ΤΟ KOMΠΟΤΙΟΝ (σε περιγραφή του Αναστάσιου Γούδα το 1872)

“Το Κομπότιον ήτο προ της ελληνικής επαναστάσεως ιδιοκτησία (τσιφτλίκη) του Μουχτάρ πασσά, υιού του διαβόητου Αλή πασσά, και έχαιρεν ως τοιούτον προστασίας τινός, αν δύναται τις να ονομάση προστασίαν την μη καταπίεσιν μεν υπό κακοποιών, αλλά την μέχρις οστέων απογύμνωσιν των κατοίκων διά διαφόρων φορολογιών, εισπραττομένων υπέρ αυτού του ιδιοκτήτου. Το Κομπότιον τότε έδιδεν , ως και άπαντα τα τσιφτλίκια του Μουχτάρ πασσά, εις τον ιδιοκτήτην, πλην των άλλων εκτάκτων δαπανημάτων και τριάκοντα τρία και εν τρίτον τοις εκατόν ως τακτικόν και νόμιμον φόρον εκ του ακαθαρίστου εισοδήματος των γεωργικών προιόντων. Σήμερον δε άπαντα τα τότε τσιφτλίκια δίδουσι νομίζομεν εις τον Σουλτάνον σμικρόν τι πλειότερον τούτου, τεσσαράκοντα τέσσαρα τοις εκατόν. Αλλά το Κομπότιον, καίτοι ούτω φορολογούμενον, διά την τεραστίαν όμως ενεργητικότητα των κατοίκων του, ήτο τότε εν ανθηρά τινί καταστάσει. Και ναόν αξιοπρεπή είχε, και σχολείον τι διετήρει και τριακοσίας περίπου οικογενείας ηρίθμει, απάσας κατοικούσας ουχί φύρδην μίγδην μετά των ζώων, ώσπερ αλλαχού, αλλ’ ανέτως εις οίκους λιθοκτίστους, και εκ πολλών δωματίων συγκειμένους. Βάσκανος όμως δαίμων εφθόνησεν την ευημερίαν ταύτην του Κομποτίου, και κατέστρεψεν αυτό σμικρόν προ του ελληνικού αγώνος ο εκείθεν διαβάς προς πολιόρκησιν του Αλή πασσά, Μπαμπά πασσά  ή Πεχλιβάν πασσάς.

Ο θηριώδης ούτος σατράπης διετάγη, ως γνωστόν, να στρατολογήση από της Θράκης, Μακεδονίας και Θεσσαλίας και να εκστρατεύση κατά του Αλή πασσά. Ευρών δε κατειλημμένα υπό των στρατών αυτού ή μάλλον ειπείν υπό των αρματωλών ελλήνων τα στενά του Πίνδου, εστράφη προς την Φθιώτιδα, διήλθε αμαχητί τας Θερμοπύλας, και εστάθμευσεν ημέρας τινάς εις Λεβαδείαν. Εκείθεν δ’ εστράφη έπειτα προς την Φωκίδα, και εισήλθεν εις την Ήπειρον διά της Ακαρνανίας. Πανταχού δε της διαβάσεώς του, και ιδίως ένθα είκαζε συμπάθειάν τινα υπέρ του Αλή πασσά, διέσπειρε τον τρόμον και την ερήμωσιν. Εν τινι χωρίω του Ζυγού, Παπαδάταις λεγομένω, οι στρατιώται του σατράπου τούτου απήγαγον και ίσως εξεβίασαν την σύζυγον χωρικού τινός. Παραπονεθέντος δ’ αυτού επί τούτω εις τον αρχιστράτηγον, «Πόσα έτη είχες την σύζυγον ταύτην; ηρώτησεν ούτος, ενώπιον του προεστού Μαγγίνα. «Είκοσιν» απήντησεν ο παθών. «Και δεν σοι αρκεί τοσαύτη συμβίωσις; Άπελθε!». Αύτη ήτο η μόνη ικανοποίησις, ην έδωκε τω παθόντι ο πασσάς. Τότε λοιπόν κατεστράφη καθ’ ολοκληρίαν και το Κομπότιον, διασωθειθεισών μόνον των ασβεστοκτίστων οικιών αυτού. Αλλ’ εν τω ατυχεί τούτω χωρίω έμελλον να διαδραματισθώσι και βραδύτερον σπουδαιότεραι και τραγικώτεραι σκηναί…..….”.(Πηγή : ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, Αναστασίου Γούδα, Αθήναι, 1872)

Σπίτια στο Κομπότι (Σπύρος Μελετζής, 1938)
Δημοσιεύθηκε στην Τα χωριά γύρω από την πόλη. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *