“Κάθε χρόνο, το μήνα Ιούνη, όλα τα χωριά στο Ξηροβούνι γιόρταζαν τη γιορτή του Αγίου Πνεύματος στην εκκλησία της Φανερωμένης στην κορυφή του βουνού.
Τότε βέβαια δεν υπήρχε ούτε δημόσιος δρόμος, ούτε αυτοκίνητα και η πρόσβαση στη Φανερωμένη γίνονταν από το μονοπάτι που ανέβαινε κατά μήκος του λαγκαδιού. Ξεκινούσαμε λοιπόν νωρίς, νωρίς, με τα πόδια και φτάνοντας στη Ροδαυγή αρχίζαμε την ανάβαση στο στενό μονοπάτι στο φρύδι του Κακολάγκαδου, που θα μας οδηγούσε στην κορυφή του βουνού. Μια πολύχρωμη ανθρώπινη αλυσίδα από γέρους, νέους και παιδιά που φόραγαν τα καλά τους, απλώνονταν κατά μήκος της διαδρομής……Που και που κάποιοι ανέβαιναν καβάλα στο μουλάρι τους. Στενό και απότομο το μονοπάτι και από κάτω ο γκρεμός που σου έφερνε ζάλη……Οι γονείς κρατούσαν σφιχτά τα παιδιά απ’ το χέρι μη τυχόν και γλιστρήσουν και έλεγαν και ξανάλεγαν την ιστορία του παλληκαριού που τα παλιά τα χρόνια είχε κατεβεί στα μισά του γκρεμού να τρυγήσει το άγριο μελίσσι που φώλιαζε εκεί σε μια σπηλιά….Δέθηκε λοιπόν το παλληκάρι και κατέβηκε στο γκρεμό. Με το μαχαίρι του έσκισε την κερήθρα κι άρχισε να μαζεύει το χρυσαφένιο υγρό….Γύρω του το μελίσσι βούιζε άγρια θέλοντας να διώξει τον εισβολέα… Ξαφνικά ένα φίδι μεγάλο σαν στοιχειό ξεπρόβαλε πάνω απ’ το κεφάλι του παλληκαριού. Κι αυτό κάνει μια με το μαχαίρι του και του κόβει το κεφάλι…Και μετά το μόνο που ακούστηκε ήταν ο αντίλαλος απ’ το ουρλιαχτό του παλληκαριού καθώς συντρίβονταν κάτω στο βάραθρο…Γιατί το φίδι δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά το χοντρό σκοινί με το οποίο το παλληκάρι ήταν δεμένο….
Φτάνοντας στην κορυφή σταματούσαμε να πάρουμε μια ανάσα και να θαυμάσουμε το τοπίο μπροστά μας. Το μάτι έφτανε ως απέναντι στα Τζουμέρκα, που είχαν ακόμη χιόνι στην κορφή τους, κι ως κάτω στη θάλασσα του Αμβρακικού που λαμπύριζε στον πρωινό ήλιο του Ιούνη. Και στο βάθος της κοιλάδας, ανάμεσα στους ορεινούς όγκους ο Άραχθος στριφογύριζε σαν ένα πελώριο φίδι… Αφήνοντας πίσω το μονοπάτι διασχίζαμε πια το καταπράσινο ορεινό λιβάδι μέχρι την εκκλησία. Οι σκόρπιες αχυροκαλύβες και τα σπιτοκάλυβα είχαν τώρα ζωντανέψει, μετά την ερημιά του χειμώνα καθώς οι τζιομπαναραίοι είχαν αφήσει πίσω τους τα χειμαδιά του Χανόπουλου και της Στρεβίνας και είχαν ανέβει στο βουνό. Οι γυναίκες έκρυβαν τα παλιά τους παπούτσια στους θάμνους και φόραγαν τα καλά τους για την εκκλησία…Που λεφτά για δεύτερο ζευγάρι καλά παπούτσια!
Η εκκλησία της Αγίας Τριάδας, παλιά, χτισμένη γύρω στα 1800, αγιογραφημένη με τοιχογραφίες που συνδύαζαν μοναδική λαμπρότητα και παλέτα χρωμάτων, φάνταζε στα παιδικά μας μάτια παραμυθένια. Μόλις «απόλαγε» η εκκλησία οι άνθρωποι μαζεύονταν παρέες, παρέες να ανταλλάξουν ευχές. Οι καρέκλες ελάχιστες και οι περισσότεροι κάθονταν κατάχαμα στο γρασίδι να δουν το χορό και να φάνε το ψητό στη λαδόκολλα…Κι αφού τέλειωνε η γιορτή έπαιρναν το κατηφορικό πια μονοπάτι στα χωριά τους, αφήνοντας τη Φανερωμένη ξανά στη μοναξιά της, γεμάτοι ικανοποίηση που για μια ακόμη χρονιά είχαν κατορθώσει να προσκυνήσουν τη χάρη της! (Κείμενο Α. Καρρά)
Στη φωτογραφία «Από το πανηγύρι στη Φανερωμένη τη δεκαετία του ‘50». Η φωτογραφία αναρτήθηκε από την κυρία Anthoula Ziori στις 26 Απριλίου2020 στην σελίδα Φανερωμένη Άρτας στο facebook.