“Αρχές Σεπτέμβρη του 1964 και στην περιοχή μας, μια εργατοσυνοικία της Άρτας, τη Φανερωμένη, πάνω από τις Σκάλες του Παπαδημητρίου και τη μεγάλη αλάνα που αργότερα έγινε η πλατεία Ζέρβα, τα πρωτάκια ετοιμάζονταν για την πρώτη τους μέρα στο δημοτικό σχολείο. Δεν είχαν την τύχη, εκείνα τα χρόνια της μεγάλης φτώχειας, να ζήσουν την εμπειρία ενός παιδικού σταθμού ή του νηπιαγωγείου και να ανασάνουν οι μανάδες τους, που είχαν από τέσσερα και πέντε πολλές φορές η καθεμιά, αφού είναι γνωστό ότι η φτώχεια και πολλά παιδιά πάνε μαζί και πως τα παιδιά είναι του Θεού….
Όμως κάθε γειτονιά δεν είχε το δικό της σχολείο όπως τα νεότερα χρόνια και παρά το ότι είχε έρθει ο καιρός να ξεκινήσουμε, δεν φαινόνταν πουθενά καπνός στον ορίζοντα για το κτίριο. Έτσι την τελευταία ώρα αποφασίστηκε να λειτουργήσει εκείνη τη χρονιά μέσα στο χώρο του στρατοπέδου, σε ένα μεγάλο εγκαταλειμμένο στρατιωτικό τολ – αποθήκη με μαύρους τσίγκους δίπλα στο μαντρί της κυρά Χρύσως που είχε τον τράγο – επιβήτορα.
Εκεί λοιπόν, μέσα στα πεύκα του δάσους και σε μια μακρόστενη, ενιαία και χωρίς εσωτερικούς τοίχους αίθουσα – παράγκα, με σπασμένα σανίδια για δάπεδο και με μόνιμη συντροφιά τους τεράστιους αρουραίους που εμφανίζονταν ξαφνικά την ώρα του μαθήματος, με έξι τάξεις η μια δίπλα στην άλλη, από πενήντα τουλάχιστον παιδιά η κάθε μία, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και τρεχούμενο νερό, προσπαθούσαν οι καημένοι οι δάσκαλοί μας να μας μάθουν γράμματα. Όπως εμείς, έτσι κι αυτοί, ξεπάγιαζαν και δίψαγαν για λίγο νερό, αφού κόλλαγε η γλώσσα τους και ο λαιμός τους από τις έντονες φωνές. Αν ήταν ποτέ δυνατόν να μας βάλουν σε σειρά και πολύ περισσότερο να μπορέσουν να μας μορφώσουν τόσα παιδιά διαφορετικών τάξεων, ατίθασα σαν αγρίμια.
Κινούσαμε κάθε πρωί, ολόκληρος στρατός από κουτσούβελα με άδεια σχεδόν χέρια, κρατώντας μόνο μια μικρή μαύρη πλάκα και μια άσπρη κιμωλία, αφού δεν είχε κανένα μας σχολική τσάντα. Μπροστά πήγαινε ο μεγαλύτερος, ο Παύλος του θείου μου του Αριστείδη, δίπλα ο αδελφός μου ο Γιώργος μαζί με την ξαδέλφη μας τη Νίνα, που ήταν λόγο μικρότερα. Ακολουθούσε η ξαδέλφη μας η Ρόδα με την Κική της κυρά Άννας, πιο πίσω εγώ με την ξαδέλφη μου τη Λόλα που ήμασταν στην ίδια τάξη, παραπίσω ο ξάδελφός μας ο Γιώργος του θείου Λεωνίδα με τον αδελφό του τον Τάκη. Στο δρόμο μαζεύονταν και τα άλλα γειτονόπουλα, όπως η Τούλα και ο Τάκης της κυρά Νίτσας, ο Γιάννης και ο Δημητράκης της κυρά Αγλαΐας, ο Γιώργος της κυρά Άννας και παραπέρα έμπαιναν στο ασκέρι και τα παιδιά από τα Πραμαντιώτικα και τα Μελισσουργιώτικα. Κανονικός στρατός δηλαδή…….” (Πηγή : ΤΟ ΞΥΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, Ελευθέριος Α. Τσιρώνης, Πάτρα, 2018)
Στη φωτογραφία “Μαθητές του 6ου Δημοτικού Σχολείου στην Άρτα το 1970. Αριστερά Κουτσοσπύρος, Πασχάλης Κατσιώτης, Σπύρος Νεραιδιώτης, Γεώργιος Παντός και Παναγιώτης Γκούβας. (Φωτο από αρχείο Σ. Νεραιδιώτη, Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)