Επαγγέλματα που χάθηκαν : Οι Ταμπάκηδες

“…….Από τη βόρεια πλευρά του παλιού βυζαντινού κάστρου, που τα ψηλά του τείχια καθρεφτίζονταν στο ποτάμι, μέχρι το λόφο της Μητρόπολης, απλωνόταν ο μαχαλάς, που στα επίσημα χαρτιά λέγεται συνοικία των Βυρσοδεψών ή Δάφνη, ενώ ο λαός την ονομάζει Ταμπακιάδες. Ο μαχαλάς των ταμπάκικων. Έτσι τα λέγανε τα βυρσοδεψεία. Και ταμπάκους λέγανε τους βυρσοδέψες. Δάφνη ονομάστηκε γιατί στο κέντρο της συνοικίας, κοντά στο ναό της Ευαγγελίστριας, υπήρχε μια πανύψηλη δάφνη. Έλεγαν οι παλιοί πως αν κάποιος ανέβαινε στα ψηλότερα κλαδιά της, έβλεπε τη θάλασσα. Ταμπακιάδες ονομάστηκε η συνοικία από τους Τούρκους, από τη τούρκικη λέξη Tabak, που σημαίνει βυρσοδέψης.

Τα εργαστήρια ήταν λιθόκτιστα, δίπατα, με χαγιάτια πλακόστρωτα, με δύο και τρεις πέτρινες στέρνες (αμπαστάδες), ίσως και παραπάνω, πάγκους μαρμάρινους, μπορεί και ξύλινους. Μέσα σ’ αυτά τα χαγιάτια οι ταμπάκοι, φορώντας μεγαλόσωμη δερμάτινη ποδιά, δούλευαν τα δέρματα με πρωτόγονα μέσα. Ο τόπος όλος τριγύρω βρωμοκοπούσε την ξινή μυρουδιά του τομαριού.

Στο ταμπάκικο του Απόστολου Τσιλιγιάννη – ένα πέτρινο δίπατο με αυλή, με ξύλινη οροφή για να απλώνουν τα δέρματα – (Κομνηνών 29) δούλευαν, πέρα από την οικογένεια και υπάλληλοι (ο Κώστας Αλεξίου, Γιώργος Δρόσος και Χρήστος Γελαδάρης). Προμηθευόταν τα δέρματα, συνήθως στεγνά, από ιδιώτες και από το Χαρακλιά. Όσο ήταν νωπά, τα αλάτιζαν και στη συνέχεια απομάκρυναν τα ανεπιθύμητα συστατικά – τρίχες, υπολείμματα από σάρκες, λίπη – με περιττώματα σκύλων ή πουλερικών και ασβέστη. Θα ακολουθούσε η δέψη, η κατεργασία του δέρματος και το φινίρισμα που αποσκοπούσε στην παραγωγή δέρματος με επιθυμητό πάχος, υγρασία, ευκαμψία και αισθητική εμφάνιση.

Στην αυλή υπήρχαν πέτρινες στέρνες με νερό, οι αμπαστάδες, χωριστές για κάθε είδος δέρματος. Για αμπαστάδες πολύ παλιά άνοιγαν λάκκους στη γη, επιστρωμένους με πλάκες συγκολλημένες με ασβέστη για να μη φεύγει το νερό. Ως ανώγειους αμπαστάδες χρησιμοποιούσαν ειδικά ξύλινα βαρέλια, καλά τοποθετημένα στη γη, πλάγια βαλμένα και από πάνω ανοιχτά για να δουλεύουν τα δέρματα. Υπήρχαν χωριστοί αμπαστάδες για τα χονδρά δέρματα – αγελαδινά και αλογίσια, άλλοι για τα χοιρινά και άλλοι για τα προβάτινα και γιδίσια.

Πρώτα έβαζαν τα δέρματα στο νερό για να μαλακώσουν, τα έξυναν με την ξάλα (ξύστρα) και μετά στην ασβέστη. Τα ξαναέξυναν και τα έβαζαν σε άλλες στέρνες με βελανίδι από το Γρίμποβο (αλεσμένο σε νερόμυλο της Άρτας και ανακατεμένο σε καυτό νερό. Όταν το βελανιδόνερο αποκτούσε θερμοκρασία περιβάλλοντος – γινόταν χλιαρό, τότε τοποθετούσαν τα δέρματα). Εδώ τα έβαζαν όμορφα διπλωμένα, με τέτοιο τρόπο ώστε οι δύο όψεις να εναλλάσσονται και πιέζοντας από πάνω το πρώτο, να έρχεται στην επιφάνεια το τελευταίο, και τα άφηναν τρεις μήνες περίπου για να μαλακώσουν. Στη συνέχεια τα ξέπλεναν με χλιαρό νερό, τα άλειφαν με λάδι και τα άπλωναν σε τάβλες για να στεγνώσουν. Ειδικά τα αρνίσια και τα κατσικίσια τα κάρφωναν για να μη ζαρώσουν.

Τα αγελαδινά δέρματα τα χώριζαν σε ελαφριά και βαριά. Τα μεν βαριά τα πουλούσαν ώς είχαν, ενώ τα ελαφριά τα έβαφαν μελιτζανί, μαύρα ή μπεζ, συνήθως με βαφές που αγόραζαν από το Β. Λογοθέτη. Τα βαμμένα κίτρινα δέρματα ήταν τα γνωστά μαροκίνια, καθώς και τα κόκκινα. Το κάθε εργαστήριο είχε τη δική του μέθοδο βαψίματος. Στα δέρματα που άφηναν επάνω τους το μαλλί (θα τα χρησιμοποιούσαν για γιακάδες και πέτα σε παλτό και σακάκια) έβαζαν ναφθαλίνη. Το μαλλί από χοιρινά το πουλούσαν σε δεματάκια για οδοντόβουρτσες σε εργοστάσια του Πειραιά, το γίδινο και αρνίσιο μαλλί στο εμπόριο (το χρησιμοποιούσαν οι σοβατζήδες για τα ταβάνια). Τα πιο μεγάλα κατσικίσια και αρνίσια δέρματα τα χρησιμοποιούσαν για επένδυση σαμαριών.

Το βάψιμο και το γυάλισμα γίνονταν στην τελική επεξεργασία, όταν δηλαδή ήταν έτοιμα να πουληθούν. Το τελατίνισμα γίνονταν στο τέλος στα βοοειδή, με ειδικά, χει ροκίνητα, τότε εργαλεία. Τα τελατίνια και τα λουστρίνια ήταν εξαιρετικά δέρματα. Τα λουστρίνια γίνονταν παπούτσια πολυτελείας ή για στόλισμα σε άλλα καλά παπούτσια και τσαρούχια. Τα τελατίνια γίνονταν τσαρούχια Α ́ ποιότητας.

Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι ταμπάκηδες ήταν:

-Καβαλέτα: ειδικά, στρογγυλά, χοντρά, ξύλινα υποστηρίγματα

-Ξύστρα (ξάλα): για να καθαρίζουν τα δέρματα από τις τρίχες

-Μαχαίρι με δύο λαβές (χερούλια). Μ’ αυτό έξυναν το δέρμα όταν το τοποθετούσαν στο καβαλέτο, για να απομακρύνουν τις τρίχες

-Πάγκοι: συνήθως μαρμάρινοι για να απλώνουν πάνω τους τα δέρματα

-Χτένι: εργαλείο με οδοντωτή λεπίδα πάνω σε ξύλινη βάση για να ριγώνουν τα δέρματα. -Κοπίδι: κυκλικό μαχαίρι με ξύλινη λαβή για αν κόβουν τα “ψίδια”, δηλαδή τα κομμά τια του δέρματος.

-Ξύλινη οδοντωτή πλάνη: για το ξύσιμο και το στρώσιμο του δέρματος.

Στα χωριά την κατεργασία των δερμάτων την έκαναν οι τσαρουχάδες, οι οποίοι και προμήθευαν με κατεργασμένα δέρματα τους σαμαράδες. Φημισμένο κέντρο κατεργασίας δερμάτων ήταν η Άμφισσα, από την οποία προμηθευόταν δέρματα και η Άρτα. Μέχρι και το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το εμπόριο δερμάτων βρισκόταν σε ακμή. Με την κατοχή συνεχίστηκε με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς. Λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση σταμάτησε….” (Πηγή : ΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΑ ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ, Γ. Κουτσούμπας, Έκδοση Μ/Φ Συλλόγου “ΣΚΟΥΦΑΣ”, Αθήνα 2004)

Στη φωτογραφία “Εσωτερικό παλιού βυρσοδεψείου στην περιοχή Ταμπακιάδες” από το ίδιο βιβλίο.

Δημοσιεύθηκε στην Το εμπόριο στην Άρτα. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *