Μεθαύριο το Σάββατο έχουμε του Λαζάρου. Τον λέει και φτωχολάζαρο ο λαός μας, μ’ έναν τόνο ξεχωριστής συμπάθειας και στοργής. Είναι ο ταπεινός φίλος που αξιώθηκε ν’ ακούσει απ’ το στόμα του Χριστού, μες στη νύχτα του τάφου του «ζωντανός, σαβανωμένος –και με το κερί ζωσμένος», το χαρμόσυνο λόγο του, το αναστάσιμο μήνυμα:
Δεύρο έξω, Λάζαρέ μου,
φίλε και αγαπητέ μου!
Είναι ένα πρόσωπο που, όπως τα περισσότερα του Ευαγγελίου, βρίσκεται πολύ κοντά στο λαό και στην ψυχή του. Συμβολίζει τη φτώχια του, την πατροπαράδοτη λιτότητά του, αλλά μαζί και τον πλούτο των αισθημάτων του, την εγκάρδια πρώτα πρώτα φιλοξενία του. Γι’ αυτό και τον αγαπούν πολύ το Λάζαρο και τον γιορτάζουν, ιδιαίτερα τα παιδιά. Με την ημέρα της μνήμης του συνδέεται ένα από τα ωραιότερα και ποιητικότερα έθιμά τους.
Πολύ πριν φτάσουμε σ’ αυτή την εβδομάδα, τα χωριατόπουλα, εκείνα που βρίσκονται στην ηλικία του σκολιού, δηλαδή από εφτά ως δεκαπέντε χρονών, μπαίνουν σε μεγάλη κίνηση και έγνοια. Ετοιμάζονται για το Λάζαρο. Συγκροτούν διαβούλια, προβαίνουν σε βολιδοσκοπήσεις, καταρτίζουν τους συνδυασμούς των, τις ομάδες περιοδείας που στη γλώσσα τους λέγονται «μάγκες». Την πρωτοβουλία την έχουν πάντα οι μεγαλύτεροι, αυτοί που διαθέτουν δύναμη και επιρροή αλλά και πείρα απ’ τις προηγούμενες φορές. Κοντά σ’ αυτούς προσκολλούνται, σαν υπασπιστές, σα βοηθοί τους, οι μικρότεροι. Κάθε ομάδα έχει τον αρχηγό της, τον πιο άφοβο ας πούμε, αλλά δίπλα του κι έναν άλλο για σύμβουλο, σαν επιτελή του. Καμιά φορά διοικεί και τριανδρία. Οι υπόλοιποι δεν έχουν γνώμη, είναι για να πλαισιώνουν το αρχηγείο και να βαστούν το καλάθι, ξαλλάζοντάς το εννοείται, στις ατέλειωτες ώρες που βαστάει η περιοδεία.
–Θα με πάρετε κι εμένα; ζητούν παρακαλεστικά οι πιτσιρίκοι τους πιο τρανούς.
–Θα ιδούμε, ακόμα δεν αποφασίσαμε, τους απαντούν με υπεκφυγές.
Υπάρχουν και παρέες που καταρτίζονται μυστικά, χωρίς ν’ ανακοινωθεί η σύνθεσή τους, έτσι για να αιφνιδιάσουν τις αντίζηλες ομάδες, τους ανταγωνιστές των. Αλλά οι περισσότεροι σχηματίζουν μια κανονική εταιρία, ανάλογα με τους φιλικούς δεσμούς και τα συμφέροντά τους.
Σ’ αυτή την εταιρία άλλος προσφέρει την παλικαριά του –απέναντι των σκυλιών, στην περίπτωσή μας–, άλλος τις συγγενικές γνωριμίες του, άλλος την ηχηρή, έστω και φάλτσα φωνή του, άλλος δανείζει κυπριά και κουδούνια, όπως θα ιδούμε, και οι πιο πολλοί διαθέτουν την παθητική αρετή που λέγεται υπακοή και που τη λογαριάζουν κι αυτήν οι φιλόδοξοι αρχηγοί. Εννοείται πως η μοιρασιά στο τέλος γινόταν με δημοκρατική ισοτιμία, ένα σου και ένα μου, χωρίς διακρίσεις για τον έναν ή τον άλλο.
Στο τριγύρισμα των παιδιών ως Λαζαρούδια λάβαιναν μέρος όλα τα παιδιά ανεξαίρετα. Την περίμεναν πώς και πώς αυτή την ημέρα, από βδομάδες και μήνες, μες στη μονοτονία της οικογενειακής και σχολικής ζωής τους. Κανένα εμπόδιο, ούτε ακόμη και η ανημπόρια, δεν μπορούσε να τα συγκρατήσει από το ευχάριστο αυτό καθήκον τους, που συνδεόταν κάπως με την ιδέα του κέρδους, γιατί τόσος κόπος είναι σωστό να πληρώνεται κάπως στο τέλος.
Λογής λογής υπολογισμοί κυριαρχούσαν κι εναλλάσσονταν μέσα στο ασχημάτιστο μυαλό τους. Να πάρουμε και τον τάδε; Μα είναι απ’ τον άλλο μαχαλά. Δεν πειράζει: θα γνωρίζεται με σπίτια που αλλιώς δε θα μας έβγαναν αυγά. Αμή και τον δείνα; Καλός είναι κι αυτός, γιατί θα βαστάει το καλάθι χωρίς να γκρινιάζει. Έτσι ξεσκονίζονταν όλοι προκαταβολικά, για να ‘χει γερή συνοχή η παρέα και πιο πολλές πιθανότητες επιτυχίας.
Την παραμονή του ξεκινήματος μαζεύονταν κάπου απόμερα, μακριά από τα σπίτια, κι έκαναν δοκιμές στο τραγούδι του Λαζάρου, για να ξαναθυμηθούν όλα τα λόγια ως το τέλος και ν’ ασκήσουν τη φωνή τους, να τη βάλουν σε λογαριασμό, μέσα στις απαιτήσεις του πλαισίου, χωρίς γνώσεις μουσικής, έτσι με ένστικτο, δίνοντας οδηγίες στους παράτονους να συμμορφωθούν, για να μη γελάει ο κόσμος μαζί τους και πρώτοι βέβαια οι αντίζηλοι. Εκεί, λοιπόν, κάτω απ’ τα δέντρα παίρναν τον παμπάλαιο πολυειπωμένο σκοπό με μια σοβαρότητα, σχεδόν εμβρίθεια τόσο αταίριαστη με τις δροσερές τους φωνές.
Σήμερον έρχετ’ ο Χριστός,
ο επουράνιος Θεός
εις την πόλη Βηθανία
και με κλάδους, με βαΐα…
Λίγο παράξενα τους φαίνονταν τα λόγια, αλλά τα καταλάβαιναν καλά. «Κλάδοι» θα ήταν φυσικά τα ανθισμένα κλαδιά, να, σαν κι αυτά που έκοβαν από τις ανθισμένες κερασιές και τις κορομηλιές (κάνοντας κάποτε αληθινή χαλάστρα στα λιγοστά τους καρπόκλαρα) για να στολίσουν όπως έπρεπε τα ζηλευτά τους καλάθια. Και «Βαΐα» δεν μπορεί να ήταν άλλα από τα βάγια, τους ανθισμένους κίτρινους κλώνους της δάφνης με το ευωδερό τους άρωμα. Έκοβαν φούντες ολόκληρες απ’ το κοντινό δάσος, που ήταν ο πλούτος των φτωχών ανθρώπων –ένας απέραντος δαφνώνας.
Άλλη φροντίδα τους ήταν να προμηθευτούν από τα σπίτια τους γερά, φαρδιά καλάθια πλεγμένα από καλάμια ή άλλες βέργες λυγερές. Δύσκολα βρίσκονταν απ’ αυτά στα φτωχοχώρια κι η εξοικονόμηση καλαθιού προϋπόθεται μια μικρή θυσία∙ αδυναμία πάντως από μέρος τής μητέρας για χάρη του γιου της. Η παρέα που δεν μπορούσε να διαθέσει παραπάνω από ένα, μόλις γέμιζε αυτό, άφηναν το περιεχόμενο σ’ ένα έμπιστο συγγενικό τους σπίτι και συνέχιζαν την περιοδεία τους προσπαθώντας να το ξαναγεμίσουν.
Φρόντιζαν, τέλος, πριν ξεκινήσουν, να εφοδιαστούν όλοι τους με χοντρά ραβδιά, μακρύτερα απ’ το ανάστημά τους, που τα διάλεγαν μόνοι τους μέσα στο λόγγο πελεκώντας τα με υπομονή, καμιά φορά και κεντώντας τη φλούδα τους ή μπήγοντάς τους αποκάτω μια βελανιά για τ’ αδέσποτα σκυλιά. Όχι πως τα φοβόνταν, αλλά όσο και νάναι τους ενοχλούσαν με τ’ αλυχτήματά τους και καμιά φορά μπορούσαν να αιφνιδιάσουν τους καλαθοκράτες και να σπάσουν ή να ραγίσουν τίποτε αυγά. Τα σκυλιά εκεί πέρα, στα ορεινά προπάντων χωριά, με το να μην υπάρχουν αυλόγυροι, μένουν απολυτά μέρα νύχτα, φύλακες άγρυπνοι του σπιτιού, και πολύ λίγο διαφέρουν, στ’ αλύχτημα και στην ορμή τους, από μολοσσούς.
Για να ξεκινήσουν περίμεναν να γίνει δειλινό, οι πιο μεγάλοι, και να σουρουπώσει. Το ‘χαν σε ντροπή τους αυτοί να γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι με το φως της ημέρας, προτιμώντας τον ερχομό του σκοταδιού, για να δείξουν καλύτερα την παλικαριά τους. Οι άλλοι όμως, οι μικρότεροι, που φοβούνται τα ισκιώματα και τις κακοτοπιές της νύχτας, αρχίζουν από νωρίς τη γύρα τους, για να μαζέψουν εκείνα τα λίγα ή πολλά και να τρυπώσουν πάλι από νωρίς, σαν απροστάτευτα πουλάκια, στην ασφάλεια του σπιτιού τους. Δεν έχουν αυτοί όρεξη για νυχτερινές περιπλανήσεις, καμιά φορά και συγκρούσεις με ισχυρές, προκλητικές μάγκες. Καλύτερα να πάρουν αποβραδίς ό,τι τους αναλογεί –λίγα ζευγάρια αυγά και τίποτε φραγκοδίφραγκα– και να κοιμηθούν ήσυχα, σίγουρα δίπλα στην καλή τους γιαγιά.
Έτσι λοιπόν η νύχτα του Λαζάρου αφηνόταν όλη στη διάθεση των μεγάλων. Τι μουσική βακχεία ήταν εκείνη, τι συναγερμός ολονύχτιος με τα λαλήματα των κυπριών και τ’ αλυχτήματα των σκύλων! Κανένας σχεδόν δεν έκλεινε μάτι, ούτε από τα παιδιά που τριγυρνούσαν, μα ούτε καλά καλά κι απ’ τους νοικοκυραίους. Δεν πρόφταινε να φύγει η μια παρέα, φιλοδωρημένη φυσικά, κι αμέσως κόπιαζαν άλλοι.
–Αγαπάτε Λάζαρο; αυτή ήταν η στερεότυπη καθιερωμένη εισαγωγή τους. Ποιανού χριστιανού, ποιανού χωριανού του βαστούσε η καρδιά να πει όχι; Το να μη δεχτείς τα Λαζαρούδια, μια φορά το χρόνο που γυρίζουν για να μολογήσουν τα θαύματα του Χριστού, είναι κρίμα απ’ το Θεό, σχεδόν αμαρτία και πάντως γρουσουζιά. Πώς να μην παραπονιούνται ύστερα τα παιδιά και να μην το θυμούνται όλη τη χρονιά και να μη σε δυσφημίζουν στο χωριό πως μόνο στο τάδε και στο δείνα σπίτι «δε μας έβαλαν», τάχα πως τους χάλαγαν τον ύπνο; Έτσι βγαίνει τ’ όνομα του σφιχτού και του τσιγκούνη και του διαστρεμμένου.
Αυτοί έφευγαν λοιπόν κι άλλοι έρχονταν. Και τα κυπριά με τις βαριές κουδούνες αντηχούσαν αδιάκοπα κι οι φωνές ακούραστες επαναλάβαιναν το παλιό της Βηθανίας θάμα κι ήταν σα μια πρωτότυπη παράσταση, σαν θέατρο θρησκευτικό, εκεί στην πνευματική σκοτεινιά, στην έλλειψη κάθε ψυχαγωγίας. Τα τραγούδια κι οι κουβέντες στο τέλος απόδιωχναν τον ύπνο κι έτσι ο νοικοκύρης δε βαρυγκομούσε για τους εξακολουθητικούς, ως πέρα απ’ τα μεσάνυχτα, μουσαφιραίους.
Τελευταία άφηνε κάθε συντροφιά τη γειτονιά της, τα συγγενικά τους σπίτια. Εκεί το είχαν σίγουρο μια φορά, όποιαν ώρα και να κατέληγαν. Εκεί δεν θα τους έβαναν ένα ζευγάρι αυγά, μα δυο και παραπάνω, όσα χωρούσαν οι δυο χούφτες μαζί της νοικοκυράς. Γι’ αυτό τα φύλαγαν όλη τη σαρακοστή, για να φιλέψουν τ’ ανεψίδια τους ή τους αναδεχτούς των που θα περνούσαν την ημέρα του Λαζάρου.
Γι’ αυτό κι οι επικεφαλής της χορωδίας να πούμε, όσο βλέπαν τις κινήσεις και διαισθάνονταν τις διαθέσεις και πρόβλεπαν γενναιόδωρη την αμοιβή, άλλο τόσο δυνάμωναν τη φωνή τους και τόνιζαν τα λόγια, από ηθική ικανοποίηση περισσότερο παρά από άλλο κίνητρο. Κι η ευχετήρια επισφράγιση, τραγουδιστή πάντα, ήταν:
Του χρόνου πάλι νάρθουμε, μ’ υγεία να σας βρούμε
στα σπίτια σας χαρούμενοι κι όλοι να τραγουδούμε.
–Σ’ έτη πολλά, κι από χρόνου, προσθέταν με ζωηρό οικείο τόνο, τοποθετώντας τα κάτασπρα στρογγυλά αυγά ανάμεσα στ’ άλλα.
Έ, δόξα σοι ο Θεός, καλά πήγανε κι εφέτος. Αύριο πρωί πρωί θα μοιραστούνε τ’ αυγά, χώρια τα γερά, χώρια τα ραϊσμένα (που μπορεί να τα δώσουνε και στο μπακάλη), θα κάμουν το λογαριασμό και στα λεφτά, που με το μερίδιό τους θ’ αγοράσουν βαφή ή λαμπάδα, κι έτσι θάχουν με τι να υποδεχτούν την πολυπόθητη Λαμπρή.
Φωτο : ΤΑ ΛΑΖΑΡΟΥΔΙΑ από το Λεύκωμα του Κ. Μπαλάφα “ΗΠΕΙΡΟΣ”
-
-
Ετικέτες
-
"Οι φωτογραφίες του Richard William Holtermann από το ταξίδι του στην Άρτα και την Πρέβεζα" Ό,τι έχει απομείνει απ’ την Άρτα του χτες….. Αθλητικές Εκδηλώσεις Αρτινά Πρόσωπα και Παρέες Αρτινές Οικογένειες Αρτινοί ζωγράφοι και η Άρτα Γεώργιος Καραϊσκάκης Γιορτάζοντας τις Εθνικές Επετείους Επισκέπτες άσημοι και διάσημοι Η Άρτα στην Τουρκοκρατία Η Άρτα στην κατοχή και την Αντίσταση Η Άρτα στο πέρασμα του χρόνου Η Άρτα στους Βαλκανικούς Πολέμους Η Απελευθέρωση το 1881 Η Αρχιτεκτονική στην Άρτα και την γύρω περιοχή Η Εβραϊκή κοινότητα της Άρτας Η Εκπαίδευση στην Άρτα Η μουσική, τα σινεμά και το ερασιτεχνικό θέατρο στην Άρτα Η ομάδα της Αναγέννησης Η ομάδα του Αετού Η ομάδα του Ολυμπιακού Η ομάδα του Παναμβρακικού Λαογραφικά και άλλα Ο Αμβρακικός και τα λιμάνια του Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 Ο Ξεσηκωμός κατά των Τούρκων Οι Αποκριές Οι Εκκλησίες Οι Πλατείες Οι Συνοικίες Οι άλλες ομάδες Περί Τμήματος Καραβοσαρά και Λάκκας Περιηγητές που πέρασαν από την Άρτα Ποιμενική Ζωή Στο δρόμο προς το Ξηροβούνι Τα Μέσα Μεταφοράς Τα Μοναστήρια Τα Ραδοβίζια και τα χωριά τους Τα Τζουμέρκα και τα χωριά τους Τα χωριά γύρω από την πόλη Τα χωριά στον Κάμπο της Άρτας Το Γεφύρι της Άρτας και ο Άραχθος Ποταμός Το Κάστρο και το Ξενία Το εμπόριο στην Άρτα Χάρτες, χαρακτικά και γκραβούρες
-
Facebook
-
Πρόσφατα Άρθρα
-
Αρχεία
- Οκτώβριος 2024 (25)
- Σεπτέμβριος 2024 (41)
- Αύγουστος 2024 (38)
- Ιούλιος 2024 (30)
- Ιούνιος 2024 (55)
- Μάιος 2024 (84)
- Απρίλιος 2024 (64)
- Μάρτιος 2024 (75)
- Φεβρουάριος 2024 (67)
- Ιανουάριος 2024 (68)
- Δεκέμβριος 2023 (62)
- Νοέμβριος 2023 (63)
- Οκτώβριος 2023 (86)
- Σεπτέμβριος 2023 (53)
- Αύγουστος 2023 (56)
- Ιούλιος 2023 (61)
- Ιούνιος 2023 (89)
- Μάιος 2023 (106)
- Απρίλιος 2023 (118)
- Μάρτιος 2023 (116)
- Φεβρουάριος 2023 (92)
- Ιανουάριος 2023 (124)
- Δεκέμβριος 2022 (102)
- Νοέμβριος 2022 (110)
- Οκτώβριος 2022 (121)
- Σεπτέμβριος 2022 (107)
- Αύγουστος 2022 (93)
- Ιούλιος 2022 (69)
- Ιούνιος 2022 (93)
- Μάιος 2022 (88)
- Απρίλιος 2022 (67)
- Μάρτιος 2022 (100)
- Φεβρουάριος 2022 (73)
- Ιανουάριος 2022 (85)
- Δεκέμβριος 2021 (89)
- Νοέμβριος 2021 (93)
- Οκτώβριος 2021 (94)
- Σεπτέμβριος 2021 (95)
- Αύγουστος 2021 (70)
- Ιούλιος 2021 (75)
- Ιούνιος 2021 (90)
- Μάιος 2021 (97)
- Απρίλιος 2021 (135)
- Μάρτιος 2021 (145)
- Φεβρουάριος 2021 (146)
- Ιανουάριος 2021 (65)
- Ιανουάριος 2020 (1)