—————
“Συνήθως στήν περίπτωση του σέμπρου τό ζώο τό συνοδεύει ό νοικοκύρης του στό χωράφι του άλλου σέμπρου. Καί τούτο γιά δυο λόγους, αφ’ ενός μέν γιά νά μή κουράζη ό άλλος τό ζώο περισσότερο απ’ όσο πρέπει, καί αφ’ ετέρου διότι καί αυτός χρησιμοποιείται σάν βοηθητικό πρόσωπο στή σπορά. Τσαπίζει τις αυλακιές, ακολουθώντας τό ζευγάρι, γιά νά σκεπάζη καλύτερα τό σπόρο καί γιά νά ξεριζώνη τά διάφορα αγριόχορτα. Έτσι τό πρόσωπο αυτό μπορεί νά είναι καί ένα δεύτερο πρόσωπο από τό σπίτι. Ενώ αυτός πού τό χωράφι είναι δικό του πρέπει νά είναι πρόσωπο πού νά μπορεί νά κρατάει τό αλέτρι καί νά διευθύνη τά βόϋδια, δηλαδή άνθρωπος, ανεξάρτητα άνδρας ή γυναίκα, μέ δύναμι καί αξιάδα. Φυσικά, ό κάθε σέμπρος έχει τό δικό του αλέτρι, τό δικό του υνί ή γυνί, γιά νά μή λιώνη τό γυνί τού άλλου, τό δικό του ζυγό, τις ζεΰλες, τά σκιαδούκλια, τά ύπεργα, τις τριχιές, κτλ., τά οποία συνήθως τά κουβαλάει μέ τό δικό του φορτιάτικο τό πρωί στό χωράφι καί τό βράδυ στό σπίτι. Όπως καταλαβαίνει δέ κανείς, καί ό σπόρος είναι τού νοικοκύρι πού έχει τό χωράφι. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στό ξεκίνημα τό πρωί καί στήν επιστροφή τό βράδυ ώστε οί δυό σέμπροι νά απασχολούνται στό χωράφι τις ίδιες περίπου ώρες. Ό σέμπρος θά πρέπει νά φροντίση γιά τό μεσημεριανό φαγητό τών ζώων. Θά πρέπει δηλαδή νά κουβαλήση χόρτο ή καλαμποκιές από τό σπίτι του γιά νά ταίση τά ζωντανά. Ενώ οί άνθρωποι κουβαλούν ό καθένας τό δικό του ψωμί καί προσφάγι. Τό τελευταίο τούτο είναι συνήθως τυρί ή ελιές ή κρεμμύδι ή τουρσί, μέ μιά λέξι «ξηρά» τροφή, πού μπαίνει στό ξυλοπίνακο καί δέν χύνεται στό δρόμο κατά τό κουβάλημα. Τό λύσιμο τής σεμπριάς γίνεται μέ τό τέλος τής σποράς, κατά τον Μάρτιο, αφού φυσικά καί οί δυό σέμπροι σπείρουν τις μέρες πού χρειάζεται ό καθένας…..” (Πηγή : Άρθρο του Ν.Β. Λώλη στην Ηπειρωτική Εστία, τχ. 205-206, 1969)
Στη φωτογραφία του Β. Γκανιάτσα “Τσαπίζοντας τις αυλακιές”, από το Λέυκωμα ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΣΣΕΣ, Σ. Βασιλείου, Αθήνα, 2007)