“…….Μας κατέβασαν λοιπόν στην Άρτα, πέρα του Σταυρού, που γίνεται και το μεγάλο πανηγύρι, η αγορά των ζώων, το «μχούστι». Έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε και δεν θυμούμαι καλά το καθετί. Μου φαίνεται όμως πως εκείνες τις μέρες είχαν πλακώσει κι οι πρόσφυγες στην Ελλάδα με το χαμό της Μικρασίας, αφού οι εφημερίδες ήταν γεμάτες από εικόνες και περιγραφές της καταστροφής. Τις βλέπαμε στα χέρια των άλλων εδώ κι εκεί, γιατ’ οι δικοί μας πατεράδες δεν αγόραζαν βέβαια, για να μην ξοδευτούν.
Αλλά δε μας έκοβε και τόσο –να πω την αλήθεια- για τα βάσανα της προσφυγιάς, επειδή εμείς είχαμε πια δικές μας έγνοιες. Θα μας πάρουν στο γυμνάσιο; Θα πετύχουμε στις εξετάσεις; Είχαμε διαβάσει καλά το καλοκαίρι, αλλά δειλιάζαμε εδώ στη μεγάλη πολιτεία. Όλα μας φαίνονταν σπουδαία και τρανά. Χανόμασταν μες στ’ ατέλειωτα σοκάκια με τα μαγαζιά και τα στενά τους. Τι καλούδια, τι πραμάτειες πούλαγαν σε κάθε βήμα! Τα διαλαλούσαν κιόλας δυνατά, σάμπως δεν είχαμε μάτια να τα ιδούμε. Τα κοιτάζαμε όλα και τα λιμπιζόμασταν μα δεν περίσσευε ν’ αγοράσουμε τίποτε. Αργότερα, αν ήθελε ο Θεός…
Μες στην αυλή του γυμνασίου γινόταν βοή και κακό σάμπως να ’χαν απολυθεί χιλιάδες γόνοι από μελίσσια. Πηγαινόρχονταν οι γυμνασιόπαιδες από δυο κι από τρεις, παρέες ολόκληρες, ανοίγοντας τα βιβλία, κοιτάζοντας τα τετράδια, λέγοντας ο ένας στον άλλον πώς έγραψαν ή προσπαθώντας να μαντέψουν τα θέματα των εξετάσεων. Πόσο έξυπνοι φαίνονταν, τι προκομμένοι μπροστά μας! Φορούσαν καινούριες κουκουβάγιες στο κεφάλι και άσπρα πουκάμισα ανοιχτά και κολλαριστά παντελόνια ως το γόνα. Έδειχναν πως τα ’ξεραν όλα και δε φοβόνταν τους καθηγητές…….
Καθηγητές του γυμνασίου! Θεέ μου, γίνεται να υπάρχει μεγαλύτερο αξίωμα στην οικουμένη; Απορούσαμε πώς αυτοί οι άνθρωποι είχαν χέρια και πόδια, πώς περπατούσαν στη γη σαν τους άλλους. Τους βλέπαμε σα μυθικά όντα, σα θεούς που ορίζαν την τύχη μας. Αυτοί θ’ αποφάσιζαν αν θα μας δεχτούν στο γυμνάσιο, να γίνουμε κι εμείς κατιτίς, ή θα γυρίζαμε στα χωριά μας να μάθουμε κουτσά στραβά τις πατρικές μας τέχνες. Μα όχι, αυτό δεν το θέλαμε καθόλου. Και τεντώναμε τ’ αυτιά μας ν’ ακούσουμε πώς πρόφεραν οι άλλοι τα γαλλικά, που ήταν η παντοτινή αδυναμία μας. Τι προφορά που είχαν αυτά τ’ Αρτινόπουλα και τι διάβασμα και τι φιγούρα και τι αέρα! Εμείς καθόμασταν στην άκρη ζαρωμένοι με τα φτωχά μας ντρίλια και τα ξεβαμμένα καπέλα, σα να ντρεπόμασταν, θαρρείς, που υπάρχουμε στον κόσμο.
Άρχισαν κι οι εξετάσεις. Μα όταν είδαμε τον καθηγητή να γράφει στον πίνακα το «εισιτήριοι» -για να μην κάνουμε ανορθογραφίες, λέει, απ’ την πρώτη σειρά-, η καρδιά μας, εμένα και του Νάκου, πήγε στον τόπο της. Τέτοια λοιπόν ήταν η σοφία που κατέχανε τούτοι οι φωνακλάδες του προαυλίου; Και πού είσαι ακόμα! Όταν είδαμε σε λίγο ν’ αυθαδιάζουν στον καθηγητή, λέγοντας πως δεν τ’ άκουσαν καλά και να σκουντάν ο ένας τον άλλον, ζητώντας βοήθεια και ν’ αντιγράφουν κρυφά από ξεσκισμένα φύλλα και να κοκκινίζουν και να ιδρωκοπάν, τότε πια βεβαιωθήκαμε πως δεν ήμασταν οι χειρότεροι από κείνη τη μάζωξη. Δώσαμε τις κόλλες απ’ τους πρώτους, βέβαιοι από πριν για την επιτυχία……………
Με τι καμάρι μπήκαμε στον καινούριο, τον ποθητό μας κόσμο! Μαθητής γυμνασίου, δεν ήταν μικρό πράμα για μας. Όπως ο πατέρας μου ήταν ο πρώτος από το χωριό που είχε ονομαστεί δημόσιος υπάλληλος, έτσι κι εμείς ήμασταν οι πρώτοι που αξιωνόμασταν να πατήσουμε στο ζηλευτό γυμνάσιο. Από δω και πέρα έπρεπε να ’χουμε τα μάτια μας τέσσερα να μην πάνε τα έξοδα των γονιών μας χαμένα………………..
Γυμνασιάρχης μας ήταν ο μακαρίτης ο Μόραλης, κοντός, αλλά σβέλτος, και με ματογυάλια, βασιλικός ως το κόκαλο. Είχε παντρευτεί τη θυγατέρα του Μιχάλη του άρχοντα, όπου η σπιτονοικοκυρά μας είχε δουλέψει στα νιάτα της κι από κει γνώριζε, όπως έλεγε, το γυμνασιάρχη. Ήταν σχολάρχης τότε και πήρε γυναίκα τη μαθήτριά του. «Την ερωτεύτηκε», πρόσθεσε χαμογελώντας η κυρα-Βαγγελή, που κι αυτή (όπως μάθαμε αργότερα) κάποιο τέτοιο στραβοπάτημα την είχε κάμει να φύγει απ’ το χωριό, να γίνει «πηρέτρα» στην πολιτεία….” (Πηγή : “Από μικρός στα γράμματα…”, Γ. Κοτζιούλας, ΑΠΑΝΤΑ Γ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ, Β’ τόμος, Δίφρος, 1957)
Στη φωτογραφία ο Γ. Κοτζιούλας σε νεαρή ηλικία (Πηγή : https://ptheo.blogspot.com/)