Προεκλογική εκστρατεία Ι. Α. Παπαβασιλείου

Στη Σκουφά για την προεκλογική εκστρατεία του Ιωάννη Α. Παπαβασιλείου μια βροχερή μέρα του 1951. Διακρίνονται οι : Νίκος Σιαπλαούρας (αριστερά), Γιώργος Κεχαγιάς (Οινοποιός), πίσω του ο Δημήτρης Αλίβερτης, με τα λουλούδια ο υποψήφιος Δήμαρχος Ι. Παπαβασιλείου, πίσω του ο Κων/νος Χρηστάκης (Λεωφορειούχος), στο κέντρο ο Πρόδρομος Ασλανίδης (εκ των ιδρυτών του ΠΑΝΑΜΒΡΑΚΙΚΟΥ), Ιωάννης Μπάφας και δίπλα του ο Λέανδρος Παπακίτσος. (Η φωτογραφία είναι από το αρχείο του Λεωνίδα Ασλανίδη, που τον ευχαριστούμε θερμά για το υλικό που μας έστειλε…)

Δημοσιεύθηκε στη Η Άρτα στο πέρασμα του χρόνου | Σχολιάστε

ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ – Β’ ΕΘΝΙΚΗ

1978 – Κ. Μπασιούκας, Γ. Γρηγοριάδης (Καλαμαριά – Νάουσα – Αριδαία), Θ. Καπίρης (Πανιώνιος – Φωστήρ), Β. Λάιος, Ε. Κωστούλας, Ι. Ξυθάλης, Β. Κωστόπουλος (Αρχισκόρερ της Καρδίτσας, Προπονητής), Αθ. Παπαδόπουλος, Μάκης Ντόβας, Χ. Κουτσογεώργος, Δ. Νταλάκας (Παναχαική, Α’ Εθνική 78 – 79), Ι. Δρόσος (Πατραικός). [Φωτο από αρχείο Μάκη Ντόβα, Παρουσίαση Κ. Μπανιάς]

Δημοσιεύθηκε στη Η ομάδα της Αναγέννησης | Σχολιάστε

Οινοπωλείο “Γαλανού”!

Ο τιμοκατάλογος του Οινοπωλείου “Γαλανού” (Από το αρχείο της κ. Άννας Τάσσου – Θώδη).

Δημοσιεύθηκε στη Το εμπόριο στην Άρτα | Σχολιάστε

Το Οινοπωλείο του Γαλανού!

Γνώριμο στους περισσότερους από μας, το οινοπωλείο του Γαλανού κατέβασε τα ρολά μόλις το 2015, όντας ένα από τα παλαιότερα οινοπωλεία της Άρτας κι έχοντας πίσω του μια μακρά ιστορία που άρχιζε πριν ακόμα από τη δεκαετία του ’50.

Βρίσκονταν στην αρχή της οδού Βασιλέως Πύρρου, κοντά στην πλατεία Κιλκίς, όπου ο Θεόδωρος Τάσσος, με το παρατσούκλι “Γαλανός” όπως ήταν γνωστός, είχε αραδιασμένα στη σειρά τα μεγάλα βαρέλια με το κρασί, προϊόν δικής του παραγωγής, που, πριν το φέρει στο μαγαζί προς πώληση, το παρασκεύαζε ο ίδιος στο χώρο του σπιτιού του.

Ο μπάρμπα – Θόδωρος ήταν ντόπιος Αρτηνός. Το σπίτι του βρισκόταν στη γωνία των οδών Βασιλέως Πύρρου και Καραπάνου και εκτείνονταν σε ολόκληρη την έκταση που καταλαμβάνει σήμερα ο φούρνος της κ. Ε. Πλεύρη, το κατάστημα με τα αθλητικά Σκανδάλη και το καφεκοπτείο του κ. Φεύγα, ακριβώς απέναντι από το δρόμο που οδηγεί στην Αγία Θεοδώρα. Στην αυλή του σπιτιού υπήρχαν τεράστιες τσιμεντένιες δεξαμενές όπου φυλάσσονταν ο χυμός των σταφυλιών προς επεξεργασία, όλα δε τα σταφύλια κατέφθαναν σε μεγάλες καλαθούνες, κυρίως από την Κόρινθο. Αφού τα σταφύλια έμπαιναν στο πατητήρι και ο χυμός πλέον αποθηκεύονταν  στις δεξαμενές για την ζύμωση, κατέφθαναν οι αγρότισσες από το Νεοχώρι, φέρνοντας μαζί τους εκατοντάδες αυγά. Τα αυγά τα χρησιμοποιούσε η οικογένεια Τάσσου για την “διαύγαση” του κρασιού.

Όπως γνωρίζουμε, η παραγωγή του κρασιού, ουσιαστικά, είναι η διαδικασία της αλκοολικής ζύμωσης του χυμού των σταφυλιών, η οποία εκτελείται από τις ζύμες, δηλαδή μικροοργανισμούς που ενώνονται με τα υπόλοιπα συστατικά  και μετατρέπουν τα σάκχαρα του χυμού σε αλκοόλη. Σε αυτό το στάδιο της ζύμωσης λοιπόν, τα κρασιά είναι θολά καθώς περιέχουν μικροσκοπικά μόρια όπως πρωτεΐνες, τρυγικά, τανίνες κ.τ.λ.. Εδώ, λοιπόν εισέρχεται η “διαύγαση”, δηλαδή η διαδικασία που κάνει το κρασί διαυγές. Ένας από τους πλέον φυσικούς τρόπους που χρησιμοποιούσε ο μπάρμπα Θόδωρος για την διαύγαση του κρασιού του, που θα βοηθούσε δηλαδή στο να κατακάτσουν τα ιζήματα,  ήταν με τη χρήση αυγών και όλη η οικογένεια βοηθούσε στη διαδικασία. Τα ασπράδια από πολλά  αυγά ρίχνονταν στη δεξαμενή με το κρασί και καθώς αυτά έπεφταν στον πάτο του βαρελιού, συμπαρέσυραν μαζί τους όλα τα μόρια που έκαναν το κρασί να φαίνεται θολό. Τα ασπράδια δεν έμεναν σαν πρόσθετα στο κρασί, αλλά κάθονταν κι αυτά στον πάτο του βαρελιού  μαζί με τα μόρια που προκαλούσαν την θόλωση και απομακρύνονταν με μια βρύση που ήταν τοποθετημένη στον πάτο της δεξαμενής. Η διαδικασία αποτελούσε και αποτελεί και σήμερα έναν από τους πλέον φυσικούς τρόπους διαύγασης του κρασιού. Έτσι οι Αρτηνοί απολάμβαναν το κεχριμπαρένιο, εκλεκτό κρασί του “Γαλανού” για πολλά χρόνια…….. (Το κείμενο γράφτηκε με την βοήθεια της κ. Άννας Τάσσου – Θώδη).

Στη φωτογραφία το εσωτερικό του Οινοπωλείου του Γαλανού (Η φωτογραφία είναι από το αρχείο της κ. Άννας Τάσσου – Θώδη)

Δημοσιεύθηκε στη Το εμπόριο στην Άρτα | Σχολιάστε

Φορεσιά Θεοδωριάνων

Σκίτσο της φορεσιάς των Θεοδωριάνων και γενικά των περισσότερων χωριών στα Τζουμέρκα. (Πηγή : ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΦΟΡΕΣΙΕΣ – ΗΠΕΙΡΟΣ, Τόμος 4ος, Γήσης Παπαγεωργίου, 2012)

Μπορείτε να δείτε τις ομοιότητες του σκίτσου με την φορεσιά στα Θεοδώριανα, από παλαιότερη ανάρτησή μας , απ’ όπου και η φωτογραφία, στο λινκ https://doxesdespotatou.com/i-tzoymerkiotiki-gynaikeia-foresia/

Δημοσιεύθηκε στη Λαογραφικά και άλλα | Σχολιάστε

Η Εκκλησία στα Θεοδώριανα

Η θύρα του γυναικωνίτη στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στα Θεοδώριανα που φέρει την επιγραφή κτήσεως του Ναού. (Φωτο από προσωπική συλλογή).

Δημοσιεύθηκε στη Οι Εκκλησίες | Σχολιάστε

Η Πλατεία στα Θεοδώριανα!

“Είμαι μια όμορφη πλατεία σ’ ένα χωριό «λίαν ορεινόν και δυσχείμερον», τα Θεοδώριανα. Δεν έχω ξεχωριστό όνομα σαν τις πλατείες της πόλης, είμαι απλά η πλατεία του χωριού, γιατί κάθε χωριό έχει την πλατεία του και δε νοείται χωριό χωρίς πλατεία. Μια πλατεία με το σχολειό, την εκκλησιά και τα μαγαζιά ολόγυρα και με το σήμα κατατεθέν κάθε πλατείας, τον πλάτανο στη μέση. Είμαι σ’ ένα ξάγναντο, εννιακόσια μέτρα ψηλά κι από δω ξεκινάνε οι δρόμοι για τις γειτονιές σαν τις αρτηρίες της καρδιάς.

 Γύρω μου απλώνεται το χωριό, τετρακόσια τόσα σπίτια και πιο κει, ολόγυρα, υψώνονται με μεγαλοπρέπεια οι βραχώδεις ακρώρειες των Τζουμέρκων κι από δω, κατά τα δυτικά, βλέπω την ψηλότερη κορφή, την Πυραμίδα, στα 2393 μέτρα και λίγο χαμηλότερα την τραγουδισμένη Κωστηλάτα, που σε κάθε πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου την κλείνω στην καρδιά μου σαν οι χορευτές σέρνουν πάνω μου ρυθμικά το καγκελάρι «Ψηλά στην Κωστηλάτα». 

 Η ιστορία μου είναι τόσο παλιά όσο και το χωριό. Πόσο χρονών είμαι; Σάμπως ξέρω κι εγώ; Είναι τόσα πολλά, πού να τα μετρήσω! Είναι, βλέπεις, κι αυτός ο παμφάγος χρόνος που όλα τα καταλύει, ακόμα και τη θύμηση. Λένε πως εδώ, στα μέρη μας, ζούσε πολύ παλιά η φυλή των Αθαμάνων και στη θέση Σελιό, λίγο πιο βόρεια, ήταν η πόλη Θεοδωρία που την κατέστρεψαν οι Ρωμαίοι μέσα σε μια νύχτα το 167 προ Χριστού μαζί μ’ άλλες εξηνταεννιά πόλεις κι οι κάτοικοί της σκορπίστηκαν δω-κει. Και μόλις κατά το τέλος του δέκατου έβδομου αιώνα μαζεύτηκαν στο χώρο που είναι σήμερα το χωριό κι άφησαν, σαν πύκνωσαν τα σπίτια, μια απλωσιά γης, έναν χώρο για κοινή χρήση, για ψυχαγωγία και συναπάντημα των χωριανών.

  Ε, από τότε αρχίζω να υπάρχω. Κι ήμουν τότε μικρή, στα σπάργανα, μια αλάνα, άσχημη κι ασουλούπωτη κι όσο μεγάλωνα όλο και κάτι έφτιαχναν για να με συμμορφώσουν, θηλυκό γαρ είμαι. Έφτιαξαν τοίχους για να με στηρίξουν, σχολειό κι εκκλησιά και μαγαζιά και φύτεψαν κι έναν πλάτανο στα 1775, καταμεσής, στον αφαλό μου. Ήταν ακόμα Τουρκιά στα μέρη μας κι ένας Τσιρογιάννης, φτωχολογιά σκέτη, δεν είχε να πληρώσει τους φόρους και για να ξεχρεωθεί του είπαν να φυτέψει ένα δέντρο πάνω μου και να το φροντίζει. Και φύτεψε  τον πλάτανο, που ρίζωσε μέσα μου και μεγάλωσε και φούντωσε και μου κρατάει σκιά τα καλοκαίρια και μ’ αποκοιμίζει τις νύχτες με το θρόισμα των φύλλων του. Αλλά, γέρασε κι αυτός, κοντεύει να φτάσει τα διακόσια πενήντα χρόνια και κάποια κλωνάρια του κουφάλιασαν, δεν άντεξαν. Σ’ έναν ανεμοστρόβιλο το 1997 έσπασαν κι ήρθαν ειδικοί και τον «κούρεψαν» κι ακούστηκαν φωνές διαμαρτυρίας ότι δεν έγινε καλά το κλάδεμα, μα ο πλάτανος ξανάδωσε, έβγαλε καινούρια κλωνάρια, ξαναφούντωσε και ξαναβρήκε το μεγαλείο του κι εγώ τη σκιά του και το νανούρισμά του.

 Και σε δυο χρόνια  μετά, το 1775, έχτισαν στην ανατολική πλευρά μου την εκκλησιά τ’ άι-Γιώργη, πολιούχου του χωριού, ένα χαμηλό και ταπεινό κτίσμα με το Κοιμητήριο μπροστά του, που τις άγριες νύχτες του χειμώνα με τρόμαζε η τραγική σιωπή των νεκρών, ώσπου μεταφέρθηκε στα 1910-1912 εκεί που είναι σήμερα. Και κάπου, έναν αιώνα κατόπι, το 1864, μάζεψαν οι χωριανοί 6.500 γρόσια κι έχτισαν μπροστά στην εκκλησιά το σχολειό, ένα σύγχρονο για την εποχή του κτήριο, που η διαμόρφωσή του ολοκληρώθηκε το 1924.

 Αλλά οι φιλόθρησκοι κάτοικοι ήθελαν μεγαλύτερη εκκλησιά κι έχτισαν το 1881 καινούρια στο χώρο της παλιάς. Θυμάμαι σαν τώρα, ήταν ένα φθινοπωριάτικο πρωινό του 1880 κι άκουσα φωνές κι οχλοβοή μεγάλη κι είδα τους χωριανούς να ‘ρχονται με λοστάρια, κασμάδες και φτυάρια για να γκρεμίσουν την εκκλησιά. Τρόμαξα. Ρώτησα και μου ‘παν πως θα χτίσουν καινούρια, πιο λαμπρή και πιο μεγάλη. Ησύχασα.

Είχε έρθει κάποιος Μπέκας, πραμαντιώτης πρωτομάστορας με πολλούς κτιστάδες για να χτίσουν την εκκλησιά με τριάντα χιλιάδες γρόσια, που μάζεψαν οι χωριανοί μεταξύ τους απ’ το υστέρημά τους, γιατί, όπως έλεγαν, ήταν εκείνη τη χρονιά φτώχια και ακρίβεια μεγάλη, το καλαμπόκι είχε δέκα παράδες η οκά, το τυρί εφτά γρόσια κι η προβατίνα εκατόν δέκα γρόσια.  Κι έγινε η εκκλησιά με πέτρα και λάσπη, με θαυμάσια αρχιτεκτονική, ευρύχωρη και με άπλετο φως, με στρογγυλές κολώνες και καμάρες κι έναστρους θόλους κι εγώ ακόμα την καμαρώνω. Οι εξωτερικές καμάρες στο χαγιάτι έγιναν το 1893 και το καμπαναριό το 1924 με δαπάνες χωριανών στην Αμερική. Τελευταία άκουσα πως θέλουν να καλύψουν τους θόλους με αγιογράφηση σαν όλες σχεδόν τις εκκλησιές και λυπήθηκα, γιατί είναι κρίμα να χαλάσουν αυτή την παραδοσιακή μοναδικότητα των έναστρων θόλων που σε βυθίζουν στην απεραντοσύνη του σύμπαντος, στο αέναο της κτίσης του Θεού. 

 Κι όλο και κάτι έκαναν από τότε για να με σουλουπώσουν. Ύψωσαν το πέτρινο γυροβόλι το 1936 κι αργότερα έβαλαν αποπάνω και κάγκελα,, ανακαίνισαν και τον τοίχο προς τα μαγαζιά το 1937, έκαναν και το Ηρώο για τους τιμημένους νεκρούς των πολέμων, «η Κοινότης ευγνωμονούσα τα τέκνα της», λιτό, πέτρινο, που έπαθε όμως ζημιές απ’ το σεισμό του 1967 και το 1971 ανήγειραν άλλο στη θέση του από μάρμαρο, κόντρα στην αισθητική του χώρου κι εγώ δεν είχα μιλιά για να διαμαρτυρηθώ. Έφτιαξαν και  μοντέρνο κοινοτικό οίκημα στην ανατολική μου άκρια, και πέτρινη βρύση στη βορινή με κρύο νερό απ’ το βουνό κι έντυσαν και το κορμί μου με πλάκες, το θωράκισαν. Κι όλα τούτα, εγώ και το σχολειό κι η εκκλησιά και τα μαγαζιά κι ο πλάτανος και το Ηρώο κι η βρύση είμαστε το κέντρο κι η βιτρίνα του χωριού, είμαστε η ιστορία κι η ανάσα του και δίνουμε ζωή σ’ αυτό και παίρνουμε ζωή απ’ αυτό……(Πηγή : Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΘΥΜΑΤΑΙ….Απόσπασμα από χρονογράφημα του Ρήγα Σκουτέλα, όπως δημοσιεύτηκε στι σελίδα https://theodoriana.com/ )

Στη φωτογραφία “Χορός στην πλατεία των Θεοδωριάνων”. (Αρχείο Δημήτρη Στεργιούλη από το ίδιο άρθρο).

Δημοσιεύθηκε στη Τα Τζουμέρκα και τα χωριά τους | Σχολιάστε

Τα Θεοδώριανα την δεκαετία του ’60

‘Αποψη των Θεοδωριάνων από την δεκαετία του ’60. Διακρίνεται και η ψηλότερη κορυφή των Τζουμέρκων. (Πηγή : ΕΛΛΑΣ Μεγάλη – Εικονογραφημένη, Κ. Ρωμαίου, Τόμος Α2, Αθήνα)

Δημοσιεύθηκε στη Τα Τζουμέρκα και τα χωριά τους | Σχολιάστε

“Γενέοι στρατιώτες….”

1920 – Κιουτάχεια Μικράς Ασίας. Ιωάννης Τρούγκος (έφεδρος Λοχαγός, Διοικητής, Κτηματίας. Είχε το Χάνι του Τρούγκου στην πλατεία Κιλκίς) & Κων/νος Μαστρογιάννης (Ταγματάρχης Πεζικού, Υπασπιστής του Πρίγκιπα Αντρέα). Έπεσε στις 18 Αυγούστου 1922. (Φωτο από αρχείο  Μαίρης Τρούγκου – Καραβασίλη, Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)

Δημοσιεύθηκε στη Η Άρτα στους Βαλκανικούς Πολέμους | Σχολιάστε

Αρτηνή νεολαία του ’50

Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 στου Κρυστάλλη – Ντίνος Κουβαράς, Παπανικολάου, Κώστας Τσιρογιάννης, Βασίλης Καζαντζής, Μάξιμος Μπανταλούκας και Γιώργος Χαλκιάς (Φωτο από αρχείο κ. Μ. Μπανταλούκα)

Δημοσιεύθηκε στη Αρτινά Πρόσωπα και Παρέες | Σχολιάστε