———————-
“’Η εγκατάσταση πολλών ’Ιταλών ’Αξιωματικών σέ δωμάτια πού έπίταξαν, έδωσε εύκαιρία σ ’ αύτούς νά δημιουργήσουν φιλικές σχέσεις μέ τούς ‘Έλληνες ιδιοκτήτες τους. Μικροεξυπηρετήσεις, όπως λίγο πετρέλαιο γιά τήν λάμπα, ένα κομμάτι σοκολάτα γιά τήν μικρή, ένα μεταξωτό μαντήλι γιά τήν πιό μεγάλη καί τέλος ένα καρβέλι ψωμί (πανιότα) γιά όλη τήν οικογένεια, ήταν άρκετά γιά νά άποκτήσουν τήν εμπιστοσύνη τού πατέρα, τίς εξυπηρετήσεις τής μητέρας καί τήν άνοχή της, εις ώραν γάμου δεσποινίδος, σέ ένα ελαφρό φλέρτ. ’Άλλος χώρος επαφής άνάμεσα στούς ’Ιταλούς καί τούς ντόπιους ήταν τά οδοντιατρεία. Πολλοί ’Ιταλοί, άλλοι γιατί πραγματικά ύποφέραν άπό τά δόντια τους, άλλοι, γιατί βρίσκαν τήν επίσκεψη στό οδοντιατρείο σάν μέσο γιά νά σπάσουν τήν ρουτίνα τής στρατιωτικής ζωής, άρχιζαν νά συχνάζουν στά οδοντιατρεία καί εκεί κατά τήν ώρα τής άναμονής, πού κατά παράδοση είναι πολύ μεγάλη, βρίσκαν τήν εύκαιρία νά έρχονται σέ επαφή μέ τούς ντόπιους άπέναντι στούς όποιους δείχναν τήν πιό φιλική διάθεση καί μέ τήν ρήση «ουνα φάτσα, ουνα ράτσα» προσπαθούσαν νά τούς πείσουν ότι τούς δυό λαούς πού είχαν κοινή καταγωγή, δέν τούς χώριζε τίποτε καί ότι στό μέλλον θά μπορούσαν νά ζήσουν αρμονικά, κάτω βέβαια άπό τήν φωτισμένη ήγεσία τού Ντούτσε. Άλλά καί γύρω άπό τούς στρατιωτικούς καταυλισμούς άρχισαν νά δημιουργούνται σημεία επαφής. Πεινασμένα παιδάκια περίμεναν μέ τενεκεδάκια στά χέρια γύρω άπό τά ιταλικά καζάνια, μήπως ό μάγειρας ή κανένας στρατιώτης τούς δώσει λίγο φαγητό ή ένα κομματάκι ψωμί, καί γιά νά άποκτήσουν τήν εύνοια πού θά τούς εξασφάλιζε τό πολύτιμο αύτό δώρο, βοηθούσαν στό καθάρισμα τών καζανιών ή τής καραβάνας καί τραγουδούσαν αύτοσχέδια έλληνοϊταλικά τραγούδια «Κουάντο πατάτες, κουάντο φασόλια κ.λ.π.». ’Επίσης φτωχές γυναίκες ήταν πρόθυμες νά πλύνουν καί νά διορθώσουν τά ρούχα τών στρατιωτών μέ άμοιβή λίγο φαγητό ή λίγη ζάχαρη. ‘Όλοι αύτοί οί άνθρωποι πού έρχονταν σέ επαφή μέ τούς ’Ιταλούς άρχισαν νά μαθαίνουν καί λίγες ’Ιταλικές λέξεις πού, όσο περνούσε ό καιρός, γίνονταν περισσότερες.
Τά βασικά προβλήματα πού απασχολούσαν τούς κατοίκους τής πόλης μας κατά τήν διάρκεια τού πρώτου καλοκαιριού τής κατοχής, ήταν ή επισκευή τών σπιτιών τους καί ή εξασφάλιση τροφίμων. Καί τότε ό πληθυσμός χωρίστηκε σέ δυό κατηγορίες. Στήν πρώτη — των εχόντων – ανήκαν οί κτηματίες πού φύτεψαν τά κτήματά τους μέ καλαμπόκι καί εξασφάλισαν έτσι τό ψωμί τοϋ σπιτιού τους καί ταυτόχρονα καί μέσο ανταλλαγής καί οί έμποροι πού είχαν αποθέματα εμπορευμάτων πού κρυφά τά άντάλλασαν μέ τρόφιμα καί στήν δεύτερη — τών μή έχόντων — ανήκαν οί δημόσιοι υπάλληλοι, οί συνταξιούχοι καί οί έργάτες. ‘Ο πληθωρισμός προχωρούσε μέ ραγδαίο ρυθμό μιά καί οί Ιταλοί είχαν έκδόσει δικό τους νόμισμα γιά χρήση τών στρατευμάτων τους, πού είχε τήν ίδια αγοραστική δύναμη μέ τό Ελληνικό, καί μέ τόν τρόπο αύτόν έξασφάλιζαν τήν ανέξοδη διατροφή τού στρατού τους σέ βάρος τού υπόδουλου πληθυσμού.
Ή έντονη παρουσία τής ’Ιταλικής κατοχής έκδηλώνονταν κάθε απόγευμα μέ τό κατέβασμα τής ’Ιταλικής σημαίας άπό τό φρουραρχείο. Λόχος Βερσαλιέρων άπέδιδε τιμές, ένώ μόλις ή σάλπιγγα ηχούσε «προσοχή» όλοι όσοι περπατούσαν στήν όδό Σκουφά, τήν ώρα εκείνη, έπρεπε νά σταθούν προσοχή, άν δέν ήθελαν νά κακοποιηθούν άπό τούς μελανοχίτωνες πού στέκονταν σέ κάθε γωνιά τού δρόμου……..”
(Πηγή Άρθρο του Στράτου Πατσαλιά στο περιοδικό ΣΚΟΥΦΑΣ, Τόμος Ζ’, τχ. 64-65, Ιούνιος 1983)
Στη φωτογραφία “Ιταλοί στρατιώτες το 1942 με μικρό Αρτινό” (Φωτο από το βιβλίο του κ. Κ. Βάγια, Η ΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ Της ΚΑΤΟΧΗΣ, Έκδοση ΣΚΟΥΦΑΣ, Άρτα, 2004)