Οι τσελιγκάδες από το Βαθύπεδο!

“Προσβάλα” ήταν το παλιό όνομα του χωριού για το οποίο ο Κ. Κρυστάλλης γράφει: “Η Προσβάλα είναι μικρή αποικία του Συρράκου που βρίσκεται μέσα στη χαράδρα, δεξιότερα και πιο ψηλά από την Κράψη, και δε βλέπει τίποτε άλλο εκτός από τα άγρια βράχια γύρω της κι ένα κομμάτι ουρανό πάνω της, ακούει μόνο τη βοή του ορμητικού ποταμιού της που πέφτει στον Άραχθο και το φτεροκλάγγισμα των μεγάλων αετών των κορυφών της Πίνδου. Οι κάτοικοί της μιλούν τη Βλάχικη και την Ελληνική κι ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία”.
Ο ιερέας Σπυρίδων Νάκας σημειώνει ότι: “ο διαχωρισμός τυπικός και ουσιαστικός της Προσβάλας από την κοινότητα του Συρράκου έγινε στα 1850 – 70 κι από τότε το χωριό διοικούνταν από δημογέροντες”. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας οι νομάδες κτηνοτρόφοι του χωριού είχαν περίπου 6000 γιδοπρόβατα, μέχρι τα προπολεμικά χρόνια 4500, ενώ σήμερα μόνο 1000 γιδοπρόβατα είναι νομαδικά. Εκτός από την κτηνοτροφία οι Βαθυπεδιώτες είχαν σαν ασχολία την τυροκομική, την επεξεργασία του ξύλου και πολλοί ήταν αγωγιάτες.
Τέσσερις ήταν οι στάνες του χωριού, τα ξεκαλοκαιριά ή μαντριά, όπως τα έλεγαν οι νομάδες κτηνοτρόφοι. Το Σπανό και το Μπρίκο όπου βοσκούσαν περίπου 2500 πρόβατα, οι Μουσχάδες και το Κελάρι που “έτρωγαν ” περίπου τον ίδιο αριθμό αιγοπροβάτων. Στο Σπανό και στο Κελάρι προπολεμικά έμπαιναν γαλατάδες, “έβαναν στάνη” και οι κτηνοτρόφοι από το Μπρίκο κουβαλούσαν το γάλα στο Σπανό, ενώ από τους Μουσχάδες το πήγαιναν στο Κελάρι. Σήμερα υπάρχουν δυο μαντριά” στα ξεκαλοκαιριά του Βαθυπέδου: Το Κελάρι και το
Σπανό.
Οι τσελιγκάδες του χωριού, που μνημονεύει η παράδοση κατά τους δυο τελευταίους αιώνες είναι:
Βασιλείου Βασίλης Χρ., Βασιλείου Παναγ. Χρ., Θεοδώρου Γιώργος Δημ., Θεοδώρου Γιάννης Ευαγγ., Θεοδώρου Γιώργος Σπυρ., Θεοδώρου Γιάννης Κων/νου, Θεοδώρου Λάζαρος Γιάννη, Θεοδώρου Χρήστος Λάμπρο, Καράλης Χαράλαμπος Κων., Καράλης Γούλας, Μπάφας Βασίλης Κων/νου, Μπάφας Κώστας Δημ., Μπάφας Κων/νος Γιάννη, Μπάφας Αναστασ. Κων/νου, Μπάφας Σπυρ. Χρηστ., Νάκας Γιάννης Παναγ., Μίχας Κώστας, Πλατσούκας Ευάγγελος Γιάννη, Πουλιάνος Βασίλης Δημ., Σκαμαντζούρας Λάζαρος Ντούλα, Στεργίου Ηλίας Χρήστου, Στεργίου Ευάγγελος Κων/νου.

Συνηθισμένο φαινόμενο ήταν να “τελαλίζει” τα πρόβατά του, ο τσέλιγκας εκείνος που τα έφτανε 1000. Πλήρωνε κάποιον τελάλη να διαλαλήσει στους δρόμους του χωριού ή της πόλης λέγοντας “ο τάδε… τα χίλιασε, τα μύριασε, να τα φάει να μην τον φαν”. Ο Κώστας Μπάφας με τ’ αδέρφια του που ξεχείμαζε στη Στριβίνα Άρτας, τα τελάλισε στα Γιάννινα. Βαθυπεδιώτες κτηνοτρόφοι που είχαν μόνο γίδια, αναφέρονται:
Βασιλείου Παναγ. Χρήστου, Θεοδώρου Χρήστος, Πουλιάνος Βασίλης Δημητρ.
Τα πιο συνηθισμένα χειμαδιά των νομάδων του Βαθυπέδου ήταν ο κάμπος της Άρτας, η Στριβίνα (Καμπή) κι η περιοχή του Αγίου Σπυρίδωνα, όπου σήμερα είναι εγκατεστημένοι μόνιμα πολλοί κάτοικοι του χωριού, ενενήντα περίπου οικογένειες”. (Πηγή : ΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΙ ΤΩΝ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ, Ν. Καρατζένης, Άρτα, 1991)

Στη φωτογραφία από το ίδιο βιβλίο ” Βλαχοξεκίνημα για τα βουνά : Ο Βαθυπεδιώτης Γιάννης Θεοδώρου με τη γυναίκα του και τα εγγόνια του το Μάη του 1952, φεύγουν από το Μαυροβούνι Άρτας για το Βαθύπεδο”. (Αρχείο Γεωργίου Γ, Καράλη).

Δημοσιεύθηκε στην Ποιμενική Ζωή. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *