
1959 : Μια παρέα από την Άγναντα φωτογραφίζεται μπροστά στην εκκλησία στα Πράμαντα. (Φωτο από αρχείο Τάκη Ζαρκαλή)

1959 : Μια παρέα από την Άγναντα φωτογραφίζεται μπροστά στην εκκλησία στα Πράμαντα. (Φωτο από αρχείο Τάκη Ζαρκαλή)

Αρκετοί μαθητές και κάπου ανάμεσα και μια μαθήτρια : Ντίνος Τσίκος (ιατρός), Δημήτρης Πέτσας (λογιστής), Γεώργιος Γιαννάκης, Αποστόλης Τρομπούκης, Απόστολος Κοντοχρήστος, Α. Χατζηγιάννης, Κ. Παπακώστας, Γ. Παππάς, Π. Βάγιας, Μάχος Μανούσης, Γ. Μαντήλας κ.α. (Φωτο & Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)
“Μια άνοιξι, 1-2 χρόνια πριν από το 1860, η τότε οικονομικώς ευκατάστατος κοινότης Μελισσουργών ηθέλησε να προσλάβει δάσκαλο καλό. Της προξένεψαν έναν…… Ζαγορίσιο, γιατί πραγματικά οι Ζαγορίσιοι ήταν μορφωμένοι, διεκρίνονταν, ήταν άριστοι δάσκαλοι. Οι Δημογέροντες τότε πήγαν στα Γιάννινα και τον συμφώνησαν 40 οθωμανικές λίρες (ο ετήσιος μισθός των τότε διδασκάλων ήτο 10-20 οθωμ. λίραι) για τους 6 καλοκαιρινούς μήνες, γιατί το σχολείο αυτούς τους μήνες εργαζόταν, από του Άι – Γιωργιού ως του Άι – Δημητριού (23 Απριλίου – 26 Οκτωβρίου). Γιατί τότε έρχονταν από τα χειμαδιά οι πολλές οικογένειες, ο πολύς ο κόσμος εδώ τότε ζούσε με την κτηνοτροφία.
Λοιπόν ο δάσκαλος αυτός ήρθε στο χωριό, σήμανε η καμπάνα και συνάχτηκαν τα παιδιά που ήταν εκείνες τις μέρες στο χωριό. Ο δάσκαλος καθόταν στο ψηλό πεζούλι, φώναξε τα παιδιά και πήγαν γύρω του, κύκλω. Πρώτα τα μεγάλα (την πρώτη τάξη, γιατί τότε οι τάξεις ηριθμούντο αντιστρόφως, ‘Α ήτο η ανώτατη), και έπειτα τα μικρότερα και αφού τους είπε να του δείξουν σε ποιο βιβλίο διάβαζαν πέρυσι, τα διάταξε να κάθωνται στα πεζούλια και να διαβάζουν παρακάτω από το περσινό μάθημα, για να λένε μάθημα. Αλλά δεν πέρασαν πολλές μέρες, και όταν οι μικρότεροι εμπρός , γύρω από το δάσκαλο, διαβάζοντας ανάγνωσι έλεγαν μάθημα, οι μεγαλύτεροι που άκουαν, γελούσαν, γιατί αυτοί τα ήξεραν και βλέποντας πως δεν τους διόρθωνε ο δάσκαλος τα λάθη, κάτι έννοιωσαν! Εκατάλαβαν ότι ο δάσκαλος ήταν τελείως αγράμματος. Και όταν εσηκώνοντο αυτοί να ειπούν το μάθημα, έλεγαν άλλα αντί άλλων, ότι τους εκάπνιζε. Ο δε δάσκαλος, αντί παντός άλλου, εις του καθενός το βιβλίο που διαβάζοντας τελείωνε το μάθημα, του σημείωνε με ένα μολύβι δύο σταυρούς, έναν στην αρχή και έναν στο τέλος, λέγοντάς του “Άιντε -ω”, δηλαδή από κει ως εκεί. Αυτό και μόνον άκουγαν από το δάσκαλο!
Το πράγμα, που δεν ήταν μυστικό πλέον, δεν άργησε να φτάσει και στα αυτιά των γονέων. Αλλά πως να εξακριβώσουν ότι ήταν αγράμματος; Επιθεωρηταί δεν ήταν τότε. Συννενοήθηκαν λοιπόν με τους Δημογερόντους, κι ευρήκαν “να τον αναγκάσουν να διαβάση την Κυριακή στην Εκκλησία, την ώραν του όρθρου”, διότι ο δάσκαλος επήγαινε τακτικά, και έπιανε στασίδι, το παραπλεύρως από τον δεξιό ψάλτη. Από του Σαββάτου λοιπόν είπαν να έρθη μόνον ένας παππάς για τη λειτουργία, οι άλλοι να λειτουργήσουν στα παρεκκλήσια, κι οι ψαλτάδες να μην έρθουν στην Εκκλησία. Το πρωί της Κυριακής, ο λειτουργός παππάς, αφού διάβασε το ψαλτήρι και τα άλλα γράμματα του όρθρου, κατεβαίνοντας απ’ το στασίδι του ψάλτου είπε στον δάσκαλο:
-“Kυρ δάσκαλε διάβασε εδώ για τον Κανόνα, γιατί εγώ θα πάρω καιρό για τη λειτουργία”.
Ο δάσκαλος όμως τ’ απαντάει :
– “Μα εγώ δεν ξέρω να ψάλω!”
– “Δεν θα ψάλεις, μόνο που θα διαβάσεις τον Κανόνα, γιατί σε λίγο θαρθή ο ψάλτης…”
Και δεν χάνει καιρό ο παππάς, κάνει τρεις μετάνοιες εμπρός στην εικόνα του Χριστού και μπαίνει στο Ιερό.
Ο δάσκαλος έμεινε απολιθωμένος! Επέρασαν 2-3 λεπτά , ψιθύριζε κάτι….Τότε ένας χωριανός νευρικός, πιο θερμός απ’ τους άλλους, κατεβαίνει απ’ το στασίδι του, πλησιάζει το δάσκαλο και του λέει σιγά :
-“Κυρ δάσκαλε, πάμε να σου ειπώ κάτι”.
Οι άλλοι νόμισαν πως θα τον έστελνε να φέρει τον ψάλτη. Αλλά αφού βγήκαν οι δυο τους στο χαγιάτι, δεν άργησε να τον πετσοκόψει στο ξύλο, που τον πονεί και που τον σφάζει!
Εις τις φωνές του δερομένου δάσκαλου, έτρεξαν έξω οι άλλοι και τον έβγαλαν από τα χέρια του θερμοκέφαλου, τον οποίον και μάλωσαν. Εκείνος δικαιολογούμενος είπεν :
-“Δεν μπόρεσα να κρατθώ, γιατί αυτός ο κυρ δάσκαλος πρόσβαλε ένα κεφαλοχώρι. Ημείς μπορεί να φυλάμε πρόβατα, αλλά δεν τρώμε χορτάρια, ξέρομε και πεντ’ εξ κλίτσες γράμματα”.
Τότε οι Δημογέροντες ρώτησαν τον δάσκαλο :
-“Χριστιανέ μου, τί ήταν αυτό που σοφίστηκες; Άνθρωπος αγράμματος, ναρθής να γελάσης ολόκληρο χωριό;”
-“Αφήστε με να σας πω το χάλι που μ’ ανάγκασε”, λέει ο δάσκαλος. “Είχα ένα κορίτσι σε ζουμερή (μεγάλη) ηλικία. Κατώρθωσα να τ’ αρραβωνιάσω αλλά ο γαμπρός μ’ έσφιξε για προικιό, αλλεώς θα τ’ άφινε. Μου’ ρθε το αίμα στα μάτια. Τάκλεισα κι είπα ότι πάθω ας πάθω. Κι έτσι πήρα απ’ τ’ εσάς τις 20 λίρες προκαταβολή και το πάντρεψα. Δίκαιο έχετε, τάδικο τόχω εγώ”.
-“Σαν είναι έτσι, χαλάλι σου!” του είπαν οι Δημογέροντοι. Κι εντός της ημέρας τον συνώδεψαν με αγωγιάτη στα Γιάννινα και αυτοί τράβηξαν για την Άρτα, να βρουν….δάσκαλο.»
(Πηγή : ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ, Ν.Χ. Παπακώστας, Αθήναι, 1967)

Στη φωτογραφία “Μελισσουργοί, 1971: ένα πολύ αξιόλογο ζευγάρι δασκάλων που υπηρέτησε στους Μελισσουργούς για μεγάλο χρονικό διάστημα, από το 1969 μέχρι το 1981 : Ο Ναπολέων Μακρής και η σύζυγός του Λευκοθέα Σκορίλα”.
Μαθητές: Βασίλης & Δήμητρα Ν. Κάτσινου, Ελένη & Γιώργος Κ. Τασούλη, Ευαγγελία, Αικατερίνη & Κων/νος Ν. Τασούλη, Γεωργία & Κων/να Π. Μίχου, Χαράλαμπος & Σταυρούλα Ι Ραβανού, Λευκοθέα & Δημοσθένης Α. Ρίζου, Ευαγγελία & Μαρία Δ. Ξηροπόταμου, Αλεξάνδρα & Βασίλης Ι. Κολιοπάνου, Χρυσαυγή Χ. Παππά, Δημήτρης Κ. Παπαγιάννης, Θεόδωρος Α. Κάτσινος, Κώστας Α. Κάτσινος, Δημήτρης Γ. Κάτσινος, Δήμος Κ. Καραδήμας, Νίκος Κ. Ρίζος, Ευάγγελος Ν. Ραβανός, Κώστας Χ. Μποχώτης, Κώστας Θ. Σκέντος, Χρήστος Ν. Τασούλης. (Φωτο & Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)
Έρευνα του Μ. Τριανταφυλλίδη σχετικά με τις διαφορές που παρουσιάζει κατά τόπους η ελληνική γλώσσα. Στο εν λόγω ερωτηματολόγιο η Καλλιρρόη Μούρζου (?), δασκάλα στα Δειληνάτα, απαντά σε ερωτήματα σχετικά με τα τοπικά ιδιώματα της Άρτας, που είναι ο τόπος καταγωγής της.




Κάτοχος πρωτότυπου (έντυπου) τεκμήριου: Ιστορικό Αρχείο Α.Π.Θ. – Ι.Ν.Σ. – Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη, Δωρητής: Μανόλης Τριανταφυλλίδης. (Πηγή : https://search.lib.auth.gr/)

Το Γεφύρι της Άρτας σε τουρκικό σάιτ με παλιές φωτογραφίες, με τίτλο “Arta Bridge, Greece
17th century Ottoman structure”. Ζώα διέρχονται από την πέτρινη γέφυρα και ένα αυτοκίνητο διασχίζει την σιδερένια γέφυρα δίπλα. (Πηγή : www.eskiturkiye.net/)
Τότε που οι γειτονιές δεν ήταν χτισμένες σχεδόν σε κάθε γωνιά τους και οι δρόμοι δεν ήταν γεμάτοι με αυτοκίνητα. Τότε που τα παιδιά κλωτσούσαν ανέμελα μία μπάλα, τις περισσότερες φορές σχισμένη με μπαλώματα, σε αυτοσχέδια γήπεδα, με θεατές τους ιδιοκτήτες των μικρών καταστημάτων της γειτονιάς.
“Η επιλογή των ομάδων ήταν πάντα ένα πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι μικρότεροι. Οι δύο αρχηγοί ήταν συνήθως οι μεγαλύτεροι ή οι πιο «διάσημοι» στην περιοχή, ή εναλλακτικά εκείνος που ήταν …ιδιοκτήτης της μπάλας. Για την επιλογή της ομάδας, έπαιζαν ρόλο, η δύναμη του παίκτη ή ακόμη η φιλία που τον συνέδεε με τον παίκτη που επέλεγε και η ώρα παραμονής του. Η μπάλα συχνά έπεφτε μέσα σε αυλές σπιτιών, κάτω από τα λιγοστά αυτοκίνητα, σε χωράφια περιτριγυρισμένα με συρματοπλέγματα. Πάντα υπήρχε εκείνος που έδειχνε θάρρος, πηδώντας πάνω από τοίχους ή μπαίνοντας κάτω από αυτοκίνητα, λερώνοντας ή σκίζοντας παντελόνια και μπλούζες. Στο δρόμο δεν υπήρχαν τέρματα. Το ύψος υπολογιζόταν σύμφωνα με το ύψος του τερματοφύλακα και εκεί που έφτανε με σηκωμένα τα χέρια, ενώ στο πλάι υπήρχαν σχολικές τσάντες, άλλα αντικείμενα ή ξύλα που δεν ξεπερνούσαν τα 30 εκατοστά……. Δυστυχώς ακόμα και τα πιο όμορφα πράγματα πάντα τελειώνουν. Κάποιες φορές ξαφνικά. Έτσι όταν ο ιδιοκτήτης της μπάλας έπρεπε να φύγει, το παιχνίδι τελείωνε. Γιατί το τριπλό σφύριγμα της λήξης, για το ποδόσφαιρο του δρόμου, ήταν κάποιες φορές οι φωνές της μητέρας: «Έλα σπίτι, το φαγητό είναι έτοιμο». Τότε όλα τα παιδιά γύριζαν σπίτι. Ιδρωμένα, με πληγωμένα τα πόδια και τα χέρια, αλλά ευτυχισμένα, μετρώντας τις ώρες, μέχρι το απόγευμα της επόμενης ημέρας, όπου θα συναντηθούν και θα ξαναπαίξουν όλα μαζί….” (Πηγή : https://www.amna.gr/)

Στη φωτογραφία “Παίζοντας μπάλα σε κάποιο δρόμο της Άρτας το 1970”.
Αριστερά : Πασχάλης Κατσιώτης, Λάμπρος Παντούλας. Κάτω αριστερά : Ιωάννης Κατσιώτης, Σπύρος Νεραιδιώτης, Παναγιώτης Καραγιώργος. (Φωτο από αρχείο Σπ. Νεραιδιώτη, Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)
“Ὡς ἐγράψαμεν ἤδη ὁ κόμης Δ΄ Ὀρμεσσόν μετά τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνεχώρησε την ἑσπέραν τῆς προχθές ἐκ Πάτρῶν διά τοῦ ἀτμοπλοίου «Πρίγκηψ Γεώργιος» τῆς Νέας ἑλληνικῆς ἀτμοπλοΐας. Μετά προσέγγισιν εἰς Ἰθάκην καί Λευκάδα περιέπλευσε τόν Ἀμβρακικόν καί ἀργά τό μεσονύκτιον κατέπλευσεν εἰς Κόπραιναν, ὅπου ἀνελθών ἐπί τοῦ ἀτμοπλοίου ὑπεδέξατο αὐτόν ὁ πρόεδρος τοῦ Δημοτικοῦ Συμβουλίου Ἀρταίων κ. Π. Σπήλιος, μεθ’ οὗ ἐπιβάντες ἁμάξης ἀφίκοντο εἰς Ἄρταν τήν τρίτην μετά τό μεσονύκτιον ὥραν. Ὁ κόμης Δ΄ Ὀρμεσσόν κατέλυσεν εἰς τήν λαμπρ’αν οἰκίαν τοῦ βουλευτοῦ κ. Γαρουφαλιᾶ, ἔνθα εἶχε καταλύσει καί ὁ Διάδοχος. Χθές ὁ κ. δ’ Ὀρμεσσόν ἐπεσκέφθη τά ἀξιοθέατα τῆς Ἄρτης ἐν οἷς καί τήν Βυζαντινήν ἐκκλησίαν τῆς Παρηγοριτίσσης καί τήν ἱστορικήν ἐπί τοῦ Ἀράχθου γέφυραν. Σήμερον ἴσως ἀναχωρεῖ εἰς Κραβασαρᾶν.” (Πηγή : Εφημερίδα Εστία, αρ. φύλ. 114, 23.06.1901)

Στη φωτογραφία ο κόμης Δ΄ Ὀρμεσσον, ο οποίος υπήρξε πρέσβης της Γαλλίας στην Ελλάδα από το 1897 μέχρι το 1906. (“Comte d’Ormesson, officer of the Legion of Honour. Ambassador to Athens”) – Πηγή : https://fr.wikipedia.org/)

Σχέδιο χάρτη, που σχεδίασε ο γνωστός στους περισσότερους για την Νεοελληνική Γραμματικ, Μανόλης Τριανταφυλλίδης, ως ανθυπολοχαγός του πυροβολικού το 1912. (Σειρά Α. Αρχείο ατομικό και οικογενειακό, φάκελος Α.17. Χάρτες και Ατλαντες (τεύχη 33), υποφάκελος A.17.3. Αρτα, Αμβρακικός).

(Κάτοχος πρωτότυπου (έντυπου) τεκμήριου: Ιστορικό Αρχείο Α.Π.Θ. – Ι.Ν.Σ. – Ίδρυμα Μ.Τριανταφυλλίδη., Δωρητής: Μανόλης Τριανταφυλλίδης)

Διώροφη κατοικία στο Μενίδι με την κληματαριά για δροσιά στην αυλή….(Πηγή : ΜΕΝΙΔΙ, Ε. Ιντζέμπελης, Άρτα, 2008)

1966 – Λεωφορείο του Κ.Τ.Ε.Λ. στο Μενίδι, όταν ακόμη ο παραλιακός δρόμος ήταν χωματόδρομος.
Η φωτογραφία είναι του ερασιτέχνη φωτογράφου Π. Ζήση για τον οποίο ο Ε. Ιντζέμπελης έγραψε ένα πολύ όμορφο άρθρο με τίτλο «Μια φωτογραφία, χίλιες λέξεις» στο Λεύκωμα του για το Μενίδι : «….Το επάγγελμά μου είναι τσαγκάρης. Έμαθα την τέχνη από το θείο, τον Αρίστο. Φτιάχνω παπούτσια, όχι μόνο για το Μενίδι μα και για τα γύρω χωριά. Δύσκολη δουλειά αλλά δεν έχω παράπονο, τα καταφέρνω. Είμαι γρήγορος και κάνω γερά παπούτσια. Όλη τη μέρα είμαι στο μικρό μαγαζάκι που έχω κάτω από το σπίτι. Δεν έχω ώρα για χάσιμο. Η μόνη διασκέδαση είναι η φωτογραφική μηχανή. Μου την έφερε ο ανεψιός μου από την Αμερική. Είναι εύκολη και γνωρίζω να τη χειρίζομαι άριστα. Στα πανηγύρια, στους γάμους, στα βαφτίσια και στις γιορτές πάντα καταγράφω τα γεγονότα με το φακό. Τις φωτογραφίες τις χαρίζω και γεμίζω τα συρτάρια με τις χαρούμενες στιγμές της οικογένειας…..». (Πηγή φωτογραφίας και κειμένου : Λεύκωμα του Ε. Ιντζέμπελη για το ΜΕΝΙΔΙ, Άρτα, 2008)