“…..Τσ’ ήβρα τσ πρατίνες κι τσ’ ήφερα πίσω ολ’ νύχτα, κι αφού είχα κακιά απουσταμάρα είπα να κοιμ’θού λίγο ιδώ στον πλατανάκ’. Αμ τί ήταν να το ιπού. Δεν προλαβαίνου να κλείσου τα μάτια κι έρτε μωρέ πιδί μ’ μ’ νια μύγα κι αρχνάει. Ένα βάξμο αχπάν απ’ το κεφάλ’ μούρθε λιγοθμιά. Ανού τα μάτια, κάνω νια έτσ’ με το χερ’ φευγ’.
Ματαπάω να τα κλείσω, μόλις πέρω τον πρώτο πάλι η διαλόμγα. Ψ’λά στου μστακ’κι δώθε κι άιντε, κι πάει κι χώνεται μες τ’μύτ’. Λες κι μούχωσες το δαίμονα μ’ φαν’κε. Σ’κώνομαι απάν’ τ’νάζομαι, φτου, τ’ βαρού, είπα καμπόισις Παναίες, φευγ’. Απ’ να σ’ μπει του γ’ρουν’ σήμερα για δ’λειά σ’ είπα. Άμα πιθάνω θα λαρώσω.
Πέρου τον τρουβά, π’ τον είχα για μαξλάρ’ κι τον βάνου στα μούτρα, βάνου ένα λ΄θάρ’ για προυσκέφαλου κι είπα τώρα θα κοιμ’θού νια τρίμα, κι να σ΄κωθώ να πάου σπίτ’ να ιδού τι γεν’ται οι θ’κοί μ’. Ε, όταν είχα κοιμ’θεί ακού ένα νταβαν’σμα μες τ’ αυτί κι κατ’ μι φουρφούλαε στου κιφάλ’.Γίγκα Τούρκος. Ωρέ χαντοκομός μ΄ σήμιρα. Τί χάλευε η μύγα ψ’λα στη μένα? Δεν πάενε παρέκεια κ’ αυτήν…”
(Απόσπασμα από το αντίστοιχο άρθρο της Βασιλικής Τζαχρήστα όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, τχ. 203, 1993)
Μάρτης 1993 : O γερο – τζιομπάνος Πάνος Τσιλιγιάννης, απόστασε ολημερίς ορθός να στομώνει τα πρόβατα στην αμαλαιά και τον “έκλεψε” ψίχα στο προσήλιο, τυλιγμένος με τη μούργκα κάπα του και νανουρισμένος από το γλυκό αχολόι των ταιριασμένων κουδουνιών στο Κατάφουρκο Βάλτου. ( Φωτο Νίκου Καρατζένη)