Το “Στεφάνι του Καλαντζή” στη Μουρμουρίτα….

“Ο άνεμος σφύριζε μανιασμένα στα στενά περάσματα του Διασέλου, σπρώχνοντας τις σκιές να χορεύουν στα στεφάνια και τις ρεματιές . Το μεγάλο Στεφάνι —ένας απότομος, μελιστερός γκρεμός— στεκόταν αγέρωχο, σαν να περίμενε αιώνες την ώρα του. Το χώμα του, απαλό σαν σκόνη, έπεφτε λίγο λίγο στο ποτάμι της Μουρμουρίτας, μεγαλώνοντας τη χαράδρα χρόνο με τον χρόνο.

Οι ντόπιοι το ’λεγαν «Στεφάνι του Καλαντζή». Παλιοί ψιθύριζαν πως άλλοτε, στα σκοτάδια, μαζεύονταν εκεί οι διάβολοι. Με βιολιά και λαλούμενα, με γέλια πνιχτά σαν βουητό από βαθιά σπηλιά, έστρωναν γιορτή. Το τυρί και το γάλα, κλεμμένα από τους βλάχους που τόλμησαν να τα βλαστημήσουν, γίνονταν το τραπέζι τους. Ο κουτσός αρχηγός τους, πάντα με το καρδάρι στο χέρι, φώναζε με χαιρέκακη χαρά: «Απόψε θα φάμε το γάλα του τάδε… το τυρί του άλλου…» και η νύχτα αντηχούσε από τα σαρκαστικά του γέλια.

Μα η πιο μαύρη ιστορία του συνδέθηκε με τον Κώστα Καλαντζή από τη Σκουληκαριά. Οι νεράιδες και οι διάβολοι το είχαν ·συνήθειο να τον αρπάζουν πότε-πότε, να τον γυρίζουν στα ρέματα και να τον αφήνουν πάλι πίσω. Ώσπου, μια χειμωνιάτικη νύχτα, όλα άλλαξαν……

Ο Κώστας κάθονταν μπροστά στο τζάκι, σταυροπόδι, όταν από την καπνοδόχο όρμησαν μέσα σκοτεινές σκιές με μάτια σαν αναμμένα κάρβουνα. Δεν πρόλαβε να φωνάξει….. Χέρια κρύα σαν τον θάνατο τον άρπαξαν και τον τράβηξαν έξω από το μπουχαρί. Στην αυλή, πλήθος διαβόλων, μικρών και μεγάλων, τον περίμενε. Τα βιολιά άρχισαν να παίζουν έναν σκοπό που έμοιαζε να βγαίνει από τα έγκατα της γης.

Με τραγούδια και χορούς, τον οδήγησαν μέσα από ράχες και φαράγγια: Τριανταφυλλαίικα, Φλωραίικα, Αη-Λιά, Κανελλάκι, Κουτσουπιές, Κρανιά, Κούφαλο… Το μονοπάτι τους στριφογύριζε σαν φίδι μέσα στη νύχτα, κι ο Κώστας ένιωθε πως κάθε βήμα τον έφερνε πιο κοντά σε κάτι που δεν θα είχε επιστροφή. Όταν έφτασαν στο Χοντρέλι, το Στεφάνι ορθώνονταν μπροστά του, θεόρατο και σιωπηλό. Από κάτω, το ρέμα της Μουρμουρίτας γουργούριζε αδιάφορο. Τον ανέβασαν στην κορυφή. Ο άνεμος χτύπησε το πρόσωπό του σαν μαχαιριά. Κι έπειτα… ένα σπρώξιμο. Μια κραυγή που χάθηκε στο κενό. Το σώμα του χτύπησε στις πλαγιές του φαραγγιού κι έσβησε μέσα στο σκοτάδι.

Τον βρήκαν μέρες αργότερα, διαμελισμένο, στις όχθες της Μουρμουρίτας. Τον έθαψαν εκεί, με βαριές πλάκες από πάνω, σαν να ήθελαν να τον κρατήσουν μακριά απ’ τους δαίμονες που τον πήραν.

Κι από τότε, όποιος περνάει νύχτα από το “Στεφάνι του Καλαντζή” λέει πως, αν ο αέρας σωπάσει για λίγο, μπορείς να ακούσεις βιολιά να παίζουν κάπου ψηλά, κι ένα μοχθηρό γέλιο που σου παγώνει την καρδιά…….” (Επιμέλεια κειμένου – Αναστασία Καρρά. Πηγή κειμένου : ΙΣΤΟΡΙΚΑ & ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΗς ΑΡΤΑΣ, Λ. Χ. Κασελούρη, Αθήνα, 1980)

Η φωτογραφία δημιουργήθηκε με ΑΙ.

Δημοσιεύθηκε στην Λαογραφικά και άλλα. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *