Η οπτική απεικόνιση του θανάτου με φωτογραφική μέθοδο, που αναπτύχθηκε κατά τον 19ο αιώνα, είναι μία από τις πάρα πολλές προσπάθειες που έχουν γίνει για τη συμφιλίωση του ανθρώπου με τον τερματισμό της ζωής. Οι εικόνες αυτές ήταν, μερικές φορές, τα δευτερεύοντα προϊόντα κοινωνικών πρακτικών, όπως π.χ. νεκρώσιμων τελετών και ταφών. Σε όλες τις περιπτώσεις, όμως, αντανακλούν μια ορμέμφυτη τάση, χαρακτηριστική της εποχής κατά την οποία δημιουργήθηκαν. Αυτή η τάση μπορεί να περιγραφεί ως μια ρομαντική και συναισθηματική επιθυμία των ανθρώπων να υπερνικήσουν το γεγονός του οριστικού χωρισμού καθώς ο άνθρωπος του 19ου αιώνα επιδίωκε να διατηρήσει ζωντανό στη μνήμη το πρόσωπο που πέθανε, με κάθε δυνατό τρόπο. Οπτικά είδωλα, ιδιαίτερα φωτογραφίες, παρείχαν κάποιους από τους πλέον αποτελεσματικούς και συναισθηματικά ικανοποιητικούς τρόπους για να επιτευχθεί αυτό. Τέτοιες φωτογραφίες θεωρούνταν γενικά «θεραπευτικές», ενώ παράλληλα επαλήθευαν το θάνατο κάποιου προσώπου στους συγγενείς που έμεναν μακριά.
Ο μεγάλος αριθμός φωτογραφικών διαφημίσεων, σχετικών με το θέμα αυτό στο εξωτερικό, υποδηλώνει ότι το νεκρικό πορτρέτο ήταν ευρέως διαδεδομένο, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε τα παιδιά. Η κλασική πόζα, σαν αυτό να κοιμάται, αντιπροσώπευε την έκφραση της χριστιανικής πεποίθησης για την ανάσταση των νεκρών. Η νεκρική φωτογραφία ήταν για πολλούς το μοναδικό φωτογραφικό πορτρέτο που υπήρχε. Αποτελούσε, λοιπόν, την τελευταία ευκαιρία για την καταγραφή των χαρακτηριστικών κάποιου αγαπημένου, τον οποίο ο θάνατος απαίτησε τόσο ξαφνικά.
Τα μεταθανάτια πορτρέτα της πρώιμης περιόδου (1850-1875) διαθέτουν αρκετές ομοιότητες μεταξύ τους. Τα πιο πολλά είναι κοντινά πορτρέτα από τη μέση και πάνω, που δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στα χαρακτηριστικά του προσώπου. Αν τυχαίνει να φαίνεται και ο περιβάλλων χώρος, αυτός συνήθως είναι το εσωτερικό κάποιου σπιτιού. Βιβλία, λουλούδια ή θρησκευτικά αντικείμενα, όπως κεριά ή σταυρός, τοποθετούνται ενίοτε στα χέρια ή στο στήθος του νεκρού. Η πόζα ουσιαστικά εκφράζει τα συναισθήματα προς τον νεκρό. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα επικρατούσε η αντίληψη ότι ο θάνατος δεν επήλθε πραγματικά. Οι άνθρωποι δεν πέθαιναν, αλλά απλά κοιμόντουσαν. Ουσιαστικά αναπαύονταν από τις εργασίες τους. Η ανάγκη να δημιουργήσουν τη φαντασίωση της ζωής ήταν τόσο έντονη, ώστε ο φωτογράφος συχνά τραβούσε τη φωτογραφία ενός ξαπλωμένου ατόμου και κατόπιν γύριζε την εικόνα κατά ενενήντα μοίρες, έτσι ώστε να φαίνεται ότι ήταν καθιστά. Ο Φίλιππος Μαργαρίτης είναι ο πρώτος Έλληνας ο οποίος μεταξύ των θεμάτων που φωτογράφισε ήταν και νεκρικά πορτρέτα μικρών παιδιών και επιφανών ανδρών της εποχής του. Πρόκειται φωτογραφίες αλμπουμίνας, τις οποίες τράβηξε την περίοδο 1855-1870. Οι λήψεις είναι συνήθως κοντινές και περιλαμβάνουν τον νεκρό, ολόκληρο ή σε μπούστο, στο κρεβάτι του.
Προς τα τέλη του 19ου αιώνα και αρχές του 20ου εμφανίστηκαν και φωτογραφίες που περιλάμβαναν και τους συγγενείς που βρίσκονταν πίσω ή γύρω από το νεκρό. Οι λήψεις αυτές χρειάζονταν αρκετή ώρα μέχρι να τοποθετηθούν όλοι στην κατάλληλη θέση, ανάλογα με το βαθμό συγγένειας που είχαν με τον νεκρό. Κατά τον 20ο αιώνα γίνονταν και λήψεις όπου όλοι οι κάτοικοι ενός χωριού στέκονταν γύρω από το ανοικτό φέρετρο, στο προαύλιο της εκκλησίας.
Νεκρικά πορτρέτα συναντώνται στο εξής και σε άλλες επαρχιακές πόλεις της Ελλάδας. Στην Άρτα μια μεγάλη συλλογή από νεκρικά πορτραίτα υπάρχει στο φωτογραφικό αρχείο του Δημήτρη Ν. Μητσιάνη. (Πηγή : ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ 1839 – 1970, Άλκης Ξ. Ξανθάκης, Αθήνα, 2008)