Πολλές φορές, στην έρευνά μας σε διάφορες πηγές για την ιστορία της περιοχής, διαβάζουμε ιστορίες που ούτε ο πιο ευφάνταστος συγγραφέας δεν θα μπορούσε να συλλάβει στο μυαλό του…..Μια απ’ αυτές είναι και της Αικατερίνης ή Ρούσσως, αρραβωνιαστικιάς του Συρρακιώτη γιατρού Ιωάννη Κωλέττη, που μεγάλωσε στα Γιάννενα και τελικά έγινε η πρώτη Ελληνίδα που εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αυστραλία και ήταν ταυτόχρονα ο πρώτος «ελεύθερος» Έλληνας οικιστής εκεί. Στην παρακάτω διήγηση αντλήσαμε πληροφορίες από άρθρο του σπουδαίου Αρτηνού Κ. Α. Διαμάντη στην Ηπειρωτική Εστία με τίτλο «Βασιλική Πλέσσου, σύζυγος του Μουχτάρ Πασά», (σύμφωνα με χειρογρ. του Αθανασίου Ψαλίδα) και την έρευνα με τίτλο «Ο Μουχτάρ Πασάς, ο Κωλέττης, ο Μπάυρον και η Ρούσσω», που αναρτήθηκε στον ιστότοπο «Παμπάλαια».
Η Αικατερίνη-Γεωργία Πλέσσου (Ρούσσω ίσως γιατί είχε ρούσα μαλλιά) καταγόταν από το χωριό Πλεσιβίτσα (σημερινό Πλαίσιο) της Θεσπρωτίας. Η μητέρα της ήταν η Κυρά Βασιλική αλλά όχι του Αλή Πασά. Του Μουχτάρ Πασά ήταν, πρωτότοκου γιού του Αλή. Η ιστορία της είναι απόλυτα συναρπαστική, σχεδόν μαγική, και αξίζει να την πούμε. Είναι η ιστορία μιας κοπέλας που μεγάλωσε μπαινοβγαίνοντας στο παλάτι του Μουχτάρ στα Γιάννενα, αρραβωνιάστηκε τον μετέπειτα πρωθυπουργό της Ελλάδας Ιωάννη Κωλέττη, γνώρισε το Λόρδο Μπάιρον στο σπίτι του θείου της στο Μεσολόγγι και τελικά έφυγε από την Ελλάδα για να μη γυρίσει πίσω ποτέ.
Η μητέρα της Αικατερίνης «…..ήταν θυγατέρα κάποιου Αναστάση Πλέσσου Τζαρτζή και Μερτζάρη, ο οποίος την πάντρεψε με κάποιον Γεώργιο Κώστα Πλέσσο, μπακάλη στας Σέρρας, στα δεκατέσσερα χρόνια της. Η περίφημη Βασιλική του Μουχτάρ πασά ήταν πολύ όμορφη, με ανάστημα μέτριο, λυγερό και παχουλό, πρόσωπο φεγγάρι, μάτια μαύρα σχιστά και γλυκά, όπου ενέπνεαν τον έρωτα, φρύδια μαύρα και καμαρωτά, τσίνορα μαύρα, μακριά και δοξαρωτά, μύτη κοντυλένια, στόμα δακτυλίδι, δόντια μαργαριταρένια, χείλια κοραλλένια, στήθος πλατύ και κρεβατωτό, βυζιά ορθά και μικρά, χέρια μικρά και γρουμπουλά, καθώς και ποδάρια, φωνή γλυκιά και μελωδική, πνεύμα πεταχτό και διαπεραστικό, και σύντομα να ειπώ αριστούργημα της φύση. Τραγουδούσε αγγελικά, και χόρευε τεχνικότητα, και έπαιζε το ταμπούρι αρμονικότατα και ήταν τέτοια, που όχι τον Μουχτάρ πασά, αλλά και κάθε έναν μπορούσε να αιχμαλωτίσει με τα κάλλη της, και τέτοια φυλάχθηκε ως τα τριάντα χρόνια, και ύστερα πάχυνε και χόντρυνε πολύ, και ξέπεσαν τα θέλγητρά της. Όντας λοιπόν πολύ όμορφη, κυνηγιόνταν από πολλούς άνδρες, και δεν είναι και απίθανο να την απόλαυσαν και μερικοί.
Στα δεκαπέντε της χρόνια πρωτογέννησε ένα κορίτσι, οπού το ονόμασαν Αικατερίνη, και χαϊδεύοντάς τη την έλεγαν Ρούσσω, ύστερα απόχτησε και αγόρι τον Αναστάση (Τασούλη). Ο άνδρας της έρχονταν συχνά από τας Σέρρας για την αγάπη της, και την νόμιζε πιστή του σύζυγο, αλλά ξεγελάστηκε, επειδή την υστερινή φορά ήλθε και την ηύρε, οπού είχε πέσει στα δίχτυα του Μουχτάρ πασά, και ήταν γκαστρωμένη, και σε εφτά μήνες γέννησε αγόρι τον Κωνσταντίνο που χαϊδεύοντάς τον, τον έλεγαν Κωστούλα…………………. Ο Μουχτάρ πασάς, αφότου η Βασιλική του απόχτησε τον Κωστούλα, τόσον υποδουλώθηκε σ’ αυτή, που έκανε σαν τρελός, την έκλεισε στο σπίτι της κατά την Αγιά Μαρίνα, της διόρισε μια χατζίνα γριά φυλάχτρα να έχει το κλειδί της εξώπορτας, και κανέναν να μην εμβάζει χώρια από τα τρία αδέλφια της, και αντίκρυ από το σπίτι της διόρισε παλικάρια να φυλάγουν και αυτός κάθε βράδι πήγαινε απόσκεπα με έναν άνθρωπόν του…………….
Από τον πολύν λοιπόν έρωτα, όπου της είχε, δεν έσμιγε ούτε γυναίκα άλλη. Όθεν εκκίνησε γκαστρωμένη, και γέννησε ένα κορίτσι, το οποίο ο πασάς το έστειλε εις το τσιφλίκι του Δραμισσούς, και αναθρέφονταν κρυφά με βυζάχτρα και τροφό. Τούτο το κρυφοσύχνασμα στο σπίτι της βάσταγε κάμποσον καιρόν, και υστέρα φκιάνοντας το δεύτερο Σαράγι του στη Λουτζαστού Μπαρδάκη τον μπαχτσέ, της αγόρασε ένα σπίτι κολλητά, και την μετατόπισε εκεί, και έκαμε και μεσιανή πόρτα με το σαράγι του, διά να πηγαίνει σ’ αυτήν από την μεσιά, και όχι από την εξώπορτα. Πρόσταξε και τον αδελφό της να γράψει τον ανδρός της να μην έλθει, γιατί βάνει και τον σκοτώνουν και έτσι ο δύστυχος άνδρας της απόμεινε στας Σέρρας. Της αγόρασε και ένα χάνι στο όνομά της κατά τις Καμάρες, της έβαλε και στη Μητρόπολη με ομολογία στο όνομά της κάμποσες χιλιάδες γρόσια να παίρνει το διάφορο, της διόρισε και μηνιάτικα έξοδα για χαΐρι της γρόσια εξακόσια, της εσόδιαζε και το σπίτι από το υποστατικό του Βελτζίστη, της έκοφτε υπέρλαμπρα φορέματα και αυτής και των παιδιών της, και την στόλιζε σαν πάσαινα πλιά, και αυτή, ως τέτοια εφέρονταv με τόση υπερηφάνεια στις αληθινές κυράδες, όπου την μισούσαν, και αγωνίζονταν να την κρημνίσουν……
Τέλος πάντων την πήρε στο σαράγι του στου Μπαρδάκη με την θυγατέρα της Ρούσσω, όπου είχε πατήσει τα δώδεκα χρόνια, και άφησε στο σπίτι της, κολλητά στο σαράγι, τα δυο παιδιά της με τρεις δούλες, και με όλα τα έξοδα, άρχισε στο σαράγι να στολίζει και την Ρούσσω πασιάτικα, γιατί ήταν τρυφερή και του λιανάρεγε. Η μάνα της όμως παρακάλεσε τον πασά να την αρραβωνιάσει με τον ιατρό του Ιωάννη Κωλέττη τον Συρρακιώτην, μετέπειτα πρωθυπουργό της Ελλάδας. Και ο πασάς της έκαμε το θέλημα, την αρραβώνιασε, αλλά δεν την έδωκε, μόνο την εφύλαγε αρραβωνιασμένη όσο να την απολαύσει, να την ξεψαχνίσει, και να την χορτάσει και ύστερα να την δώκει του Ιατρού του. (Ο Κωλέττης, ο οποίος ήταν πάνω από 45 χρονών και δεν παντρεύτηκε ποτέ, δεν την ήθελε βέβαια αλλά δεν μπορούσε να πει όχι στον πασά). Για να την απολαμβάνει ο Μουχτάρ χωρίς αντίρρηση της μάνας, έπαιρνε την θυγατέρα στο άλλο το σαράγι του συχνά, και την εφύλαγε πολλές ημέρες, και πάλε την έστελνε της μάνας της στο σαράγι του Μπαρδάκη. Κι έτσι ο άσωτος μεταχειρίζονταν και μάνα και θυγατέρα, και την θυγατέρα περισσότερο ως τρυφερή, επειδή η μάνα είχε χοντρύνει, τραχύνει και ανοστήνει. Τις στόλιζε και τις δύο με πολύτιμα πετράδια, για να τις χαίρεται και αυτές οι ανόητες τα κινητά του σεπέτια, τα καμάρωναν σαν να ήταν δικά τους. Ετοίμασε της Ρούσσως και προίκα πολυέξοδη από την Κωνσταντινούπολη, της αγόρασε και σπίτι είκοσι χιλιάδων γροσιών, και το έδωκε του Ιατρού του αρραβωνιαστικού της.
Το 1820 τέλος πάντων, όπου ήλθε η καταδρομή του Αλή πασά, και ο Μουχτάρ πασάς είχε σταλθεί από τον πατέρα του στο Μπεράτι, τον Ιούλιο μήνα πρόσταξε ο Αλή πασάς όλα τα χαρέμια των παιδιών του να πηγαίνουν στο Τεπελένι, και έτσι επήγε και η Βασιλική με τη Ρούσσω. Τα δυο της αρσενικά Αναστάσης και Κωστούλας δόθηκαν του θείου τους να τα έχει στην Άρτα. Και έτσι κλείσθηκαν τα σαράγια με όλο το βιός, και τα σπίτια της κυρά Βασιλικής, και στις 21 Αυγούστου, όπου μπήκαν τα βασιλικά στρατεύματα, διαγούμισαν τα σαράγια, και της κυρά Βασιλικής και κυρά Ρούσσως το βιός. Και τον Νοέμβριο έγραψε στας Σέρρας ο θείος των παιδιών προς τον πατέρα τους Γεώργιο να έλθει να συμμάσει τα παιδιά του, και να πασχίσει να βγάλει από το Τεπελένι και την θυγατέρα του, και αν θελήσει, και την γυναίκα του.
Το 1821 τον Φεβρουάριο ήλθε ο ταλαίπωρος Γεώργιος ο άνδρας της στα Γιάννινα, επήγε στην Άρτα, είδε τα παιδιά του, ομίλησε με τον θείον τους, και έτσι γύρισε στα Γιάννινα, πήρε υψηλή προσταγή από τον Ισμαήλ πασά, και πήγε στο Τεπελένι να πάρει και την θυγατέρα του και την γυναίκα του, όπου φθάνοντας τις εζήτησε, και η κυρά Μουχτάρ πασού του έδωκε την θυγατέρα του, και άλλην μίαν παρακόρη της, να την πηγαίνει στον πατέρα της στην Άρτα, η γυναίκα του όμως δεν ηθέλησε, μόλο οπού της είπε, ότι την συμπαθεί για όλα τα περασμένα, και θα την γνωρίζει για γυναίκα του και μητέρα των παιδιών.
Έτσι ο ταλαίπωρος πήρε μοναχά την θυγατέρα του, και την Αρτηνή παρακόρη της Κυράς δίδοντας εις τον Κατή του τόπου γράμμα τέτοιο, ότι πήρε την θυγατέρα του με μια μόνο παλιά φορεσιά, που είχε απάνω της, τέσσερα πουκάμισα, ένα παλιό πάπλωμα και μια μαξιλάρα, από το Τεπελένι, που την είχε ο Μουχτάρ πασάς, και έτσι αναχώρησε λυπημένος, που δεν ημπόρεσε να ελευθερώσει και την γυναίκα του, την παλαιά πόρνη, και ύστερα πολυκαιρινή και πολυπόθητη παλλακή του Μουχτάρ πασά».
“Ο Γεώργιος δεν έμεινε στα Γιάννενα ούτε πήγε πίσω στις Σέρρες ή όπου αλλού έκανε δουλειές. Σύμφωνα με τη νεκρολογία του Κωστούλα ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία. Ξέρουμε ότι υπήρχαν τρεις Πλεσσαίοι στην Εταιρεία. Οι δύο ήταν Πλεσιβιτσιώτες, Κωνσταντίνος και Νικόλαος, και ο άλλος ήταν ένας 32χρονος Γιαννιώτης έμπορος που έμενε στην Κωνσταντινούπολη όταν έγινε μέλος το 1818. Έτσι μας λέει η Επιθεώρηση Χωροφυλακής, έτος 1982, τεύχος 148. Ίσως ήταν αυτός. Εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι μαζί με τα παιδιά του. Εκεί είχε εγκατασταθεί και ο συγγενής του Γεώργιος Κίτσος (Κονταξής), αδελφός της Κυράς Βασιλικής του Αλή Πασά και αρχηγός των Ηπειρωτών. Ο Γεώργιος υπηρέτησε υπό τις διαταγές του. Το ίδιο και ο μεγαλύτερος του γιός, ο Τασούλας (Αναστάσης), που είχε πιάσει το καριοφίλι από τα δεκατρία του.
Στο σπίτι του Κίτσου, η Ρούσσω γνώρισε τον Λόρδο Μπάιρον, στους τρεισήμισι μήνες που βρισκόταν εκεί. Η θύμηση του φιλέλληνα ποιητή τη συντρόφεψε μέχρι τα βαθιά της γεράματα και ήταν ένα όνομα γνωστό στη μακρινή Αυστραλία. Μετά το θάνατο του Λόρδου, κάποια στιγμή πριν την τρίτη πολιορκία του Μεσολογγιού, η Ρούσσω με το μικρότερο αδελφό της, τον Κωστούλα, κατάφεραν να φτάσουν στον Κάλαμο, ένα νησάκι της Λευκάδας πολύ κοντά στη Ρούμελη. Σε αυτό το νησάκι, που ο σημερινός πληθυσμός του δεν φτάνει ούτε τους 500 ανθρώπους είχαν μαζευτεί πάνω από δέκα χιλιάδες πρόσφυγες.
Ο πατέρας της και ο μεγαλύτερος αδελφός της είχαν μείνει στο Μεσολόγγι για να το υπερασπιστούν. Ειδικά ο πατέρας της είχε σημαντική θέση ανάμεσα στους Ηπειρώτες και ήδη από το Σεπτέμβριο του 1824 βρισκόταν σε επαφή με Βρετανούς τραπεζίτες για δάνειο. Πραγματικά, μείνανε μέχρι τη δραματική έξοδο και μάλιστα γλυτώσανε και οι δύο.
Στο μεταξύ, στον Κάλαμο η Ρούσσω γνώρισε το διοικητή του νησιού, έναν Ιρλανδό λοχαγό, που στα 33 του χρόνια είχε λάβει μέρος σε πολλές μάχες και μάλλον κούτσαινε αφού είχε τραυματιστεί σοβαρά δύο φορές στο ίδιο πόδι. Ο James Henry Crummer, παλαίμαχος του Βατερλό, παντρεύτηκε τη δεκαεξάχρονη Ελληνίδα το 1825, ή στις 17 Φεβρουαρίου 1827 σύμφωνα με δίγλωσσο έγγραφο που σώζεται. Είναι πιθανόν και οι δύο χρονολογίες να είναι σωστές, δηλαδή να παντρεύτηκαν πρώτη φορά με ορθόδοξο και δεύτερη με διαμαρτυρόμενο γάμο. Το 1829 φύγανε για Αγγλία και μετά Ιρλανδία μαζί με τα πρώτα δίδυμα, την Amelia και τη Helen. Εκείνο το χρόνο ήρθαν τα επόμενα δίδυμα Vasilikos και John.
Το 1832 ο James προσπάθησε να παραιτηθεί λόγω προβλημάτων με το χτυπημένο του πόδι όμως είχε περάσει πολύς καιρός από τον τραυματισμό του. Έτσι τρία χρόνια αργότερα, στις 28 Σεπτεμβρίου 1835, η οικογένεια αποβιβάστηκε στην Αυστραλία με το σύνταγμα του James. Από όσο γνωρίζουμε η Ρούσσω, που τώρα πια λεγόταν Catherine Crummer, ήταν η πρώτη Ελληνίδα που εγκαταστάθηκε εκεί. Άλλα οχτώ παιδιά ακολούθησαν μέχρι το 1847: Robert Sherer, Eliza Bettina, Juliana Catinca, Augusta Louisa, Henry Samuel, Mary, που πέθανε μωρό, Κatharine και Theresa Alexandria. Το 1840 ο άντρας της έγινε ταγματάρχης και επειδή το σύνταγμα έφευγε για Ινδίες αποφάσισε να αποστρατευτεί. Από τότε μέχρι το 1864 έκανε τον αστυνομικό. Πέθανε τρία χρόνια αργότερα και θάφτηκε με στρατιωτικές τιμές δίπλα στην κόρη του Augusta Louisa και τον αβάπτιστο γιό της. Η Augusta Louisa είχε πεθάνει εκείνο το καλοκαίρι, στη γέννα του πρώτου της παιδιού.
Ανάμεσα στα πράγματα που άφησε ο άντρας της βρίσκονται δύο γράμματα στα Ελληνικά, για τα οποία δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι η Catherine – Ρούσσω ήξερε το περιεχόμενο τους ή αν απάντησε. Είναι πολύ πιθανό ότι δεν ήξερε ανάγνωση και γραφή. Το πρώτο είναι από τον αδελφό της Κωστούλα, το 1829. Το γράμμα στάλθηκε στον Κάλαμο αλλά πρέπει να τους βρήκε στη Βρετανία. Είναι φανερό ότι η οικογένεια της δεν είχε ιδέα για το γάμο της και φαίνεται επίσης ότι ο Κωστούλας, που είχε πάει στον Κάλαμο με την αδερφή του, είχε φύγει από χρόνια πριν. Η δεύτερη επιστολή, γραμμένη το 1834, είναι από τον Τασούλα, όπου της λέει πως έφερε τη μάνα τους από τη Θεσσαλονίκη και ότι θα μετακομίσει από το Ναύπλιο στην Αθήνα.
Δεν γνωρίζουμε τίποτα για την Κυρά Βασιλική όλα αυτά τα χρόνια, όμως δεν άντεξε πολύ ακόμη. Πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία γύρω στα σαράντα. Ο άντρας της, ο Γεώργιος Πλέσσος, έζησε μερικά χρόνια ακόμη. Ήταν Ελεγκτής του Ελεγκτικού Συνεδρίου και αντιπρόσωπος στην Δ΄ Εθνική των Ελλήνων Συνέλευση. Η άλλη της κόρη, από το Μουχτάρ, φαίνεται πως είχε σχέσεις με τους αδελφούς της αλλά τίποτε περισσότερο δεν είναι γνωστό. Ο Κωστούλας σπούδασε στην Ιόνιο Ακαδημία και ήταν κρατικός υπάλληλος από το 1833 ως το 1850. Μετά έμπορος στην Κωσταντινούπολη. Πέθανε το 1864.
Για τον Τασούλα γνωρίζουμε πολύ περισσότερα. Μετά την Επανάσταση αφιέρωσε τη ζωή του στην Ελληνική Χωροφυλακή. Ήταν για μερικά χρόνια βουλευτής με τον Κουμουνδούρο αλλά μετά, το 1872, έχασε τη δουλειά του και φυλακίστηκε από την κυβέρνηση του Δεληγιώργη. Μετά από δύο χρόνια επανήλθε στη Χωροφυλακή δικαιωμένος και αποστρατεύτηκε μόλις το 1883 με το βαθμό του Υποστρατήγου. Πέθανε τον επόμενο χρόνο. Στην κηδεία του ήταν ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης, ο καθηγητής Πανεπιστημίου Π. Παπαρηγόπουλος και άλλες προσωπικότητες. Από το σπίτι του, στην οδό Σόλωνος, τον συνόδευσαν μόνο δύο εξαδέλφες του και ένας ανιψιός. Δεν είχε κάνει δική του οικογένεια.
Η Catherine έζησε ως τα 1907. Η είδηση του θανάτου της δημοσιεύτηκε σε πολλές Αυστραλιανές εφημερίδες αναφέροντας την σαν τον τελευταίο άνθρωπο που είχε συναντήσει το Λόρδο Βύρωνα. Δεν είναι γνωστό αν έμαθε πως ο πρώην αρραβωνιαστικός της, ο Συρρακιώτης γιατρός Κωλέττης, έγινε πρωθυπουργός. Τη σχέση της μητέρας της με το Μουχτάρ δεν τη συζήτησε ποτέ. Αν και τα περισσότερα παιδιά της είχαν πεθάνει νωρίτερα άφησε απογόνους, οι οποίοι υπάρχουν ακόμη.” (Πηγές : 1. “Βασιλική Πλέσσου, σύζυγος του Μουχτάρ Πασά”, Κ. Α. Διαμαντή, Ηπειρωτική Εστία, τχ. 44, 1955, 2. “Ο Μουχτάρ Πασάς, ο Κωλέττης, ο Μπάυρον και η Ρούσσω”, https://pampalaia.blogspot.com/
Στη φωτογραφία η Katherine Crummer (Αικατερίνη-Γεωργία Πλέσσου) στα τέλη του 19ου αι. στην Αυστραλία. (Πηγή : https://greekcitytimes.com/)