————–
Tο 1872 το χωριό Σελλάδες ήταν τσιφλίκι του Αμπτούλ Εφέντη από τα Ιωάννινα. Ο ίδιος είχε αρπάξει και τα βακούφικα κτήματα του χωριού. Όπως γράφει δε ο Σεραφείμ Βυζάντιος, με πολύ κόπο πήραν ξανά πίσω μόνο ένα μέρος των κτημάτων του Μοναστηριού. Ο Αμπτούλ πούλησε έπειτα το τσιφλίκι του στον Αρτινό Κ. Καραπάνο και οι Σελλαδίτες συνέχισαν να πληρώνουν “γήμορο”, όπως και κατά την περίοδο της σκλαβιάς, μέχρι το 1922 που απαλλοτριώθηκε η περιοχή τους.
Στον πίνακα που ακολουθεί μπορείτε να δείτε πληροφορίες για το αγρόκτημα Σελλάδων Άρτας που διοικητικά ανήκε στο Νομό Πρέβεζας, είχε όμως γεωγραφική και οικονομική ενότητα με τον Νομό Άρτας. Δεν περιλαμβάνονται στον πίνακα αυτόν τα Εθνικά κτήματα (Ιμπλιάκια), ούτε τα κτήματα καθαρής ιδιοκτησίας (Εραζίι Μεμπλουκέ), ούτε και τα κτήματα που είχαν ήδη πουληθεί από τους τσιφλικάδες στους κατοίκους των αγροκτημάτων μετά την απελευθέρωση της ‘Αρτας το 1881.Στην περιγραφή αναγράφονται τα ονόματα των εξουσιαστών-τσιφλικάδων, η έκταση του αγροκτήματος, η παραγωγή του όπως και η νομική σχέση που συνέδεε τον τσιφλικά με τους καλλιεργητές του αγροκτήματος. Σε όσα τσιφλίκια δεν αναφέρεται το ποσοστό της παραγωγής που καταβάλλονταν από τον καλλιεργητή στον τσιφλικά, δηλαδή το γεώμορο, αυτό καθορίζονταν ενιαία για όλα τα αγροκτήματα, είτε καλλιεργούνταν μπασταινουχικά (βλέπετε σχόλιο), είτε κολληγητικά, ως εξής :
Από το συνολικό ποσό παραγωγής αφαιρούνταν ο υπέρ του δημοσίου φόρος 12,50% και από το υπόλοιπο, το 1/3 έπαιρνε ο τσιφλικάς, ως γεώμορο, τα δε 2/3 έμεναν στον καλλιεργητή, τον οποίον βάρυναν τα έξοδα καλλιέργειας όπως και ο σπόρος. Παρόμοιους πίνακες θα δημοσιεύσουμε και για άλλα χωριά της περιοχής ((Πηγή: Ευστράτιος Πατσαλιάς)
Με τον όρο “μπάσταινα” εννοούμε το δικαίωμα που είχε ο κολλήγος στο αγρόκτημα να καλλιεργεί και να καρπώνεται επ’ άπειρον ορισμένο επιμέρους τμήμα του τσιφλικιού (κλήρο), με όρια καθορισμένα και με την υποχρέωση να πληρώνει κάθε χρόνο στον ιδιοκτήτη ποσοστό σε είδος από τους καρπούς του κτήματος. Το μπασταινουχικό δικαίωμα ο κολλήγος το κατείχε κληρονομικά και μπορούσε να το μεταβιβάσει ελεύθερα σε τρίτους με πράξεις όσο ζούσε ή μετά το θάνατό του, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του ιδιοκτήτη. Ο τελευταίος δεν είχε δικαίωμα να τον αποβάλει από τον κλήρο του, λύνοντας μονομερώς τη μπασταινουχική σχέση, ούτε να κανονίζει κατά βούληση την κατανομή των μπασταινών. Η ίδια σχέση ανάμεσα στον μπασταινούχο και στον τσιφλικούχο υφίστατο και στην περίπτωση που γαιοκτήμονας ήταν το δημόσιο ή νομικό πρόσωπο (βακούφι). Σε αδρές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι σε όλα τα δημόσια κτήματα (ιμλιάκια) της Ηπείρου και κατά το πλείστον στα βακουφικά, το μεγαλύτερο ποσοστό των καλλιεργητών ήταν μπασταινούχοι, ενώ στα ιδιωτικά τσιφλίκια ήταν πολύ μικρότερο, αφού εκεί επικρατούσαν οι κοινοί κολλήγοι.