοχή γύρω στο 1350.

Στη φωτογραφία ο Ζυγιώτης Ηλίας Κοτρότσιος με τη σύζυγό του και τα ζώα τους την δεκαετία του ’50 (Η φωτο είναι από το βιβλίο του Κώστα Λ. Χρήστου “ΖΥΓΟΣ – ΛΕΒΙΤΣΙΚΟ- Ιστορία & Παράδοση”, Αθήνα, 2000)

Δημοσιεύθηκε στη Τα Ραδοβίζια και τα χωριά τους | Σχολιάστε

ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΚΟΜΠΟΤΙ

ΣΠΗΤΗ
———
(Από το ανέκδοτον του Βηλαρά έργον εν τω χειρογράφω “ΟΝΟΜΑΣΤΗΚΟ ΤΗΣ ΡΟΜΕΙΚΗΣ ΓΛΟΣΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΔΙΑ . 1822 τες 2 του Γενάρη. Γιανηνα”, και έχει ώδε κατά πιστήν μεταγραφήν εκ του πρωτοτύπου)

“Το σπητη ηνε η κατηκια τ’ανθροπου. Αφτο ηνε διο λογιον στροτο κε ψηλο. Εχη ληπον το σπητη περιοχη, οξοπορτα, αβλη, πηγαδη ή στερνα, χορησματα απανο κε κατο. Τα απανο λεγοντε χοτζερες, μεσιο, ή χημονιατηκο, κε μαγηριο, απεξω απ’ αφτα ηνε η σαλα ή κρεβατα, κε σ’αφτη η σκαλα. Τα αποκατο λεγοντε κατογια, κελαρια κε μπροστα σ’αφτα ηνε το χαγιατη, κε η καμαρες. Το σπητη εχη ακομα πλησταριο, αχουρη, αναγκιο ή χρηα………..το σπητη εχη πατομα, νταβανη κε σκεπη, εχη καβαλαρη κε ποδιες. Η σκεπη εχη ψαληδες, γρεντες, μησογρεντια, κοντογρεντια, σανηδια μπεταβρα, κεραμηδια, κε παπαδες ορθους ή δηπλα, ηγουν βαιστους. Το πατομα εχη πατοματερα κε σανηδια τεκνεδες, στηλους, ταμπανια. Τα σπητια εχουν κε δηπατα. Η αυλη ηνε στρομενη με ληθαρια, ή με πλακες……” (Πηγή : ΔΩΔΩΝΗ, Εικονογραφημένον Ηπειρωτικόν Ημερολόγιον, υπό Γεωργίου Κ. Γάγαρη, Εν Αθήναις,1895)

Στη φωτογραφία “Η οικία του Νικολάου Σκουφά εις το Κομπότιον Άρτης” (Φωτο από ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΛΕΥΚΩΜΑ ΝΟΜΟΥ ΑΡΤΗΣ, Άρτα, 1971) 

Δημοσιεύθηκε στη Η Αρχιτεκτονική στην Άρτα και την γύρω περιοχή | 1 σχόλιο

Γλέντι με τον φωνόγραφο στο Δίστρατο

1960ς : Γλέντι με τον φωνόγραφο μπροστά στο σπίτι του Κίτσου Ντάλα στην Αγία Τριάδα, στο Δίστρατο. Καθιστή με τα μαύρα η Βάσω, σύζυγος Κ. Ντάλα και με την κιθάρα ο γιός της Κώστας.
(Φωτο από το βιβλίο ΤΟ ΔΙΣΤΡΑΤΟ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ, Χ. Ντάλας, Αθήνα, 2008) 

Δημοσιεύθηκε στη Η μουσική, τα σινεμά και το ερασιτεχνικό θέατρο στην Άρτα | Σχολιάστε

Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ

“Η απελευθέρωση της πόλης της Άρτας και η ένταξή της στο κορμό της απελευθερωμένης Ελλάδας πολύ νωρίτερα από τον υπόλοιπο κορμό της Ηπείρου, επέδρασε αποφασιστικά σε μια σχετική διαφοροποίηση από τα άλλα αστικά κέντρα της περιοχής. Στο μουσικό βίο, η αυτονόμηση αυτή συνδυάζεται με την πρώιμη υιοθέτηση των νεωτερισμών και των τάσεων εξευρωπαϊσμού που κυριαρχούν στην Αθήνα στο γύρισμα του 19ου αιώνα. Η απουσία επίσης μνήμης ντόπιων λαϊκών μουσικών εντός της πόλης ενισχύει την υπόθεση πως στην Άρτα δραστηριοποιούνταν κυρίως μουσικοί της ευρύτερης περιφέρειάς της. Οι μεγάλες μουσικές οικογένειες των Σουκαίων και των Στεργαίων (με κοντινές συγγενικές σχέσεις μεταξύ τους) είχαν ως έδρα το Κομπότι και τους Σελλάδες αντίστοιχα, και κινούνταν επαγγελματικά περισσότερο προς τις περιφέρειες Ξηρομέρου και Πρέβεζας και λιγότερο προς την ίδια την πόλη. Αυτό είναι εμφανές και από το χαρακτηριστικά ξηρομερίτικο ύφος τους, το οποίο όμως γνώρισε στα χέρια τους μια πρωτοφανή εξέλιξη, ειδικά χάρη στο εκπληκτικό τάλαντο του Βασίλη Σούκα. Η πολύχρονη συνεργασία του τελευταίου με το μεγάλο τραγουδιστή του Ξηρομέρου Τάκη Καρναβά οδήγησε μετά τη δεκαετία του 1960 στη διαμόρφωση ενός εξαιρετικά ενδιαφέροντος και εντυπωσιακού ερμηνευτικά “νεο-δημοτικού” μουσικού ιδιώματος, όπου νεότερα στοιχεία της αστικής λαϊκής μουσικής, με βάση το μπουζούκι, διασταυρώνονται γόνιμα με στοιχεία του παλαιού ρεπερτορίου του κλαρίνου.” (Πηγή σχολίου & φωτογραφίας : ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων)

Στη φωτογραφία “Πατινάδα σε γάμο στην Άρτα, δεκαετία 1950”. Διακρίνεται ο Βασίλης Σούκας (κλαρίνο) και ο περίφημος Γεράσιμος Λάλος (λαούτο) 

Δημοσιεύθηκε στη Η μουσική, τα σινεμά και το ερασιτεχνικό θέατρο στην Άρτα | Σχολιάστε

ΗΛΕΚΤΡΟΚΙΝΗΤΟΝ ΑΡΤΟΠΟΙΕΙΟΝ “ΤΟ ΑΘΗΝΑΙΚΟΝ”

—————-
“Ηλεκτροκίνητον Αρτοποιείον “Tο Αθηναικόν” των Νικολάου Πριτσιβέλη και Β. Μπάκου, στην οδό Σκουφά 30 κοντά στο Μονοπλιό. Παρασκεύαζε άρτους με ηλεκτροκίνητη ζύμωση και ο φούρνος λειτουργούσε με ξύλα που άδειαζαν καθημερινά τα γαϊδουράκια στο διπλανό χάνι του Καραβασίλη. Ο Πριτσιβέλης μάλιστα παρήγγελνε για ξύλα μόνο φιλίκια και πουρνάρια.Τα φιλίκια άναβαν φλόγα μεγάλη για να πυρωθούν τα τοιχώματα του φούρνου και τα πουρνάρια για να διατηρήσουν την θερμοκρασία επειδή έκαναν καρβουνίθρα. Επίσης δεχόταν και ψηστικά. Αργότερα εκεί ήταν το βιβλιοπωλείο Αγγέλη και σήμερα το βιβλιοπωλείο “Ίαμβος”. Κατά τον βομβαρδισμό της Άρτας από τα γερμανικά Στούκας, μια βόμβα έπεσε στο μεγάλο φουγάρο του φούρνου, η οποία δεν έσκασε και σώθηκαν όλοι όσοι ήταν μέσα στο φούρνο. Μετά τον βομβαρδισμό, ο μηχανικός του Δήμου Πωπώφ την απασφάλισε, την έβγαλε και την παρέδωσε σε ομάδα ευζώνων του 3/40.”

Στη φωτογραφία “O Φούρνος του Πριτσιβέλη”. Από αριστερά διακρίνονται ο Γ. Γεωργονίκος, ο Χρ. Πριτσιβέλης, ο Β. Μπάκος, ο Ν. Πριτσιβέλης και ένας πελάτης.
(Η φωτο και το σχόλιο είναι από το βιβλίο του Κ.Τσιλιγιάννη ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΑΡΤΑ, Αθήνα, 2013)

Δημοσιεύθηκε στη Οι Πλατείες | Σχολιάστε

ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ ΣΤΟ ΜΟΝΟΠΛΙΟ

——————
1936 : Το παλιό πηγάδι της πλατείας Μονοπωλείου μπροστά σε ερειπωμένη κατοικία που ήταν το 1950 γιαουρτάδικο του Πλεύρη και του Δ. Γκίζα. Στην πλατεία Μονοπωλείου τότε υπήρχε μόνο ένα πηγάδι με το μεγαλύτερο βάθος απ’ όπου έπαιρναν νερό δυο γειτονιές. Διακρίνεται δεξιά η μεγάλη τετραγώνου σχήματος σιδερένια κολώνα ηλεκτροφωτισμού της παλιάς Άρτας, πάνω στην οποία, κατά την διάρκεια της κατοχής, κρέμασαν οι Γερμανοί Αρτινούς.
(Η φωτο είναι από το αρχείο του Ι. Σ. Έξαρχου, όπως δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του Κ. Τσιλιγιάννη, ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΑΡΤΑ, Αθήνα, 2013) 

Δημοσιεύθηκε στη Οι Πλατείες | Σχολιάστε

ΤΟ ΜΟΝΟΠΛΙΟ

——————
“Tο πρώτο Δημαρχείο της Άρτας, όπως διέσωσε η στοματική παράδοση, εγκαταστάθηκε σε ένα κτίριο που βρισκόταν στην πλατεία Μονοπωλίου, μεταξύ των οδών Αγίας Σοφίας και Σταματελοπούλου, επί δημαρχίας Ιωάννη Αντωνόπουλου.”
(Πηγή : ΑΡΤΙΝΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ, Γ. Τσούτσινος, Άρτα, 2001)

Στη φωτογραφία “Παρέλαση την δεκαετία του ’50 μπροστά στο Μονοπλιό”. (Η φωτο είναι από το αρχείο του Θεοχάρη Βαδιβούλη, όπως δημοσιεύτηκε στην ομάδα Arta City – Ancient Amvrakia)

Δημοσιεύθηκε στη Οι Πλατείες | Σχολιάστε