————————–
“Αργά το απόγευμα ήρθαν από την Άρτα μερικοί από το χωριό και μας έφεραν νέα από το βομβαρδισμό. Μας ανέφεραν και για το αεροπλάνο που κατέπεσε και μας αφηγήθηκαν τις δραματικές όσο και συναρπαστικές λεπτομέρειες της μονομαχίας του με ένα αντιαεροπορικό ταχυβόλο που ήταν εγκατεστημένο δίπλα από την αρχαία γέφυρα. Το αεροπλάνο, ένα δικινητήριο με γυάλινο ρύγχος, κατέβηκε χαμηλά, λίγο πιο πάνω από την επιφάνεια του Αράχθου, ακολουθώντας τη ροή του προς την μεγάλη ιστορική γέφυρα, στα πέτρινα υπόβαθρα της οποίας στηριζόταν η σιδερένια που είχε κατασκευασθεί από το μηχανικό του στρατού για τις ανάγκες του πολέμου. Στην όχθη, δίπλα στις γέφυρες, είχε στηθεί ένα ταχυβόλο αντιαεροπορικό, ιταλικό λάφυρο. Οι προθέσεις του Γερμανού πιλότου ήταν ολοκάθαρες. Στόχος του ήταν οι γέφυρες ή το αντιαεροπορικό δίπλα τους ή και τα δύο. Μερικοί από τους στρατιώτες της ομοχειρίας του αντιαεροπορικού το έβαλαν πανικόβλητοι στα πόδια. Εκτός από δύο που έμειναν αποφασισμένοι να αντιμετωπίσουν τον αντίπαλο. Ο σκοπευτής κράτησε την ψυχραιμία του, προσήλωσε το μάτι στο στόχαστρο, ρύθμισε το όπλο του και περίμενε ήσυχα την προσέγγιση του ιπτάμενου θηρίου. Όταν έκρινε ότι η απόσταση ήταν κανονική, άφησε μια ολόκληρη ριπή που το γάζωσε από το ρύγχος μέχρι την ουρά. Το αεροπλάνο απάντησε επίσης με τα πολυβόλα του, όμως με καθυστέρηση κλάσματος δευτερολέπτου, που αποδείχτηκε γι’ αυτό μοιραία. Το βαριά τραυματισμένο αεροπλάνο που άρχισε ήδη να φλέγεται, εξακολούθησε την πτήση του προσπαθώντας μάταια να κερδίσει ύψος και διαγράφοντας ένα κύκλο προς τα αριστερά, πέρασε πάνω από τον ιστορικό ναό της Παρηγορήτισσας όπου άφησε μερικές από τις βόμβες του, οι οποίες ευτυχώς δεν εξερράγησαν προφανώς λόγω του μικρού ύψους ρήψεως, αλλιώς η καταστροφή θα ήταν ανυπολόγιστη. Συνέχισε φλεγόμενο βουίζοντας και αφήνοντας καπνούς και τελικά συνετρίβη πίσω από το κτίριο του Γυμνασίου. Τα συντρίμμια του και το τριμελές πλήρωμα διασκορπίστηκαν σε κάτι τάφρους και χαντάκια. Μόνο ένας προσπάθησε την τελευταία στιγμή να πηδήσει με το αλεξίπτωτο, ήταν όμως πολύ αργά. Στο θάνατο παρασύρθηκαν επί πλέον και δυο-τρεις στρατιώτες και πολίτες που είχαν καταφύγει στην τάφρο, καμένοι από έναν πυρακτωμένο κινητήρα που έπεσε δίπλα τους. Ύστερα δε από 6 περίπου μήνες , όταν οι Ιταλοί περισυνέλλεξαν τα συντρίμμια, βρέθηκε κάτω από τις λαμαρίνες και το πτώμα ενός μικρού κοριτσιού.” (Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Σπύρου- Αγησίλαου Κατσαούνου “Παιδικές αναμνήσεις από τον πόλεμο και την κατοχή”, 12 ετών τότε, όπως δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του Κ. Βάγια, Η ΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ, ΑΡΤΑ, 2004).
Στη φωτογραφία τα δυο παλληκάρια που έριξαν το αεροπλάνο πίσω από τους Αγίους Πάντες. Δεξιά ο Σπύρος Ι. Έξαρχος και αριστερά ο Νίκος Η. Βρατσίστας. (Η φωτο είναι από το αρχείο του Ιωάννη Έξαρχου, γιού του Σπύρου και η παρουσίαση του Κ. Μπανιά)