Σας ευχόμαστε ολόψυχα να περάσετε μια όμορφη Πρωτοχρονιά με φίλους και αγαπημένους!!!
Στη φωτογραφία “Κοριτσάκια με κούκλες και παιχνίδια. Ελλάδα, 1920-1930” (Πηγή : Μπουσείο Μπενάκη)

Σας ευχόμαστε ολόψυχα να περάσετε μια όμορφη Πρωτοχρονιά με φίλους και αγαπημένους!!!
Στη φωτογραφία “Κοριτσάκια με κούκλες και παιχνίδια. Ελλάδα, 1920-1930” (Πηγή : Μπουσείο Μπενάκη)

“Πώς να περιγράψεις στα σημερινά παιδιά τη γλυκιά – κυριολεκτικά και μεταφορικά – σχέση που είχαμε με τους πλανόδιους πωλητές γλυκών; Πώς να εξηγήσεις το γιατί γύρω τους μαζευόνταν τα παιδομάνι;
Εποχή πανηγυριού (Μουχούστι) στο τέλος Σεπτεμβρίου και όλα τα πιτσιρίκια, με άπληστο μάτι, έβλεπαν να τυλίγεται και να ξετυλίγεται σ’ ένα καλαμάκι η ζάχαρη – μαλλί της γριάς και άκουγαν τον κατασκευαστή του να το δίνει στο τυχερό παιδί, αφού πρώτα το ρωτούσε το όνομά του, για να τραγουδήσει και το απαραίτητο δίστιχο :
“Πάρε και συ Γιαννάκη
Με το κοντό βρακάκι”.
“Πάρε και συ Μαρίτσα
Με την κόκκινη φουστίτσα”.
Και άλλα, ανάλογα με το πως έλεγαν το κάθε παιδί και τί χαρακτηριστικό είχε. Και εκείνη η ικανοποίηση και η απόλαυση στα μάτια πως να δοθεί, καθώς έπεφτε με τα μούτρα στο μαλλί και όλο το προσωπάκι κολλούσε από τη ζάχαρη!!!! (Πηγή : ΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΑ ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ, Γ. Κουτσούμπας, Αθήνα, 2004)
Στη φωτογραφία “Πλανόδιος μικροπωλητής με το μαλλί της γριάς γύρω στα 1935”. Φωτογραφία της Έλλης Παπαδημητρίου. (Πηγή : Μουσείο Μπενάκη)

“Τον καιρό εκείνο ήταν σε όλες τις γωνιές στο Μονοπλιό καραμελάδες, έχοντας τις τάβλες τους πάνω σε ψηλά τρίποδα. Είχαν τριών ειδών καραμέλες. Έφκιαναν τις τσιγάρες καθώς και τα μπαστούνια ως 20 πόντους μάκρος με κόκκινες ρίγες. Είχαν τα μικρά μπαστούνια στηριγμένα σε καλαμάκι ως 15 πόντους μάκρος, βουτυγμένα σε κόκκινη λυωμένη ζάχαρη. Είχαν τον άσπρο χαλβά με καρύδια σε μεγάλα σκαφίδια, που κόβονταν με το σκεπαράκι, είχαν και τον σκούρο που τον έλεγαν “πολίτικο”, είχαν ωραία παστέλια και τον εξαιρετικό ροζέ που γίνονταν από σκέτο καρύδι ζυμωμένο με ζάχαρη. Όλα τα παιδιά αυτόν κυνηγάγαμε. Είχαν στραγάλια με μπιρμπίλια και σταφίδες ανακατεμένα – ένα δίλεπτο, ένα χωνί. Σ’ένα συρταράκι του ταβλά είχαν λεφτοκάρια να παίζουν τα παιδιά μονά – ζυγά και ή θάτρωγες τον ροζέ χωρίς να πληρώσεις ή θάδινες την πεντάρα χωρίς να φας τίποτε. Με τον πόλεμο του 1912 άλλαξε κι αυτών η κατάσταση…..”(Από άρθρο του Λεωνίδα Βλάχου στην ΑΡΤΗΝΗ ΕΥΘΥΝΗ, τχ. 23 -24, 1985)
Στη φωτογραφία “Πωλητής ξηρών καρπών στη Ελλάδα – αρχές 20 αιώνα” (Πηγή φωτογραφίας : https://www.delcampe.net/)

Παράθυρο παλιάς κατοικίας με τα δαντελένια κουρτινάκια, στην Άρτα του 1980. Φωτογραφία του Volker Möller.

Ο Κώστας Καραπατάκης αναφέρει ότι “[σ]τα χωριά της Άρτας, καθώς και σ’ όλη την Ήπειρο και στην περιοχή της Καρδίτσας, τους καλλικάντζαρους τους λέγανε ‘παγανά’. Πίστευαν, πως ήταν Ρωμαίοι στρατιώτες, που βγήκαν παγάνα να βρουν και να σκοτώσουν το Χριστό και επειδή η πράξη τους αυτή ήταν κακή, ο Θεός τους έδωσε την κατάρα του κι’ όλοι έγιναν καλλικάντζαροι”. Οι παλαιότεροι θυμούνται σχετικά με την πεποίθηση για τους καλικάντζαρους:
“Παραμονή Χριστουγέννων ο μυλωνάς του χωριού ξενυχτούσε στον μύλο του αλέθοντας το αλεύρι των συγχωριανών του για τα Χριστούγεννα. Επειδή όμως ξημέρωναν Χριστούγεννα και συνηθίζονταν να τρώνε ψητό κρέας, ο μυλωνάς το έψηνε κοντά στη φωτιά -χοιρινό- με τη σούβλα του και καθώς λαγοκοιμόταν αντιλήφθηκε οτι δεν είναι μόνος. Απο την άλλη πλευρά στο τζάκι καθόταν ένας κουτσός καλικάντζαρος που είχε δικιά του σούβλα και έψηνε βατράχια. Τα βατράχια σκάγανε απο τη ζέστη και έκαναν έναν ανατριχιαστικό θόρυβο· τότε ο καλικάντζαρος πείραζε τον μυλωνά λεγοντάς του “το δικό σου κάνει ‘τζούζι’ ενώ το δικό μου ‘πράτσα-πράτσα’”. Στην αρχή, ο μυλώνας έδινε τόπο στην οργή και δεν μίλαγε αλλα ο καλικάντζαρος δεν είχε σκοπό να τον αφήσει ήσυχο και αφού μέχρι τότε δεν τον είχε εξοργίσει έβαλε τη δικιά του σούβλα στη θέση της σούβλας του μυλώνα. Μια, δυο φορές έκανε το ίδιο πράγμα ώσπου δεν άντεξε άλλο ο μυλωνάς και του δίνει μία με τη σούβλα του στο σβέρκο κι αυτός – ο καλικάντζαρος – έφυγε ουρλιάζοντας και κλαίγοντας για το κακό που τον βρήκε. Από εκείνη την στιγμή δεν ξαναείδαν καλικάντζαρο να μαγαρίζει το αλεύρι στο μύλο”.
Αυτή είναι η τοπική -Βουργαρελινή- εκδοχή της αφήγησης για τους καλικάντζαρους την οποία μας διηγήθηκαν ο κος Κων/νος Κατσάνος κι ο κος Χρήστος Τσινέρης. Οι ονομασίες των καλικαντζάρων στα Τζουμέρκα, πάλι, σύμφωνα μετους ίδιους πληροφορητές, είναι: αερινά ή αερικά, βελζεβούλια, παγανά, τρισκατάρατοι”. (Πηγή : ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΕΘΙΜΟ ΤΩΝ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΩΝ ΣΤΑ ΤΖΟΥΜΕΡΚΑ: ΜΙΑ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ, Ερευνητική εργασία των μαθητών της Α’ Τάξης του ΓΕΛ Βουργαρελίου, σχολ. έτος 2011-12)
Μπορείτε να διαβάσετε παλαιότερες αναρτήσεις σχετικά με τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς στο λινκ https://doxesdespotatou.com/dodekaimeritika-pneymata/
και στο λινκ https://doxesdespotatou.com/i-askeletoyra-i-agriokremmydo-i-sta-artina-mpotska/
Στη φωτογραφία “Πίνακας του Π. Τέτση από το βιβλίο «Το ξεκαθάρισμα της κουλούρας από τα καλικατζαρούδια» του Θάνου Βελλούδιου με τίτλο «ΑΕΡΙΚΑ, ΞΩΤΙΚΑ & ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ»

«Η Πρωτοχρονιά πέρασε χαρούμενη με το κόψιμο της Βασιλόπιτας εις κάθε Ομάδα Παιδιών. Το απόγευμα της Πρωτοχρονιάς είχαμε μια καλή Εορτή και μετά το τέλος της διανεμήθησαν εις όλα τα Παιδιά δώρα, τα οποία απέστειλεν η Δεσποινίς Montandon Καθηγήτρια του Κολλεγίου της Neuchatel της Ελβετίας εκ μέρους των μαθητών του Κολλεγίου προς τα Παιδιά της Παιδοπόλεως».
Αξίζει να σταθούμε λίγο στην παραπάνω πληροφορία για την διανομή δώρων στα παιδιά. Η αναφερόμενη στο έγγραφο ελβετίδα δεσποινίς Montandon είχε επισκεφτεί παλιότερα το Ζηρό και ως αποτέλεσμα αυτής της επίσκεψης ανέλαβε την πρωτοβουλία να συλλέξει με τους μαθητές της δώρα για τα παιδιά της Παιδόπολης. Από την επιστολή της φαίνεται ότι είχε εκτιμήσει ιδιαίτερα το έργο του προσωπικού, αλλά και είχε συνδεθεί ιδιαίτερα με κάποια παιδιά, καθώς αναφέρεται ονομαστικά σε ένα από αυτά για το οποίο μάλιστα έστειλε ως δώρο ένα ποδήλατο. Επίσης, οι Ελβετοί μαθητές της έστειλαν παιχνίδια, γράμματα και χριστουγεννιάτικες κάρτες. Στις επιστολές τους, οι μικροί Ελβετοί περιγράφουν τα εορταστικά τους έθιμα και την ζωή τους στην πόλη τους ενώ στέλνουν τις ευχές τους και εκφράζουν την ελπίδα να ευχαριστηθούν τα παιδιά της Παιδόπολης με τα δώρα τους. Το υλικό αυτό στάλθηκε στον φορέα που επόπτευε τις Παιδοπόλεις (Βασιλική Πρόνοια) και έτσι οι επιστολές των Ελβετών μεταφράστηκαν, ώστε να διαβαστούν από τα παιδιά του Ζηρού, τα οποία με τη σειρά τους απάντησαν με επιστολές στους συνομηλίκους τους, εκφράζοντας τις ευχαριστίες τους και τα συναισθήματά τους, αλλά και περιγράφοντας τα ελληνικά χριστουγεννιάτικα έθιμα καθώς και το εορταστικό κλίμα στην Παιδόπολη.
Η σχέση της Παιδόπολης Ζηρού με την Ελβετία δεν ήταν πρόσφατη, καθώς οι Ελβετοί είχαν ενεργό συμμετοχή στην κατασκευή της. Το γεγονός αυτό δεν το αγνοούν ούτε το προσωπικό ούτε τα παιδιά της Παιδόπολης. Η αρχηγός αναφέρει χαρακτηριστικά στην επιστολή της προς την δεσποινίδα Montandon : «Η Παιδόπολίς μας είναι συνδεδεμένη με τη χώρα σας με άρρηκτους δεσμούς και σεις προσωπικώς συνεχίζετε την παράδοσιν της συσφίξεως αυτής της φιλίας».
Μα και ο μικρός κάτοικος της Παίδοπολης, Β. Κ. σημειώνει πολύ παραστατικά: «Η Παιδόπολίς μας που σεις την πρωτοκτίσατε έχει ένα κομμάτι από την πατρίδα σας».
Γενικά, οι επιστολές των παιδιών της Παιδόπολης ίσως είναι οι πιο γνήσιες μαρτυρίες του κλίματος των ημερών καθώς μας δίνουν με την δικιά τους ματιά τις περιγραφές όλων των παραπάνω εορτών. Ο μικρός Χ. Σ. γράφει: «Τι ωραία πράγματα μας έφερε ο Άϊ Βασίλης φέτος! Μάθαμε ότι μας τα στείλατε σεις τα καλά παιδιά της Ελβετίας. Ο Άϊ Βασίλης (ένα μεγάλο παιδί ντυμένο) περνούσε και μας τα μοίραζε το βράδυ της Πρωτοχρονιάς. Δεν χορταίναμε να τα βλέπουμε! Θέλαμε να τα γνωρίσουμε όλα, να παίξουμε με όλα. Τι ωραία ήταν ο σιδηρόδρομος, οι σβούρες, οι εικόνες. Όλα, μα όλα ήταν πολύ καλά. Σας ευχαριστούμε για όλα αυτά. Την άλλη μέρα κόψαμε και τις βασιλόπιτες και το νόμισμα από τη δική μας, της ομάδος μας, έτυχε σε σας. Σας ευχόμαστε ευτυχισμένο τον καινούργιο χρόνο και καλή πρόοδο στα μαθήματά σας. Με πολλή αγάπη.»
Στο ίδιο μήκος κύματος και η επιστολή του Β.Κ. «Πήραμε τα δώρα που μας στείλατε. Δεν μπορώ να σας περιγράψω τη χαρά που νοιώσαμε. Φέτος ο Αϊ Βασίλης άλλαξε δρόμο και ενώ τον περιμέναμε από την ανατολή, μας ήλθε από την πατρίδα σας. Την αγάπησε φαίνεται πολύ κι’ έμεινε αυτού για να σκορπίζει με τα δικά σας χέρια τη χαρά και την καλοσύνη σ’ όλο τον κόσμο. Ρωτήσαμε τον κύριο μας για τη χώρα σας και μας είπε για τις φυσικές καλλονές της, τον πολιτισμό και την καλοσύνη σας. Πόσο θα θέλαμε να τη γνωρίσουμε έστω και από φωτογραφίες!». Η χαρά και οι ευχαριστίες των μικρών Ελλήνων συνοδεύονται από προσκλήσεις προς τους νέους φίλους τους, τα παιδιά της Ελβετίας, να επισκεφτούν την Ελλάδα και την Παιδόπολη. Ο μικρός Γ. Ι., έχοντας μπολιασμένη την ψυχή του με την πανάρχαια αντίληψη της υποχρέωσης ανταπόδοσης του δώρου εκφράζει με κάποιο παράπονο την αδυναμία του ιδίου και των φίλων του να ανταποκριθούν σε αυτήν. «Σας ευχαριστούμε για τα δώρα που μας στείλατε. Έπρεπε να είσαστε κοντά μας για να δείτε τη χαρά μας. Όλα τα περιεργαζόμαστε και δεν χορταίναμε να τα βλέπουμε. Εμείς δεν έχουμε τι άλλο να σας στείλουμε. Μαζί με το ευχαριστώ σας στέλνουμε και μερικές φωτογραφίες από την Παιδόπολί μας». Στη συνέχεια, οι φωτογραφίες δίνουν στον Γ.Ι. την αφορμή να περιγράψει την Παιδόπολη και τη ζωή του σε αυτήν.
Μα όσο και θετικές να είναι οι περιγραφές, πιστεύουμε ότι οι μικροί φιλοξενούμενοι της Παιδόπολης δεν ξεχνούσαν την ιδιαίτερη πατρίδα τους και τις οικογένειές τους. Θα κλείσουμε λοιπόν με την παραστατική περιγραφή του Α. Τ. που επέλεξε με προφανή νοσταλγία να περιγράψει τα εορταστικά έθιμα του τόπου του.
«Μάθαμε από τα γράμματά σας πώς γιορτάζετε τα Χριστούγεννα. Εμείς εδώ στα χωριά μας έχουμε άλλα έθιμα. Παρέες – παρέες με τρίγωνα και με ένα καράβι στα χέρια ή την Αγιά Σοφιά γυρίζουμε στα σπίτια την παραμονή και ψάλλουμε τα κάλαντα. Όλο το χωριό βούίζει! [.]. Το βράδυ γύρω από το τζάκι ψήνουμε σε πλάκες τηγανήτες επάνω στην φωτιά που τη στολίζουμε με κλαδιά απ’ όλα τα είδη των δένδρων. […..] Σας περιμένουμε να γνωρίσετε και σεις τη γαλάζια μας ένδοξη Πατρίδα». (Πηγή φωτογραφίας & σχολίου : Aρθρο του Σπ. Σκλαβενίτη, Προισταμένου στα ΓΑΚ Πρέβεζας στη σελίδα ROMIANEWS).
Στη φωτογραφία “Γράμμα προς τα παιδιά της Παιδόπολης” μεταφρασμένο στα Ελληνικά, από το ίδιο άρθρο.

Πόρτα παλιάς κατοικίας στην οδό Χαϊκάλη σήμερα…….

“…….Μας κατέβασαν λοιπόν στην Άρτα, πέρα του Σταυρού, που γίνεται και το μεγάλο πανηγύρι, η αγορά των ζώων, το «μχούστι». Έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε και δεν θυμούμαι καλά το καθετί. Μου φαίνεται όμως πως εκείνες τις μέρες είχαν πλακώσει κι οι πρόσφυγες στην Ελλάδα με το χαμό της Μικρασίας, αφού οι εφημερίδες ήταν γεμάτες από εικόνες και περιγραφές της καταστροφής. Τις βλέπαμε στα χέρια των άλλων εδώ κι εκεί, γιατ’ οι δικοί μας πατεράδες δεν αγόραζαν βέβαια, για να μην ξοδευτούν.
Αλλά δε μας έκοβε και τόσο –να πω την αλήθεια- για τα βάσανα της προσφυγιάς, επειδή εμείς είχαμε πια δικές μας έγνοιες. Θα μας πάρουν στο γυμνάσιο; Θα πετύχουμε στις εξετάσεις; Είχαμε διαβάσει καλά το καλοκαίρι, αλλά δειλιάζαμε εδώ στη μεγάλη πολιτεία. Όλα μας φαίνονταν σπουδαία και τρανά. Χανόμασταν μες στ’ ατέλειωτα σοκάκια με τα μαγαζιά και τα στενά τους. Τι καλούδια, τι πραμάτειες πούλαγαν σε κάθε βήμα! Τα διαλαλούσαν κιόλας δυνατά, σάμπως δεν είχαμε μάτια να τα ιδούμε. Τα κοιτάζαμε όλα και τα λιμπιζόμασταν μα δεν περίσσευε ν’ αγοράσουμε τίποτε. Αργότερα, αν ήθελε ο Θεός…
Μες στην αυλή του γυμνασίου γινόταν βοή και κακό σάμπως να ’χαν απολυθεί χιλιάδες γόνοι από μελίσσια. Πηγαινόρχονταν οι γυμνασιόπαιδες από δυο κι από τρεις, παρέες ολόκληρες, ανοίγοντας τα βιβλία, κοιτάζοντας τα τετράδια, λέγοντας ο ένας στον άλλον πώς έγραψαν ή προσπαθώντας να μαντέψουν τα θέματα των εξετάσεων. Πόσο έξυπνοι φαίνονταν, τι προκομμένοι μπροστά μας! Φορούσαν καινούριες κουκουβάγιες στο κεφάλι και άσπρα πουκάμισα ανοιχτά και κολλαριστά παντελόνια ως το γόνα. Έδειχναν πως τα ’ξεραν όλα και δε φοβόνταν τους καθηγητές…….
Καθηγητές του γυμνασίου! Θεέ μου, γίνεται να υπάρχει μεγαλύτερο αξίωμα στην οικουμένη; Απορούσαμε πώς αυτοί οι άνθρωποι είχαν χέρια και πόδια, πώς περπατούσαν στη γη σαν τους άλλους. Τους βλέπαμε σα μυθικά όντα, σα θεούς που ορίζαν την τύχη μας. Αυτοί θ’ αποφάσιζαν αν θα μας δεχτούν στο γυμνάσιο, να γίνουμε κι εμείς κατιτίς, ή θα γυρίζαμε στα χωριά μας να μάθουμε κουτσά στραβά τις πατρικές μας τέχνες. Μα όχι, αυτό δεν το θέλαμε καθόλου. Και τεντώναμε τ’ αυτιά μας ν’ ακούσουμε πώς πρόφεραν οι άλλοι τα γαλλικά, που ήταν η παντοτινή αδυναμία μας. Τι προφορά που είχαν αυτά τ’ Αρτινόπουλα και τι διάβασμα και τι φιγούρα και τι αέρα! Εμείς καθόμασταν στην άκρη ζαρωμένοι με τα φτωχά μας ντρίλια και τα ξεβαμμένα καπέλα, σα να ντρεπόμασταν, θαρρείς, που υπάρχουμε στον κόσμο.
Άρχισαν κι οι εξετάσεις. Μα όταν είδαμε τον καθηγητή να γράφει στον πίνακα το «εισιτήριοι» -για να μην κάνουμε ανορθογραφίες, λέει, απ’ την πρώτη σειρά-, η καρδιά μας, εμένα και του Νάκου, πήγε στον τόπο της. Τέτοια λοιπόν ήταν η σοφία που κατέχανε τούτοι οι φωνακλάδες του προαυλίου; Και πού είσαι ακόμα! Όταν είδαμε σε λίγο ν’ αυθαδιάζουν στον καθηγητή, λέγοντας πως δεν τ’ άκουσαν καλά και να σκουντάν ο ένας τον άλλον, ζητώντας βοήθεια και ν’ αντιγράφουν κρυφά από ξεσκισμένα φύλλα και να κοκκινίζουν και να ιδρωκοπάν, τότε πια βεβαιωθήκαμε πως δεν ήμασταν οι χειρότεροι από κείνη τη μάζωξη. Δώσαμε τις κόλλες απ’ τους πρώτους, βέβαιοι από πριν για την επιτυχία……………
Με τι καμάρι μπήκαμε στον καινούριο, τον ποθητό μας κόσμο! Μαθητής γυμνασίου, δεν ήταν μικρό πράμα για μας. Όπως ο πατέρας μου ήταν ο πρώτος από το χωριό που είχε ονομαστεί δημόσιος υπάλληλος, έτσι κι εμείς ήμασταν οι πρώτοι που αξιωνόμασταν να πατήσουμε στο ζηλευτό γυμνάσιο. Από δω και πέρα έπρεπε να ’χουμε τα μάτια μας τέσσερα να μην πάνε τα έξοδα των γονιών μας χαμένα………………..
Γυμνασιάρχης μας ήταν ο μακαρίτης ο Μόραλης, κοντός, αλλά σβέλτος, και με ματογυάλια, βασιλικός ως το κόκαλο. Είχε παντρευτεί τη θυγατέρα του Μιχάλη του άρχοντα, όπου η σπιτονοικοκυρά μας είχε δουλέψει στα νιάτα της κι από κει γνώριζε, όπως έλεγε, το γυμνασιάρχη. Ήταν σχολάρχης τότε και πήρε γυναίκα τη μαθήτριά του. «Την ερωτεύτηκε», πρόσθεσε χαμογελώντας η κυρα-Βαγγελή, που κι αυτή (όπως μάθαμε αργότερα) κάποιο τέτοιο στραβοπάτημα την είχε κάμει να φύγει απ’ το χωριό, να γίνει «πηρέτρα» στην πολιτεία….” (Πηγή : “Από μικρός στα γράμματα…”, Γ. Κοτζιούλας, ΑΠΑΝΤΑ Γ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ, Β’ τόμος, Δίφρος, 1957)
Στη φωτογραφία ο Γ. Κοτζιούλας σε νεαρή ηλικία (Πηγή : https://ptheo.blogspot.com/)

Παλαιά περγαμηνή διδακτορικού τίτλου του Πανεπιστημίου Αθηνών, που απονεμήθηκε το 1888 στον Χρήστο Δ. Σχορτσανίτη, από την Άρτα, που φοίτησε στην Σχολή Ιατρικής Χειρουργικής και Μαιευτικής. Δεν μπορέσαμε να βρούμε περισσότερα στοιχείο για τον Χρήστο Δ. Σχορτσανίτη που κατόρθωσε και απέκτησε τον τίτλο του διδάκτορα της Ιατρικής μια εποχή που η πανεπιστημιακή εκπαίδευση ήταν μεγάλη πολυτέλεια, ιδιαίτερα για την περιοχή της Άρτας, που μόλις πριν λίγα χρόνια είχε απελευθερωθεί από τον Οθωμανικό ζυγό. Αυτό που μάθαμε ήταν ότι την δεκαετία του ’30(?) υπήρχε οικογένεια Σχορτσανίτη στην Άρτα που κατοικούσε στην οδό Μανέγα, δίπλα στο παλιό Πρωτοδικείο που μάλλον συνδέονταν με τον Χρήστο Δημητρίου Σχορτσανίτη. Η οικογένεια είχε τρία παιδιά, τον Δημήτριο Σχορτσανίτη, γιατρό, τον Κωσταντίνο, κτηματία, και την Βασιλική, σύζυγο αργότερα του δικηγόρου Ιωάννη Δ. Μαστρογιάννη….… (Πηγή : Οίκος Δημοπρασιών)

Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφέρουμε λίγα στοιχεία για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα όπως τα κατέγραψε στην πτυχιακή της εργασία η Μαρία Λαιμοδέτη : «Η προσπάθεια να ιδρυθεί Πανεπιστήμιο κατά την Οθωνική περίοδο ξεκινά το 1836. Τότε εκδίδεται ο νόμος «Περί συστάσεως Πανεπιστημίου». Ο αρχικός οργανισμός του Πανεπιστημίου δεν ίσχυσε με αποτέλεσμα να εκδοθεί νέος: «Περί προσωρινού κανονισμού του εν Αθήναις συστηθησομένου Πανεπιστημίου» (14/26 Απριλίου 1837). Το Πανεπιστήμιο ξεκινά να λειτουργεί με τέσσερις σχολές: Θεολογία, Νομική, Ιατρική, Φιλοσοφική (σε αυτήν την ιεραρχική τάξη).
Το 1843 υπό την αιγίδα του ξεκινά να λειτουργεί το Φαρμακευτικό Σχολείο. Το 1904 η Φιλοσοφική Σχολή χωρίζεται σε δύο επιμέρους τμήματα: το τμήμα Φιλοσοφίας – Φιλολογίας και το Φυσικομαθηματικό. Η φοίτηση στα τμήματα του Πανεπιστημίου διαρκούσε δύο χρόνια για το Φαρμακευτικό Σχολείο, τρία χρόνια για την Φιλοσοφική και τέσσερα χρόνια για τις υπόλοιπες σχολές. Το Πανεπιστήμιο, αν και αρχικά ονομάζεται «Πανεπιστήμιο του Όθωνα», το 1862 μετονομάζεται σε «Εθνικό Πανεπιστήμιο». Δικαίωμα φοίτησης στο Πανεπιστήμιο, σύμφωνα με το διάταγμα είχαν όλοι οι απόφοιτοι Γυμνασίου με επίδειξη του απολυτηρίου τους, ωστόσο η ρύθμιση αυτή δεν ίσχυσε κατά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του καθώς χορηγούνταν άδεια εγγραφής και χωρίς την λήψη απολυτηρίου. Τέλος, όσοι ολοκλήρωναν τις σπουδές τους στο Πανεπιστήμιο υπάγονται σε δύο κατηγορίες: στους τελειοδίδακτους, οι οποίοι λάμβαναν το πτυχίο τους επιτυγχάνοντας στις απολυτήριες εξετάσεις μετά από τριετή φοίτηση και στους διδάκτορες, οι οποίοι επιτύγχαναν σε πιο αυστηρές απολυτήριες εξετάσεις μετά από τετραετή φοίτηση και ολοκλήρωναν κάποια επιστημονική διατριβή.
Αν βασική επιδίωξη του Όθωνα, όσον αφορά τα εκπαιδευτικά ζητήματα, ήταν η άμεση θεμελίωση τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η οικονομική κατάσταση της νεοσύστατης χώρας δεν ήταν η ιδανική. Έτσι, η ίδρυση του Πανεπιστημίου ήταν ένα γεγονός που δίχαζε τα ηγετικά στελέχη, με δύο είδη αντιδράσεων να εμφανίζονται: οι υπέρμαχοι, προτάσσοντας ιδεολογικούς ή επιστημονικούς λόγους και υποβαθμίζοντας την οικονομική διάσταση και οι σκεπτικιστές, σκεπτόμενοι πιο ρεαλιστικά υποστήριζαν ότι η ίδρυση και η ορθή λειτουργία του Πανεπιστημίου υπερέβαινε τις δυνατότητες της χώρας (Κυπριανός, 2015: 110). Με αφορμή την οικονομική φάση που διάνυε η Ελλάδα, ένα ζήτημα το οποίο απασχόλησε ήταν η επιβολή διδάκτρων στο Πανεπιστήμιο, αλλά και στις άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης όπως έχει ήδη αναφερθεί. Στο διάταγμα ίδρυσης προβλεπόταν η επιβολή τελών φοίτησης, από τα οποία θα απαλλάσσονταν όσοι φοιτητές μπορούσαν να πιστοποιήσουν την κακή οικονομική τους κατάσταση. Ωστόσο, μετά την λιγοστή προσέλευση φοιτητών, η καταβολή διδάκτρων αναστάλθηκε το 1838. Η απόφαση δεν διαρκεί για πολύ καθώς λίγα χρόνια αργότερα, το 1851, η Σύγκλητος επαναφέρει το άρθρο καταβολής διδάκτρων προκειμένου να καλυφθεί μέρος των εξόδων του Πανεπιστημίου. Το αποκορύφωμα της υποβολής τελών φτάνει το 1892. Τότε, ο Υπουργός Παιδείας Στάης αυξάνει τα δίδακτρα προκειμένου να αποθαρρυνθούν οι φοιτητές που ενδιαφέρονται μόνο για την απόκτηση του πτυχίου (Κυπριανός, 2015: 161). Τα υψηλά τέλη διαρκούν για τα επόμενα τρία χρόνια και μειώνονται το 1895 με απόφαση της κυβέρνησης Δηλιγιάννη.
Στην Πανεπιστημιακή εκπαίδευση δεν συμμετείχαν μόνον όσοι φοιτητές ήταν κάτοχοι απολυτηρίου Γυμνασίου. Στο Πανεπιστήμιο μπορούσαν να φοιτήσουν μαθητές απόφοιτοι σχολείων Γυμνασιακού επιπέδου του εξωτερικού. Στην μεγάλη συμμετοχή φοιτητών από άλλες χώρες συνέβαλλε το γεγονός ότι το Πανεπιστήμιο του Όθωνα ήταν το μοναδικό στην γεωγραφική περιοχή των Βαλκανίων και της Εγγύς Ανατολής (Κυπριανός, 2015: 114).
Ακόμη, μια άλλη κατηγορία φοιτητών ήταν οι ακροατές. Πρόκειται για ανθρώπους που ενδιαφέρονταν να παρακολουθήσουν τα μαθήματα του Πανεπιστημίου χωρίς να φοιτούν σε αυτό και διακρίνονταν σε τακτικούς και περαστικούς (Αντωνίου, 2018: 467). Όσον αφορά την συμμετοχή γυναικών, αξίζει να αναφερθεί ότι η πρώτη γυναίκα φοίτησε στο Εθνικό Πανεπιστήμιο το 1890 στην Φιλοσοφική σχολή και στάθηκε αφορμή να συμμετέχουν περισσότερες γυναίκες στην τριτοβάθμια εκπαίδευση….” (Πηγή : Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα 1828 – 1911: οι διαδικασίες ανάπτυξής του, Πτυχιακή Εργασία, Μ. Λαιμοδέτη, Ρόδος, 2017)
Γιώργος Χρόνης, ευφυέστατος – Ζωή του ο ΘΡΥΛΟΣ. Με καταγωγή από τους Μελισσουργούς, κάτοικος Ταμπακιάδας. Εδώ με τον Γιώργο Βαίτση, άσσο ΠΑΝΑΓΡΟΤΙΚΟΥ, ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ, ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥ. (Φωτο & Σχόλιο Κ. Μπανιάς)
