ΟΡΕΙΒΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΙΝΔΟ – ΚΟΡΥΦΗ ΚΑΚΑΡΔΙΤΣΑ (William Martin Leake, Travels in Northern Greece)

“12 Αυγ. 1805 : Στις 4,30′ τό απόγευμα ξεκίνησα μέ παρέα τούς κυρίους Τζών καί Ντέιβιντ Μύριερ μέ σκοπό ν’ άνεβούμε στήν κορυφή τού όρους Πίνδος πού λέγεται Κακαρδίτσα ή Κακαρδίστα. Βρίσκεται νοτιοανατολικά άπό τούς Καλαρύτες και φαίνεται νά είναι τό πιο ψηλό σημείο όλης τής όροσειράς. Κατεβαίνοντας τήν χαράδρα του χειμάρρου Βιλιτζά, τόν περνάμε στο σημείο όπου ύπάρχουν μερικοί νερόμυλοι, λίγο πιο κάτω άπό τήν Παλαιό Χώρα. Ό ένας άπ’ αυτούς τούς μύλους είναι γιά καλαμπόκι κι ό άλλος γιά τό «γένωμα» τού σκουτιού ή τού ύφάσματος πού κάνουν τά έπανωφόρια πού τά λένε «κάπαις», τό κύριο βιομηχανικό προϊόν των Βλάχων. Ό χείμαρρος, ή γέφυρα, καί τά κτίσματα πού κρέμονται στούς γκρεμούς σχηματίζουν ένα ώραίο κομμάτι ορεινής σκηνογραφίας…………
13 Αύγούστου : Επειδή ή άνάβαση ήταν πολύ δύσκολη, προχωρούσαμε άργά. Ό δρόμος περνά πολλούς χεμάρρους πού χύνονται προς τά δεξιά σ’ ένα φαράγγι πού βρίσκεται άνάμεσα άπ’ αύτό τό βουνό καί άπό τήν σκεπασμένη μέ πεύκα κορυφή πού φαίνεται από τούς Καλαρύτες καί πού ενώνει στό πιο νότιο σημείο της τήν Κακαρδίστα μέ τά Τζουμέρκα. Στις 4,30′ κι επειδή ό δρόμος δεν είναι πιά βατός στά μουλάρια, άνεβαίνουμε μέ τά πόδια, γιά μιά άλλη ώρα, άπό μιά πολύ άνηφορική άνάβαση όπου πέτρες καί χώματα ή χορτάρια πού στάζουν πρωϊνή δροσιά, μεταφέρουν τά πόδια κατά τήν μισή άπόσταση προς τά πίσω σέ κάθε βήμα. Προς τήν κορυφή ύπάρχουν μερικές παχειές μπαλωματιές χιονιού καί μιά γκριζόλευκη πάχνη πάνω στή χλόη. Λίγα λεπτά μετά τήν άνατολή τού ήλιου, φτάνουμε στό πιό ψηλό σημείο.
Προς άνατολάς ή θέα είναι θαμπή επειδή ό ήλιος βρίσκεται προς αυτή τήν κατεύθυνση και ή ατμόσφαιρα δεν είναι έντελώς καθαρή. Παρόμοια καταχνιά απλώνεται και πάνω απ’ τήν θάλασσα προς τήν αντίθετη πλευρά, αλλά αύτή είναι ή κανονική κατάσταση τής ατμόσφαιρας τής Ελλάδος στα μέσα του καλοκαιριού και μια καθαρή μέρα τού χειμώνα είναι περισσότερο ευνοϊκή για νά ίδή κανείς μακρινά άντικείμενα. Παρ’ όλα αύτά, διακρίνουμε τήν Κέρκυρα, τήν Κεφαλονιά καί το όρος Βοϊδιά στον Μωριά. Προς βορράν φαίνεται τό όρος Τομόρι καί οί κορυφές άνάμεσά του καί τής Μπιτόλιας καί ιδιαίτερα μιά κορυφή μεταξύ Καστοριάς καί Φλώρινας, στά δεξιά τής οποίας βρίσκονται οί άνατολικώτερες κορυφές πρός τά Βοδενά καί τήν Βέροια. Ή αψίδα του ορίζοντα μεταξύ τού βορειοανατολικού καί τού νοτίου σημείου ορίζεται άπό τον ’Όλυμπο, τήν Όσσα, τό Πήλιο, τήν Όθρυ καί τά όρη τής Αιτωλίας. Οί κορυφές πού λέγονται Βελούχι καί Βιένα είναι οί πλέον ευδιάκριτες. Τό πιο άπομακρυσμένο σημείο πού μπορώ ν’ άναγνωρίσω είναι ή Βοϊδιά ή Παναχαϊκό στον Μωριά, τού όποίου ή άπ’ εύθείας άπόσταση είναι περί τά 100 γεωγραφικά μίλια. Οί κορυφές κατά μήκος των δυτικών άκτών άπό τό Ξηρόμερο στήν Χειμάρα είναι, φυσικά, περισσότερο ευδιάκριτες. Στά βορειοδυτικά ορίζεται καθαρά ό χώρος τής κοιλάδας τού Άνω Αώου στήν οποία βρίσκονται τό ’Αργυρόκαστρο, τό Τεπελένι, ή Πρεμετή καί ή Κόνιτσα, άν καί κανένα άπ’ αύτά τά μέρη δέν είναι εύδιάκριτο. ’Ακριβώς κάτω άπό μας, πρός άνατολάς, έκτείνονται τά βουνά τού Άσπροποτάμου, μιά συγκεχυμένη μάζα πού μοιάζει μέ τά κύματα ταραγμένης θάλασσας, καί προς τά δεξιά, κατά τον ίδιο τρόπο, εκτείνονται τά βουνά τών Άγράφων. Ή ψηλότερη κορυφή τών βουνών τού Άοπροποτάμου είναι σχεδόν στήν ίδια γραμή μέ τό Πήλιο. Ό ’Όλυμπος φαίνεται πώς είναι τό ψηλότερο ορατό σημείο. Καμιά άπ’ τις κορυφές τής κορυφογραμμής τής Πίνδου δέν φαίνεται πώς μπορεί νά παραβληθή μέ τήν Κακαρδίστα, εκτός άπ’ τήν κορυφή πού βρίσκεται κοντά στή Σαμαρίνα. Τό ύψος της πάνω άπό τήν επιφάνεια τής θαλάσσης είναι πιθανώς γύρω στα 7.000 πόδια………….
Σχεδόν προς κάθε κατεύθυνση τά όρη κρύβουν τις κοιλάδες. Ή Κακαρδίστα βρίσκεται στο κέντρο τού πλέον ορεινού τμήματος τής Ελλάδος. Ή μόνη πεδιάδα πού φαίνεται είναι τών Ιωαννίνων καθώς και ένα μικρό τμήμα τής πεδιάδος τών Τρικάλων. Τά Γιάννινα είναι ή μόνη πόλη πού είναι ορατή. Οί πελώριοι γκρεμοί τών Τζουμέρκων εμφανίζονται πολύ κάτω άπό μας. Κρύβουν τήν Άρτα καί τον κόλπο έκτός άπό ένα μικρό τμήμα τού άνατολικού άκρου κοντά στο Μακρυνόρος πού κάνει τήν εμφάνισή του μεταξύ Τζουμέρκων καί Σακαρέτζι, όπως λέγεται τό όρος Ραντοβίζι. Ή Κακαρδίστα είναι εντελώς γυμνή άπό δένδρα ή θάμνους, αλλά ώς τήν κορυφή της φυτρώνει μιά θαυμάσια κοντή χλόη. Μιά κοφτερή βραχώδης κορυφογραμμή πού τήν ένώνει μέ τήν κορυφή τού Περιστεριού χωρίζει τήν κατεύθυνση τών ύδάτων πού χύνονται άντιστοίχως προς τήν ‘Άρτα καί τόν ’Άσπρο καί διαιρεί τήν περιοχή τού Μαλακασίου άπό τήν περιοχή τών Ίωαννίνων καί άπό τήν περιοχή τού Άσπροποτάμου τών Τρικάλων. Ή τελευταία περιοχή έκτείνεται 50 μίλια προς τό ποτάμι άπό τις πηγές του, συμπεριλαμβάνοντας τις δύο πλευρές τού γειτονικού όρους καί χωρίζει πρώτα τήν περιοχή τών Ίωαννίνων καί ύστερα τής Άρτας άπό τά ’Άγραφα. Τό δικαίωμα βοσκής είναι τόσο έπακριβώς ορισμένο μεταξύ Ίωαννίνων καί Άσπροποτάμου ώστε τά κοπάδια τής μιας περιοχής δέν επιτρέπεται νά μπούν στήν άλλη. Ή ίδια ή Κακαρδίστα πέφτει απότομα σέ μιά βαθειά χαράδρα ή οποία βρίσκεται μεταξύ της καί μιας άλλης χαμηλότερης άλλά άπότομης καί βραχώδους κορυφής πού καταλήγει στόν Άσπρο. Κατεβαίνουμε σ’ ένα μαντρί ή στάνη έχοντας τήν βοήθεια ενός άπό τά παλληκάρια πού μάς συνόδευσαν άπό τούς Καλαρύτες καί πού παρ’ όλο ότι ήταν φορτωμένοι μέ μαχαίρια καί πιστόλες στά σελάχια τους καί είχαν άπό ένα τουφέκι ριγμένο πάνω στούς ώμους τους, ποτέ δέν παραπάτησαν αν καί βαστούσαν τό βάρος ενός άλλου άτόμου. Λίγο γιδόγαλο μέ ψωμί πού φέραμε μαζί μας αποτελεί τό πρόγευμά μας. Τό ετήσιο εισόδημα μιας προβατίνας στά βουνά αύτά ύπολογίζεται ως εξής: δυο πιάστρες γιά τό τυρί καί τό γάλα, τέσσερεις πιάστρες γιά τό αρνί καί μισή πιάστρα γιά τά μαλλιά, από τά οποία καθαρό κέρδος πέντε πιάστρες. Άπό τό μαντρί φτάνουμε στο Ματσούκι σέ δυο ώρες, τό άφήνουμε στις 5 μ.μ. καί σέ 2 ½ ώρες επιστρέφουμε στούς Καλαρύτες. Τόσο απότομη είναι ή βόρεια πλευρά τού λόφου τού Ματσουκιού ώστε μάς παίρνει περισσότερο χρόνο νά κατεβούμε παρά άπ’ όσο χρόνο χρειαστήκαμε χθές νά άνεβούμε……” (Πηγή William Martin Leake, Travels in Northern Greece, I-IV, Λονδίνο 1835, σε μετάφραση του Π. Καραγιώργου όπως δημοσιεύτηκε στην Ηπειρωτική Εστία , τχ. 237-238, 1972)

Στη φωτογραφία του 1937, ο Απόστολος Βερτόδουλος και ο Κλέαρχος Στάρας, πιο σύγχρονοι ορειβάτες, που υπήρξαν από τους πρωτεργάτες του Ορειβατικού Συλλόγου Ιωαννίνων, στην κορυφή των Τζουμέρκων Κακαρδίτσα, σε ύψος 2.469 μ. (Φωτο Α. Βερτόδουλος) 

Δημοσιεύθηκε στην Περιηγητές που πέρασαν από την Άρτα. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *