“Την επόμενη μιάμιση μέρα έπεσε πάλι βροχή και η βρομιά και η δυστυχία της πόλης έγιναν σχεδόν αφόρητες. Είχαμε χάσει κάθε είδους αυτοσεβασμό, ντροπή ή ευπρέπεια. Περιπλανιόμασταν άσκοπα, οξύθυμοι και κτηνώδεις, αναζητώντας κυρίως κάτι να φάμε, αλλά και αναζητώντας να ξεφύγουμε από τη φρίκη. Δεκάδες επίδοξοι λιποτάκτες επαναφέρθηκαν υπό φρουρά, και πολλοί έφυγαν στα βουνά, για να παραμείνουν ως ληστές, ο τρόμος όλων όσων είχαν ακόμη κι ένα κουρέλι να χάσουν. Στη θέση τους, δεν έχω καμία αμφιβολία, θα έπρεπε να είχα καταδικαστεί και εγώ, ειδικά αν μπορούσα να ζήσω λεηλατώντας οποιονδήποτε πολίτη του Κονσέρτου της Ευρώπης. Οι υπόλοιποι στεκόμασταν στο χώμα, κοιτώντας ο ένας τον άλλο, και χαμογελώντας με ειρωνικά χειροκροτήματα όταν τα όπλα μας έριχναν μια περιστασιακή οβίδα ανάμεσα στους Τούρκους ή ακούγονταν ένα μακρινό μπουμ από την Πρέβεζα.
Όμως το απόγευμα της Τρίτης 18 Μαΐου, μια εξαιρετική αλλαγή μας διαπέρασε όλους. Στις πέντε ακούστηκε ο ήχος μιας τρομπέτας που φυσούσε και ξαναφυσούσε πέρα από το ποτάμι, και μια μικρή παρέα φάνηκε να πλησιάζει τη γέφυρα και να κυματίζει μια μεγάλη λευκή σημαία μπροστά της. Ήταν ο Τούρκος Πρόξενος, με τον Φουάτ Μπέη, εκείνον τον τύραννο της Φιλιπιάδας, και δύο τρεις Τούρκους αξιωματικούς. Είπαν ότι είχαν τηλεγράφημα από την Κωνσταντινούπολη για ανακωχή. Τους είπαν ότι θα μπορούσαν να περάσουν τη γέφυρα αν επέτρεπαν να τους δέσουν τα μάτια. Αυτοί το αρνήθηκαν και ο ταγματάρχης Σούτσος του ιππικού στάλθηκε πίσω – μπρος σ’ αυτούς για τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων. Λίγο πριν τις επτά ακούστηκε κροτάλισμα πάνω από τη γέφυρα για τελευταία φορά, και μια τρομπέτα που φυσούσε μπροστά του. Στις επτά η ώρα, ιδού! από τη μεγάλη μας πυροβολαρχία στο λόφο του στρατώνα μια λευκή σημαία κυμάτιζε, και απαντήθηκε από μια λευκή σημαία στο Ιμαρέτ. Ο πόλεμος των τριάντα ημερών είχε τελειώσει. Είχε αρχίσει την Κυριακή του Πάσχα, στις 18 Απριλίου, και το απόγευμα της Τρίτης, στις 18 Μαΐου, τελείωνε.
Αμέσως όλη η πόλη ξέσπασε σε χαρά. Ήταν λυπηρό να το βλέπω. Εδώ δεν υπήρχε καμία νικηφόρα ειρήνη που κερδήθηκε με κόπο, κανένα ικανοποιημένο και θριαμβευτικό τραγούδι του «Γυρίζουμε σπίτι, αδελφοί, σπίτι».. Σακατεμένη από την παρέμβαση των Δυνάμεων στην Κρήτη και από μακροχρόνιες απειλές αποκλεισμού, στερημένη από προδοσία ή άλλον ανεξήγητο λόγο για κάθε όφελος από τον στόλο της, αγύμναστη, απαίδευτη, εμποδιζόμενη από τον ενθουσιασμό της, η Ελλάδα ηττήθηκε απελπιστικά και τώρα βρισκόταν στο έλεος του πατρογονικού βασανιστή της. Αυτό ήταν το τέλος της ευγενούς προσπάθειάς της για λογαριασμό των αδελφών της πάνω από τη θάλασσα. Όλοι οι εχθροί της ελευθερίας σε όλο τον κόσμο ήταν γεμάτοι θρίαμβο. Τότε πώς θα μπορούσαμε να τραγουδήσουμε:
«Γύρισε και μην ανησυχείς, ω Ελευθερία, στρέψε το αθάνατο πρόσωπό σου, εκεί που το μέλλον, μεγαλύτερο από όλο το παρελθόν, ετοιμάζεται γρήγορα, σίγουρα για σένα».
Ήμασταν πεινασμένοι, βρεγμένοι, ηττημένοι και άθλιοι, άρρωστοι από τη δυσοσμία, φθαρμένοι από πυρετό, βασανισμένοι από χολερικούς πόνους. Στα νοσοκομεία είχαν ξεσπάσει διφθερίτιδα και τύφος. Ήμασταν περικυκλωμένοι από κάθε μορφής αγωνίας και θάνατο. Ωστόσο, καθώς τα μαγαζιά ανέβαζαν τα παντζούρια τους και άπλωναν τα υπολείμματα των εμπορευμάτων τους, οι άντρες πήγαιναν πίσω και μπροστά πάνω-κάτω στον μακρύ και βρώμικο δρόμο επευφημώντας και γελώντας και χαιρετίζοντας ο ένας τον άλλον σαν να είχε έρθει επιτέλους ο παράδεισος της νίκης
Το επόμενο βράδυ έδωσα ένα αποχαιρετιστήριο δείπνο σε τέσσερις αξιωματικούς του πυροβολικού τους οποίους είχα γνωρίσει εκείνες τις καλύτερες μέρες στα Πέντε Πηγάδια. Απλώσαμε το φαγητό σε ένα κομμάτι σανίδι δίπλα στα χαρακώματα τους κάτω από τις πορτοκαλιές κοντά στο ποτάμι, και καθίσαμε εκεί στο σκοτάδι μέχρι αργά το βράδυ, ενώ αμέτρητες πυγολαμπίδες λαμπύριζαν γύρω μας. Εν τέλει, σερβίροντας ένα κρασί σαν από το ξέπλυμα μπουκαλιών με φάρμακο, αλλά παρόλα αυτά αληθινό κρασί και πολύ ευπρόσδεκτο, τους ζήτησα, με μεγάλη τόλμη, να πιούν μαζί μου στο μέλλον της Ελλάδας.
Οι κακόμοιροι ήξεραν ότι το παιχνίδι είχε τελειώσει: η χώρα τους είχε καταστραφεί. Η δική τους καριέρα είχε τελειώσει. Δεν θα πυροβολούσαν ποτέ ξανά ούτε θα άκουγαν το μουρμουρητό από τις οβίδες τους που έσβηναν μακριά. Αλλά σηκωθήκαμε όλοι όρθιοι, τσουγκρίσαμε τα ποτήρια και επαναλαμβάνοντας «Στο μέλλον της Ελλάδας!» ήπιαμε σιωπηλά και μετά χωρίσαμε. Νομίζω ότι ήταν η πιο θλιβερή πρόποση που έχω κάνει ποτέ ανάμεσα στους γιους των ανθρώπων.
Πριν ξημερώσει την επόμενη μέρα (20 Μαΐου) έριξα μια τελευταία ματιά στη γέφυρα και την όμορφη πόλη και έφυγα μέσα από τη λάσπη και τη βρωμιά, νότια, πάντα νότια. Το απόγευμα της επόμενης μέρας κολύμπησα πολύ έξω στον Κορινθιακό Κόλπο και ξανά είδα το φως του ηλιοβασιλέματος πάνω στα χιόνια του Ερυμάνθου. Στην Πάτρα πούλησα τα δύο αλογάκια που ταξίδευαν δίπλα-δίπλα από τότε που αφήσαμε το χωριουδάκι τους στις ανατολικές πλαγιές της Πίνδου. Είχαν δεθεί περισσότερο από αδέρφια, και όταν διαφορετικοί ιδιοκτήτες τα αγόρασαν και προσπάθησαν να τους απομακρύνουν, στήλωσαν και τα τέσσερα πόδια τους γερά στη σκόνη, έστρεψαν τα μάτια τους ο ένας στον άλλο και αρνήθηκαν να κουνηθούν. Και για αυτούς η καλύτερη εποχή της συντροφικότητας είχε τελειώσει….” (Πηγή : SCENES IN THE THIRTY DAYS WAR BETWEEN GREECE & TURKEY – 1897, BY HENRY W. NEVINSON, London, J. M. DENT & CO. 29 and 30 BEDFORD STREET, W.C., 1898 – Μετάφραση Α. Καρρά)
Στη φωτογραφία σκίτσο της γέφυρας του Αράχθου στην εφημερίδα The San Francisco (1897), με την λεζάντα “Στον ποταμό Άρτα, κοντά στην ομώνυμη πόλη, βρίσκεται μια γέφυρα που φαίνεται προορισμένη να γίνει το σκηνικό μιας αξέχαστης σύγκρουσης. Στα απέναντι άκρα με κανόνι εκπαιδευμένο και σημαίες να κυματίζουν στο αεράκι, οι Τούρκοι και οι Έλληνες αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλον, περιμένοντας μόνο τη λέξη της εντολής για να προχωρήσουν. Είναι μια περίπτωση ένοπλης ουδετερότητας που πλησιάζει επικίνδυνα κοντά στον πραγματικό πόλεμο”. (Πηγή : The Library of Congress)
