ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΩΝ ΤΡΙΑΝΤΑ ΗΜΕΡΩΝ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ του HENRY W. NEVINSON, 1898 (10η συνέχεια – Ο πόλεμος συνεχίζεται…)

KΕΦΑΛΑΙΟ 7 – ΓΡΙΜΠΟΒΟ

“Στην Πάτρα όλοι νόμιζαν ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει. Όλοι παραδοθήκαμε στη χαρά της ασφάλειας και της ζωικής απόλαυσης, στη μέση μιας υπέροχης λιακάδας με άφθονο φαγητό. Και έτσι λοιπόν συνέβη όταν ένα απόγευμα καθόμουν με τον Γάλλο πρόξενο και δύο ή τρεις ανταποκριτές που γνώριζαν τη δυστυχία της Άρτας σε έναν κήπο με το αεράκι δίπλα στη θάλασσα να φυσάει ανάμεσα στους ευκάλυπτους και τα ρόδια πάνω από τα κεφάλια μας κι  ένα αηδόνι να τραγουδάει στο τριαντάφυλλο το παλιό του πάθος. Ήταν 11 Μαΐου, και καθώς καθόμουν εκεί ένα βαθύ ένστικτο με παρότρυνε να γυρίσω πίσω στην θλιμμένη περιοχή που είχα αφήσει. Όταν μίλησα γι’ αυτό, όλοι φώναζαν ότι η επιστροφή θα ήταν μια καλλιτεχνική αμαρτία. Αλλά αυτή η φωνή μέσα μου επέμενε και δεν με άφηνε να ησυχάσω μέχρις ότου, αφήνοντας τις καλλιτεχνικές αρετές σε μια άλλη σφαίρα, σηκώθηκα από το κρασί και την ωραία κουβέντα και μεταφέρθηκα στο στόμιο του Κόλπου, μακριά  από τον ήλιο και πίσω στις γκρίζες και  μωβ καταιγίδες που ξεσπούσαν πάνω από την Αιτωλική ακτή.

Η ανάμνηση όλου αυτού του τριήμερου ταξιδιού της επιστροφής παραμένει στο μυαλό μου με μια ιδιόμορφη ευκρίνεια. Εκείνη η περιοχή της Αιτωλίας και των Ακαρνανικών κόλπων είναι μια παράξενη και σχεδόν άγνωστη γη. Τρέφεται από μεγάλες  λίμνες και άφθονα  ποτάμια που ρέουν μέσα σε δάση από πουρνάρια και μαύρες βελανιδιές και έχει έναν διαφορετικό χαρακτήρα από την υπόλοιπη Ελλάδα. Και η ιστορία της  ήταν επίσης διαφορετική. Οι θεοί ήταν εκεί νωρίς, και αποχώρησαν αργά, αλλά δεν  αγάπησαν το μέρος πολύ. Ή ίσως επειδή το αγάπησαν, του έδωσαν λίγη φήμη, διαφυλάσσοντάς  το σαν ένα ακαλλιέργητο καταφύγιο για την αθανασία της απαξιωμένης ηλικίας τους. Οι κάτοικοι στα βουνά και στις πλαγιές  της πεδιάδας ήταν αποκομμένοι από την υπόλοιπη Ελλάδα και μιλούσαν διαλέκτους σχεδόν τόσο ακατανόητες όσο μια βάρβαρη γλώσσα. Ωστόσο, ανάμεσα στα βουνά και τη θάλασσα βρίσκεται η Καλυδώνα, στην οποία ήρθε η Αταλάντη, και δίπλα στην επίπεδη λιμνοθάλασσα στο Μεσολόγγι βρίσκεται η καρδιά του τελευταίου των Τιτάνων.

Περίπου τέσσερις ώρες οδικώς από το πλούσιο χωριό του Αγρινίου, όπου οι γυναίκες εξακολουθούν να δείχνουν κάποια ίχνη νότιας ομορφιάς, συναντάς τον γεμάτο χείμαρρο εκείνου του παλιού Αχελώου, που τον είχα γνωρίσει πολύ ψηλά ανάμεσα στα φαράγγια της Πίνδου. Και όμως ένα ή δύο μίλια πέρα από το ποτάμι, ο στενός δρόμος είναι σχεδόν φραγμένος από τα ερείπια τεράστιων τειχών και πυλών, τα ερείπια μιας παλιάς ελληνικής πόλης που κείτεται  εκεί ανέγγιχτη. Ένας βοσκός μου είπε ότι το λένε «Στράτος». Και με αυτή  τη λέξη ένα απόσπασμα στον Θουκυδίδη ήρθε αμυδρά στο μυαλό μου. Μήπως δεν λέει πώς ένα απόσπασμα Αθηναίων προσπάθησε κάποτε να διεισδύσει στην Αιτωλία, και σε κάποιο μέρος που λέγεται «Στράτος» περικυκλώθηκε από τους μισοβάρβαρους και καταστράφηκε; Αυτό ήταν τότε το σκηνικό…. Εδώ εκείνοι οι λαμπεροί Αθηναίοι, που είχαν ακούσει τον Περικλή και παρακολουθούσαν το κτίριο του Παρθενώνα, κοίταξαν τον ήλιο για τελευταία φορά. Εδώ περικυκλώθηκαν και καταστράφηκαν.

Μετά ο δρόμος έγινε ακόμη πιο έρημος, περνώντας στην αρχή πάνω από μια μεγάλη ακαλλιέργητη πεδιάδα από θάμνους και έλη γεμάτα καλάμια, στην οποία κυλιόντουσαν μερικά εφιαλτικά βουβάλια, και στη συνέχεια μέσα από μίλια δασικής γης με ξέφωτα που οδηγούσαν πάνω από βράχους βουνών  και μετά σε άλλες απάτητες κοιλάδες και βουνά πέρα μακριά — μια περιοχή κατάλληλη για μεσαιωνικές περιπέτειες ή τις πιο ζοφερές ιστορίες του Boccaccio. Το βράδυ της δεύτερης μέρας, αφού έκανα το γύρο  μια μεγάλης και ρηχής λίμνης που δεν είχε διέξοδο, διέσχισα μια χαμηλή λεκάνη απορροής και έφτασα ξανά ξαφνικά στον λιμανάκι του Αμβρακικού κόλπου και στον Καραβασέρα με τα νοσοκομεία του. Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα σε ένα τραπέζι εστιατορίου, το οποίο εξασφάλισα με κάποια ιδιοτέλεια και υπερηφάνεια λόγω της φυλής, και από εκείνο το σημείο της πλεονεκτικής θέσης έβλεπα προς  κάτω σε ένα πάτωμα γεμάτο με περίπου σαράντα ή πενήντα Άτακτους που κοιμόνταν βαθιά. Το αν κάποιος από αυτούς που κοιμόντουσαν γύρω μου πέθανε την επόμενη μέρα, δεν το ανακάλυψα ποτέ, αλλά για εκείνο το βράδυ, τουλάχιστον, κοιμόντουσαν σαν νεκροί και έμοιαζαν πολύ απόκοσμοι καθώς ήταν ξαπλωμένοι δίπλα-δίπλα, με τα τουφέκια κάτω από τα κεφάλια τους, τα αστραφτερά φυσίγγια χιαστί πάνω  στο στήθος τους, και τα κοντά μεσοφόρια τους να αναδίδουν  μια πρωτόγνωρη  μυρωδιά από το λίπος με το οποίο είχαν  αλειφτεί προσεκτικά.

Με το πρώτο σημάδι φωτός ανάμεσα στα αστέρια, ήμασταν όλοι όρθιοι κι έξω στον διάφανο αέρα. Οι Άτακτοι στριμώχτηκαν βιαστικά σε ένα μικροσκοπικό πολεμικό πλοίο που επρόκειτο να τους μεταφέρει πέρα από τον Κόλπο, και εγώ τράβηξα μπροστά κατά μήκος του κεντρικού δρόμου, το ένα μίλι μετά από το άλλο, προς την Άρτα, κάτω από έναν ουρανό σαν ελεφαντόδοντο, τόσο απαλό και δροσερό. Απ’ τη μια πλευρά μου, τα βαθιά, μωβ κύματα χτυπούσαν με τις κορφές και έσπαγαν πάνω στα βράχια ενώ  στα δεξιά μου, πολύ μπροστά, το ολοένα αυξανόμενο κατακόκκινο χρώμα  του πρωινού αποκάλυπτε σταδιακά τα χιόνια της Πίνδου. Τα πουλιά ξύπνησαν. Οι μαυροκέφαλοι γλάροι γελούσαν κατά μήκος της ακτής και οι αετοί υψώνονταν σε σπειροειδείς κύκλους χωρίς να κινούν τα  φτερά τους, μέχρι που τους άγγιξε ο κρυμμένος ήλιος και έλαμψαν στο γαλάζιο σαν δίσκοι χρυσού. Σε ένα μέρος είδα τα ιριδίζοντα μπλε και πράσινα χρώματα ενός μελισσοφάγου, και πιο μακριά ένα ζευγάρι τεράστιοι πελεκάνοι επέπλεαν σε μια λευκή λιμνοθάλασσα και στον ήχο των αλόγων εξαφανίστηκαν μέσα στο  μοβ χρώμα της δύσης με τα βαριά και δυνατά  φτερά τους. Ακριβώς πάνω από τα κεφάλια τους, ο ήλιος άγγιξε τα βράχια πάνω από την Πρέβεζα, και την ίδια στιγμή το μεγάλο κανόνι από το φρούριο της πόλης βρόντηξε  πάνω από το νερό και από τη Νικόπολη του Αυγούστου άκουσα τον μακρινό ήχο των τουφεκιών και είδα έναν αραιό καπνό να υψώνεται προς τα πάνω στον ουρανό.

Εκεί που ο δρόμος άφηνε τη θάλασσα, οδηγώντας  κατευθείαν για την Άρτα, κατά μήκος της πλατιάς κοιλάδας,  μέσα από τρύπες και σπηλιές  στους βράχους εκατέρωθεν, ή από αλώνια ανάμεσα στις όρθιες καλλιέργειες, μαυρισμένα και πεινασμένα πρόσωπα με κοίταζαν καθώς περνούσα. Στον ίδιο  δρόμο συνάντησα όλο και περισσότερους από αυτούς τους δυστυχισμένους πρόσφυγες να σπεύδουν προς νότο για να ξεφύγουν. Τα παράξενα γυναικεία φορέματα, τα κουρέλια τους από σκούρα μωβ και κόκκινα χρώματα που ενώνονταν μεταξύ τους με μεγάλα ασημένια κουμπώματα, και η σκυφτή στάση τους με τα χέρια σταυρωμένα  στο στήθος, μου έδειχναν ότι είχαν έρθει από πολύ μακριά, από τα τουρκικά σύνορα, και οι γυναίκες και τα κορίτσια, και μερικές φορές οι άνδρες, είχαν ένα μπλε τατουάζ  με σταυρό στο μέτωπό τους και στην πλάτη των χεριών τους — ένα από τα μέσα με τα οποία οι Χριστιανοί, ακόμα σκλαβωμένοι στην Ήπειρο, αψηφούσαν τα αφεντικά τους. Από τον μεγάλο αριθμό και τη βιασύνη τους κατάλαβα ότι κάποιος νέος φόβος τους είχε κυριέψει, και όταν επιτέλους, κάτω από τη φλόγα του μεσημεριανού ήλιου, ξαναμπήκα σκοντάφτοντας στο μεσαιωνικό πεζόδρομο της Άρτας, βρήκα τη μυρωδιά της πορτοκαλιάς πράγματι ακόμα βαριά μέσα στον αέρα και τα αναρίθμητα καφέ γεράκια να εξακολουθούν να κυνηγούν μύγες σαν χελιδόνια και να ουρλιάζουν από στέγη σε στέγη. Αλλά οι μακριές σειρές των χαρακωμάτων ήταν άδειες τώρα, και στα σκαλιά του Βυζαντινού Καθεδρικού ναού οι ηλικιωμένοι, οι γυναίκες και τα παιδιά στέκονταν συνωστισμένοι σαν μεσαιωνικοί Ιταλοί κατά τη διάρκεια κάποιας μάχης έξω από το τείχος μιας πόλης. Τα μάτια τους ήταν καρφωμένα σιωπηλά και  με αγωνία πάνω στις μπλε  γραμμές και τα  μπαλώματα που σιγά-σιγά ανέβαιναν σε εκείνο τον λόφο της καταπράσινης πεδιάδας ακριβώς απέναντι από το ποτάμι δίπλα στην Γκρεμενίτσα και  στους τραχείς γκρίζους λόφους πιο πέρα. Ξαφνικά, καθώς περνούσα, έσκυψαν όλοι και κράτησαν την ανάσα τους καθώς μια οβίδα από το μεγάλο μας κανόνι δίπλα στον στρατώνα ούρλιαξε πάνω από τα κεφάλια μας για να σκάσει ανάμεσα στους Τούρκους, σχεδόν τρία μίλια μακριά……” (Πηγή : SCENES IN THE THIRTY DAYS WAR BETWEEN GREECE & TURKEY – 1897, BY HENRY W. NEVINSON, London, J. M. DENT & CO. 29 and 30 BEDFORD STREET, W.C., 1898 – Μετάφραση Α. Καρρά)

Στη φωτογραφία “Ταφή αξιωματικού στον Καρβασαρά – KARAVASSARA : ENTERREMENT d’en officier”. (Πηγή : Turot, Henri, 1865- L’insurrection crétoise et la guerre Gréco-Turque : Ouvrage contenant soixante-quatorze illustrations ; d’apres les photographies de l’auteur Paris : Librairie Hachette et Cie, 1898)

Δημοσιεύθηκε στην Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *