Βαλαώρα – Στη ρωγμή του χρόνου! (Κείμενο του Ανδρέα Ρίζου)

“Ήταν βακούφικο της Ιεράς Μονής Κάτω Παναγιάς της Άρτας τούτος ο ξερότοπος, πάνω στον λόφο της Περάνθης, γεμάτος ασφάκες και φραγκοσυκιές και λίγο χορτάρι ίσα που να τρώνε τα ζωντανά μην και ψοφήσουν. Και λίγα δέντρα, πεύκα και κυπαρίσσια, που σταμάταγαν  το νερό της βροχής, σαν δεν θύμωνε ο ουρανός πολύ και που ήταν ένα μικρό δάσος. “Βαλαώρα” τον έλεγαν οι ντόπιοι, ήταν σαν ακρόπολη απ’ όπου αντίκριζες ώς πέρα τον Αμβρακικό και την Κοιμωμένη. Έτσι λέγαμε το βουνό της Πρέβεζας, εκείθε από το Ζάλογγο, που ‘μοιαζε σαν κόρη με τα ξέπλεκα μαλλιά της να κοιμάται.

Εδώ έφτασαν λίγοι στην αρχή τσοπαναραίοι, από τους Μελισσουργούς, τα Θεοδώριανα και την Πράμαντα κυρίως, ορεινά χωριά των Τζουμέρκων, όταν αναζητούσαν πρόσφορο μέρος για να ξεχειμωνιάσουν αυτοί και τα κοπάδια τους, που με τον καιρό λιγόστεψαν, ώσπου χάθηκαν έτσι που το ’φερε η ζωή στου χρόνου τα γυρίσματα, αφού δεν έκαναν βιος με τούτα. Κι έτσι σιγά – σιγά η Βαλαώρα έγινε μόνιμος τόπος τούτων των ξωμάχων και με τον καιρό πλήθαιναν και άρχιζαν να φτιάχνουν τα κονάκια τους.

Σαν στέριωσαν οι Βαλαωρίτες λιγάκι στον νέο τόπο, χωρίς πλέον ζωντανά, ρίχνονται στη βιοπάλη. Άλλοι γίνονται εργάτες γης στα πορτοκάλια του κάμπου, που ζούσαν τότε όλον τον κοσμάκη της περιοχής, άλλοι μικροέμποροι με μαγαζιά που πωλούσαν μαλλιά και με μικρά γαλακτοπωλεία και τυροκομεία, κι άλλοι μανάβηδες στη λαϊκή αγορά της πόλης.

Ήταν χρόνια δύσκολα κι αν είχες ιδέες για κοινωνία με δικαιοσύνη και ελευθερία, δεν  στεκόσουν εύκολα. Παλαιοί αντάρτες, αγωνιστές και εξόριστοι δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Τους κυνηγούσε το καθεστώς της μισαλλοδοξίας, που επικράτησε μετά από τους πολέμους. Και να, μια απόπειρα που έκανε ο πατέρας με το θείο Βασίλη να στήσουν ένα μικρό γαλακτοπωλείο κοντά στη λαϊκή αγορά, απέβη μάταιη, καθώς τους κυνηγούσε η χωροφυλακή με αναίτιους ελέγχους και πρόστιμα.

Έκανε πολλές δουλειές ο πατέρας. Τσαγκάρης, κλαδευτής και εργάτης στα πορτοκάλια στην αρχή και ύστερα μικροέμπορος του κάμπου. Πορτοκάλια, λεμόνια, μανταρίνια, κεράσια λίγα, ήταν το εμπόρευμα που έστελνε στην Αθήνα, στην κεντρική λαχαναγορά σ’ έναν έμπορο κι έτσι πορεύτηκε ώσπου σταμάτησε να δουλεύει.

Το “Μουχούστι”, συνοικία της Άρτας στο έμπα της πόλης από το γεφύρι και δίπλα από το νοσοκομείο, ήταν ο τόπος συνάντησης των εργατών του κάμπου. Αχάραγα ξεκινούν από τη Βαλαώρα άντρες, γυναίκες, ακόμη και παιδιά, με τον τρουβά στον ώμο, που ‘χε λίγο ψωμοτύρι για κολατσιό. Και οι άντρες με το κλαδευτήρι τους. Εκεί τους περίμεναν οι μεγαλέμποροι και διάλεγαν ποιοι θα πάνε στη δούλεψή τους. “Εσύ, εσύ και εσύ”, έδειχναν με το δάχτυλο κι όσοι διαλέγονταν ανέβαιναν στην καρότσα των φορτηγών για τους πορτοκαλεώνες. Παρακάλαγαν οι εργάτες και κυρίως οι εργάτριες για να πιάσουν μίας μέρας δουλειά. Κι όσοι δεν τα κατάφερναν έπαιρναν περίλυποι τον δρόμο της επιστροφής για τα κονάκια τους. Ή πάλι αν ο καιρός ήταν δύσκολος κι άγριος, δεν δούλευε κανένας.

Σκληρή η δουλειά στο πορτοκάλι.  Ήταν φορές που ο καιρός χάλαγε στη διάρκεια της μέρας κι η βροχή έκανε βούρκο τα χωράφια. Και δεν σταματούσαν κι ας μπόλιαζε και περόνιαζε το χιονόνερο ώς μέσα τα σώματα. Κι ύστερα δεν είχαν ωράριο στη δουλειά. Έπρεπε αυτή να τελειώσει, σύμφωνα με τις προσταγές του αφέντη, και κράταγε ώς αργά το δείλι. Τότε σχόλαγαν και σιγά – σιγά γύριζαν στα σπίτια τους.

Μονολογούσε ο πατέρας κάποτε – κάποτε σαν τον έπνιγε τούτη η χωρίς όρια ταλαιπωρία  για το μεροκάματο κι είχε έτοιμη την παροιμία στα χείλη: «Η φτώχεια τέχνη μάθαινε κι η αρχοντιά καμάρι». Που πάει να πει πως η φτωχολογιά με την τέχνη της φτιάχνει ανώγια και κατώγια, περίφημα έργα, που δεν καρπώνεται όμως αυτή τον μόχτο τους, παρά οι άρχοντες, οι έχοντες τον παρά και καμαρώνουν γι’ αυτά τα έργα σαν να τάφκιασαν οι ίδιοι.

Ήταν τότε που το πορτοκάλι ήταν στις δόξες του. Από αυτό ζούσαν όλη η πόλη και τα γύρω χωριά του κάμπου.

Μοσχοβόλαγε ο τόπος την άνοιξη από τις ανθισμένες πορτοκαλιές και την ανθισμένη χλόη των χωραφιών και σκορπούσε ερωτικά το άρωμά του γύρω του. Ο μεγάλος εχθρός για το πορτοκάλι ήταν ο πάγος. Έτσι κι έρχονταν σκληρός, δεν πάγωνε μόνο ο καρπός, αλλά και το δέντρο. Και τότε “πάγωναν” και οι καρδιές των ανθρώπων.

Ας είναι ευλογημένος τούτος ο καρπός που έδωσε ζωή στους ξωμάχους του κάμπου και μοίρασε την έγνοια για την πόρεψή τους. Και πορεύτηκαν, όσοι άντεξαν, καλά στη ζωή τους, ανάθρεψαν και μεγάλωσαν παιδιά, τα ‘μαθαν γράμματα και κυρίως τους μετέδωσαν την περηφάνεια για την εντιμότητά τους. Και οι επίγονοι που ακολούθησαν πήγαν τις αρετές αυτές ακόμη παραπέρα, με τον γενέθλιο τόπο πάντα στην ψυχή τους, να τους καθοδηγεί στην καθημερινότητά τους όπου κι αν βρίσκονται. Κι άμποτε τούτη η παροιμία που σημάδεψε τη γενιά των προγόνων, να μην έρχεται σήμερα στα χείλη μας συχνά και οι εργάτες του μόχθου να απολαμβάνουν τα έργα τους ικανοποιημένοι πως αφήνουν έντονο το χνάρι της αξίας τους στη ζωή”. (Eυχαριστούμε θερμά τον κ. Αντρέα Ρίζο που μας έστειλε αυτό το όμορφο κείμενο – Πρωτοδημοσιεύθηκε στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ της Άρτας στις 20/11/2024)

Στη φωτογραφία “Στα πορτοκάλια την δεκαετία του ’50” (Φωτο από οικογενειακή συλλογή Ε.Μ.)

Δημοσιεύθηκε στην Οι Συνοικίες. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *