“Τι είναι το μοιρολόι; Είναι ο θρήνος. Το κλάψιμο. Είναι, όμως, και το θρηνητικό τραγούδι για τον νεκρό, που αναφέρεται στις αρετές του, στο κενό που αφήνει πίσω του, στη θλίψη των συγγενικών του προσώπων…. Ως τραγούδι, που γεννιέται τη στιγμή του θανάτου, δεν μπορεί να το συνθέσει ο οποιοσδήποτε, αλλά άτομα χαρισματικά, που έχουν την ικανότητα να πλέκουν στίχους. Μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία εμφανίστηκαν οι μοιρολογίστρες μια και ο θρήνος ήταν κυρίως γυναικεία υπόθεση. «Γυναίκες που δεν είχαν πάει σχολείο, δεν ήξεραν να διαβάζουν και να γράφουν, δημιουργούσαν με απλές λέξεις της καθημερινότητας ποιητικά διαμάντια με ρυθμό και υψηλά νοήματα….». Οι περισσότερες κληρονομούσαν την «τέχνη» από τις μανάδες τους, που κι αυτές έμαθαν να μοιρολογούν από τις δικές τους μανάδες. Εκτός από τους καθιερωμένους θρήνους που περνούσαν από γενιά σε γενιά, αυτοσχεδίαζαν και άλλους «δικούς» τους, ανάλογα με την περίπτωση. Ο αυτοσχεδιασμός έπαιζε σημαντικό ρόλο είτε στην προσαρμογή, στο ταίριασμα καθιερωμένων θεμάτων στο συγκεκριμένο νεκρό, είτε στη σύνθεση περιστασιακών μοιρολογιών. Tο μοιρολόι αποτέλεσε έτσι έναν γυναικείο λόγο, έναν αποχαιρετισμό του νεκρού, όπως του «πρέπει». Λειτουργούσε σαν ένα μακάβριο νανούρισμα, τιμητικά για τους νεκρούς και παρηγορητικά για τους ζωντανούς….” (Από άρθρο της Μαρίνας Αγγέλη, https://www.kolivas.de/)
Δεν έχουν περάσει και πολλά χρόνια απ’ τότε που τα τελευταία μοιρολόγια που συνόδευαν τους νεκρούς, ακούστηκαν στο λόφο της Βαλαώρας, που κατοικούνταν αποκλειστικά από Τζουμερκιώτες που είχαν μετοικήσει στην πόλη. Η διαμόρφωση νέων κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών οδήγησε πλέον στην εξαφάνιση τους… Σήμερα, που ο νεκρός δεν «διανυχτερεύει» στο σπίτι, το ξενύχτισμά του χάνεται. Ο πόνος γίνεται βουβός… Η ενδυματολογία ακολουθεί τα σύγχρονα έθιμα. Το μαύρο χρώμα εξακολουθεί να εκφράζει το πένθος. Όμως τα μαύρα μαντήλια που κάλυπταν τις πενθούσες γυναίκες, τα γένια των πενθούντων ανδρών και η μαύρη κορδέλα στο μανίκι τους έχουν πια εκλείψει και μαζί μ’ αυτά και τα μοιρολόγια….
Γνωστές μοιρολογίστρες στα Μελισσουργιώτικα ήταν η Αικατερίνη Μίχου, η Μαρίκα Κουτσούμπα, η Κατίνα Ματσούκα, η Σοφία Παππά, η Κατίνα Νικολάου, η Αγαθή Μπαλάσκα και η Σταθούλα Παππά – Καλατζή του Χρήστου….(Ευχαριστώ θερμά την κυρία Ε. Κ. για τις πληροφορίες και το υλικό).
- Με γέλασε μια χαραυγή τ’ άστρα με το φεγγάρι.
και βγήκα νύχτα στα βουνά, νύχτα στο κορφοβούνια,
και ακού’ τα πεύκα που βροντούν και τις οξιές που σκούζουν,
κι ακού’ τον πέτρο κότσιφα που τραγουδεί και λέγει,
λέει τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα,
κι ακού’ μια πετροπέρδικα που λέει το μοιρολόι,
που έχασε το ταίρι της μαζί με τα πουλιά της.
- Ξύπνα πουλάκι μ’ το πρωί και τίναξ’ τα φτερά σου
Και τίναξ’ τα φτερούδια σου να πέσουν οι δροσιές σου
Κι αρχίνα γλυκολάλησε μεσ’ στο νεκροταφείο,
Αν λάχει και τ’ς ξυπνήσετε αυτούς τους υπνομένους
Αν λάχει και τ’ς ξυπνήσετε βαρύ ειν’ το πλήρωμά σας,
Θα δώσουν μάνες τα φλουριά και αδερφές τα γρόσια,
Κι αυτές καλές νοικοκυρές αγνό μαργαριτάρι,
Που έχασαν τον άντρα τους, τον ίσκιο του σπιτιού τους.
- Γιατί είναι μαύρα τα βουνά, γιατί ‘ν βαλαντωμένα
Μην είν’ τα χιόνια τους βαριά, μηδέ βροχή τα δέρνει,
Ούτε τα χιόνια είναι βαριά, ούτε βροχή τα δέρνει,
βγήκε ο Χάρος περίπατο μ’ όλους τους πεθαμένους,
οι νέοι τον παρακαλούν και του φιλούν το χέρι,
να τους περάσει απ’ το χωριό κι από τις κρύες βρύσες,
να παν’ οι μάνες για νερό κι οι αδερφές να πλύνουν,
να παν’ καλές νοικοκυρές μήπως κι ανταμωθούνε,
να κλάψουν μάνες τους καυμούς κι οι αδερφές τους πόνους,
κι αυτές καλές νοικοκυρές για τους καλούς τους άντρες,
που έχασαν τους άντρες τους, τον ίσκιο του σπιτιού τους.
- Χάρε μου σε παρακαλώ πολύ ……… σου κάνω,
Αυτόν το νιό που σούστειλα να μην τον αραχνιάσεις,
Να τ’ς βάν’ς για να κάθονται, να τ’ς βάν’ς να χορεύουν.
Χάρε μου δεν πληρώνεσαι, χάρε μ’ δεν παίρνεις γρόσια,
Να στείλουν μάνες τα φλουριά κι οι αδερφές τα γρόσια,
Κι αυτές καλές νοικοκυρές τ’ αγνό μαργαριτάρι.
- Πληγές που δεν γιατρεύουνται, γιατρούς μην προσκαλείτε,
Όλ’ οι γιατροί πεθάνανε, τα φαρμακεία κλείσαν,
Κι εσένα το κορμάκι σου αγιάτρευτο τ’ αφήσαν.
Τώρα βρέθκε ένας γιατρός, γιατρεύει τους αρρώστους,
Είναι μακριά στην ξενητιά, είναι μακριά στα ξένα.
Πάρε γιατρέ μ’ τα φάρμακα, πάρε τα γιατρικά σου,
Τον πόνο πούχω στην καρδιά, δεν γράφουν τα χαρτιά σου. (Συνεχίζεται….)
H φωτογραφία του Κ. Μπαλάφα είναι από το Λεύκωμα ΗΠΕΙΡΟΣ, Εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα, 2003