————————-
Ένα βασικό εξαγώγιμο προϊόν της περιοχής μας την εποχή των εμπορικών συναλλαγών με τους Βενετούς ήταν και το βελανίδι. Διερωτώμενοι για τη χρήση του, διαβάζουμε σχετικά :
”…..Παλαιότερα, οπότε τό βαλανίδι έχρησιμοποιείτο παρ’ ήμίν διά τήν δέψιν* των δορών, υπεβάλλετο είς άλεσμα είς ειδικούς μύλους, όπόθεν έλαμβάνετο ένα χονδρόκοκκον άλευρον. Τούτο έχρησίμευε είς τά ταμπάκικα προς έπίπασιν τών δορών, τής δέψεως διαρκούσης πολλά έτη. Τό μεγαλύτερον όμως μέρος τής παραγωγής κατά τήν έποχήν τής Τουρκοκρατίας έξήγετο είς τό Εξωτερικόν, όπως άναφέρουν οί περιηγηταί.
Μαρτυρίας έξαγωγής έκ Θεσπρωτίας είς Μασσαλίαν άνευρίσκομεν είς τούς περιηγητάς Spon καί Wheler (1678 τόμ. Β’ σελ. 9, 20, 202, 250) τόσον βαλανιδιού όσον καί πρινοκοκκίου. Όμοίως καί είς τον Τουρνεφόρ έκ Σάμου είς Μασσαλίαν (1727 σ. 106) καθώς καί είς τόν Πουκεβίλ. Κατά τόν παρελθόντα αιώνα, τό βαλανίδι άποτελούσε διά την χώραν σημαντικόν άξαγώγιμον προϊόν, μή χρησιμοποιούμενον παρ’ ήμίν είς μεγάλην κλίμακα διότι τούτο έχει μεγαλυτέραν έφαρμογήν προκειμένου περί λεπτών καί εύγενών δορών προς παραγωγήν σουέτ καί σεβρώ. Δέρματα τοιαύτα δέν δέφονται είς τήν χώραν μας. Ή έλληνική βυρσοδεψία χρησιμοποιεί είς μεγάλην κλίμακα τόν πευκοφλοιόν (πίτυκαν ή πιτύκι) καί άλλους φλοιούς δπως τής ρίζης του Πρίνου καί τών φύλλων καί κλάδων τού Ρουδίου τουρκ, Σουμάκ. (βλ. λ. Πρίνος, Ρούδι, Σουμάκι). Τό βαλανίδι κατά τόν παρελθόντα αί. άποτελούσε, ως είπομεν, ένα άπό τά όλίγα προϊόντα τής παραγωγής μας τά όποια ήδύνατο ή χώρα νά έξαγάγη, πράγμα σπουδαιότατον διά τό έμπορικόν της ίσοζύγιον τό όποιον ήτο άπό άνέκαθεν παθητικόν. Εικόνα τής σημασίας ταύτης μάς δίνουν τά κατωτέρω στοιχεία, έμφαίνοντα τήν θέσιν τής βαλανιδιού μεταξύ τών άλλων έξαγομένων δασικών προϊόντων.
ΠΡΟΙΟΝΤΑ ΕΞΑΧΘΕΝΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΡΙΕΤΙΑΝ 1851-1853
Είδος προϊόντος ’Αξία είς δραχ. Ποσοστό
Ρητίναι καί
ρητιν. προϊόντα 91.600 0,30%
Ξυλεία κατ. 132.170 0,44%
Βαλανίδια 2.704.940 9,26%
Σύνολον 2.928.710 10.00
Κατά την έπταετίαν 1861— 1866 έξήχθησαν έτησίως κατά μέσον όρον βαλανίδια άξίας 1.116.000 δρχ.”
Στις δασικές εκτάσεις της περιοχής της Άρτας ανήκαν η δασική έκταση του Μακρυνόρους στα βορειοανατολικά του Αµβρακικού κόλπου, στην οποία κυριαρχούσε η βελανιδιά , µε ψηλούς ίσους κορµούς. Στη βόρεια πλευρά του Αµβρακικού κόλπου υπήρχε το δάσος του Λούρου , που ήταν αξιόλογο , όχι µόνο για τον πλούτο του , αλλά και για την εύκολη εκµετάλλευσή του. Πρόκειται για εκτεταµένη δασική περιοχή, µε περίµετρο πέντε χιλιόµετρα , όπου αφθονούσε κυρίως η βελανιδιά.
“Ή μεγαλυτέρα παραγωγή βαλανιδίου εγίνετο είς τήν Ακαρνανίαν, διότι έκεί ΰπάρχουν έκτεταμένα δάση βαλανιδιάς. Είναι δέ καί το καλυτέρας ποιότητος βαλανίδι άπό το παραγόμενον άλλαχού έν Έλλάδι. Τό βαλανίδι τής ’Ακαρνανίας έχει, κατά μέσον όρον, περιεκτικότητα είς ταννίνην 24% , ένώ τό βαλανίδι τής Θεσπρωτίας καί τής Ηπείρου γενικώς έχει περιεκτικότητα μόλις 14%.
Τό βαλανίδι, χρησιμοποιοΰμενον είς την κατεργασίαν των δορών διά την μεταβολήν των είς δέρματα, ΰποβάλλεται σήμερον είς χημικήν καί μηχανικήν κατεργασίαν καί φέρεται είς τό έμπόριον υπό μορφήν εκχυλίσματος έκχυλίσματος.”
Η εξαγωγή βελανιδιού, ιδιαίτερα από λιμάνια της Αιτωλοακαρνανίας συνεχίστηκε μέχρι και την δεκαετία του 1950. (Πηγή Άρθρο του Π. Γρίσπου, ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, τχ. 191-92-93, 1968)
Στη φωτογραφία “Κάρα φορτωμένα με βελανίδι στο λιμάνι του Αστακού την δεκαετία του ’50”. ( (Πηγή φωτογραφίας : Από τη σελίδα λαογραφίας “Βασιλόπουλο Ξηρόμερου” στο Facebook)