Ο ΣΕΜΠΡΟΣ (1)

—————–
“Προτού νά φθάση ό μηχανικός πολιτισμός στά μέρη μας, τις πιό δύσκολες καί βαρειές δουλειές τις τραβούσαν τα ζωντανά, δηλαδή τά φορτιάτικα καί τα ζευγάρια. Στά πρώτα υπάγονται τά γαϊδούρια, τά μουλάρια καί τά άλογα, στά δεύτερα μόνον τά βόϋδια (ή λέξις γράφεται εδώ όπως προ φέρεται στήν πατρίδα μου την Ήπειρο, από τό αρχαιοελληνικόν «βους»). Τουλάχιστον στήν Ήπειρο, όταν μιλάη κανείς γιά τό ζευγάρι του εννοεί τά βόϋδια, όχι τις αγελάδες, πού τά ζεύγει κάτω από τό ζυγό γιά νά τραβήξουν τό αλέτρι πού θά οργώση τό χωράφι. Τό καλοκαίρι θά τα χρησιμοποιήση επίσης στό αλώνι. Καλότυχος λοιπόν ό νοικοκύρης πού έχει τό ζευγάρι του καί κοιμάται στό κατώι. Αυτό παινεύει καί τό δημοτικό τραγούδι όταν λέει:
«Εσένα πρέπει αφέντη μου, τ’ άξιο το ζευγάρι,
Τ’ άξιο, το περήφανο και το στεφανωμένο,
Για να θερίζεις σταυρωτά, να δένης ανδρειωμένα».
Τί γίνεται όμως όταν δεν υπάρχει ζευγάρι καί υπάρχει μόνον ένα βόϋδι; Τότε ανακύπτει επιτακτική ή ανάγκη του συνεταιρισμού με κάποιον άλλον, πού καί αυτός επίσης έχει μονό βόϋδι. Ό συνεταιρισμός αυτός καλείται «σέμπρος», (ή λέξις είναι ινδοευρωπαϊκή), καί διέπεται από ωρισμένους εθιμικούς κανόνες δικαίου, οί οποίοι τηρούνται μετά σχολαστικότατος καί ευλαβείας από τούς χωρικούς προς ίδιον αυτών συμφέρον καί πρός τό συμφέρον της κοινότητος.

Ή διάρκεια τού σέμπρου είναι εποχιακή, συνήθως αφορά τή χειμερινή περίοδο. Δηλαδή τήν περίοδο τής σποράς, πού αρχίζει από τόν Οκτώβριο καί τελειώνει τόν Μάρτιο, πράγμα πού σημαίνει ότι έχει ισχύν επί εξάμηνον. Μέ τά πρωτοβρόχια, πού αρχίζουν τά οργώματα, αρχίζει καί τό σέμπριασμα. Θά πρέπει δε νά φροντίση κανείς εγκαίρως πρός τούτο, ώστε νά μή μείνη στό τέλος μονός. Γιατί μέσα στό χωριό γίνονται πολλά σεμπριάσματα καί ό καθένας φροντίζει νά βρή αυτόν πού τού ταιριάζει καλύτερα. Στό σημείο αυτό, δυο στοιχεία έχουν βαρύνουσαν σημασίαν, αφ’ ενός μέν τά ζωντανά νά είναι τής ίδιας δυναμικότητος καί αφ’ ετέρου τά πρόσωπα, οί νοικοκυραίοι τους, νά είναι συγγενικά. Εκτός όμως αυτών θά πρέπει οί σέμπροι νά σπέρνουν καί τις ίδιες ημέρες. Δηλαδή, αν ό ένας σπείρη 25 ήμέρες, θά πρέπει καί ό άλλος νά σπείρη 25 ημέρες. Ή σπορά όμως γίνεται εναλλάξ, ήτοι τή μιά μέρα στό χωράφι τού ενός καί τήν άλλη στό χωράφι του άλλου. Οί Κυριακές καί οί γιορτές εξαιρούνται, ώς επίσης καί οί ημέρες κατά τις όποιες βρέχεt ή χιονίζει……..” (Πηγή : Άρθρο του Ν.Β. Λώλη στην Ηπειρωτική Εστία, τχ. 205-206, 1969)

Στη φωτογραφία του Κ. Μπαλάφα “Το όργωμα” από το Λεύκωμα ΗΠΕΙΡΟΣ, Αθήνα,2003)

Δημοσιεύθηκε στην Λαογραφικά και άλλα. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *