ΠΟΤΟΠΟΙΕΙΑ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ – “ΚΕΧΑΓΙΑ ΤΑΝΚΣ”

—————————-
Ο Ανδρέας Κεχαγιάς από τα Κατσανοχώρια, ήρθε νεότατος στην Άρτα και εργάστηκε στην επιχείρηση του Χ. Σινδόρη. Στα 1904 άνοιξε δικό του κατάστημα αποικιακών προϊόντων. Αργότερα και για ένα διάστημα 4-5 χρόνων ίδρυσε εργοστάσιο ποτοποιίας στον Πειραιά. Το 1917 επέστρεψε στην Άρτα και άνοιξε νέο κατάστημα αποικιακών και ποτοποιίας στη Σκουφά. Μετά το 1920 συνεταιρίστηκε με τον Β. Τάτση . Στα 1946, μετά την Κατοχή, ασχολείται μόνο με την ποτοποιία με συνεταίρο τον Δ. Χουλιάρα. Η ποτοποιία Κεχαγιά που το ούζο της ήταν γνωστό ως Ούζο Τανκς (Τανκς έξτρα και Τανκς φίνο) βραβεύτηκε στην Αλεξάνδρεια, στο Παρίσι και στην Θεσσαλονίκη.
Την ποτοποιία Κεχαγιά αργότερα ανέλαβε ο Κώστας Κεχαγιάς, γιός του Ανδρέα, που συνεταιρίστηκε με τον Ν. Παπανικολάου. Στα 1968 η ποτοποιία Τανκς περιήλθε στον Αλέκο Δώδο, σήμερα (1989) δε μετέχει στον Συνεταιρισμό Ποτοποιών Άρτας.
Από το 1932 και ο Γιώργος Κεχαγιάς, γιός κι αυτός του Ανδρέα, άνοιξε δική του ποτοποιία, που παρήγαγε ούζο, κονιάκ, λικέρ κτλ. Το ούζο του (Τανκς κι αυτό) βραβεύτηκε στη Θεσσαλονίκη. Στα 1961 η επιχείρηση περιήλθε στον Μενέλαο Κυρίτση, σήμερα δε μετέχει στον Συνεταιρισμό (Ούζο ΑΡΤΑ).
(Πηγή : Άρθρο του Τάκη Βαφιά στην εφημερίδα Ερίβωλος, τχ.7, 1989)

Στη φωτογραφία “Ο παραγωγός της ποτοποιίας Τανκς Ανδρέας Κεχαγιάς, στην έκθεση Θεσσαλονίκης το 1928”.
(Φωτο από το αρχείο της Σεβαστής Κεχαγιά-Γεωργάκη όπως δημοσιεύτηκε στο Λεύκωμα ΑΡΤΑ 1881-1941 του Ε. Ιντζέμπελη, Αθήνα 2010)

Δημοσιεύθηκε στη Το εμπόριο στην Άρτα | Σχολιάστε

ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ* – Αθήναι, Οκτώβριος 1941

“……………Aγρίνιον, Παρασκευή, 26. Τρώγω πατσιά καί πράσσα – πατσιά καί ψάρια καί παίρνω τήν άδεια νά συνεχίσω τό ταξείδι. Σιγάρα – τσάϊ – κονιάκ.
Σάββατον, 27. Αναχωρώ άπό τό Αγρίνιον διά τήν Άρτα μέ Σούστα. Τό μεσημέρι τρώγω κρέας στή Σφήνα καί τό βράδυ φθάσαμε στήν Αμφιλοχία. Ό καιρός είναι καθαρός, λιακάδα, αλλά κάνει κρύο τσουχτερό. Τρώγω δυό μερίδες κρέας καί κοιμούμαι στρωματσάδα σ’ ένα σπήτι. Τό πρωί ξεκινούμε γιά τήν Άρτα. Ό καιρός είναι άγριος. Τρώγω δυό πιάτα πατσιά χοιρινό θαυμάσιο, πίνω καφέ καί κονιάκ καί αναχωρούμε. Τό μεσημέρι τρώγω ψάρι τού φούρνου στού Μηλιώνη καί συνεχίζουμε τό ταξείδι. Αρχίζει νά ρίχνει ψιλό χιόνι καί έως ότου φθάσωμε στήν Άρτα ρίχνει μεγάλες τουλούπες αλλά καί χιονόνερο, τό έστρωσε καλά.
Στήν ‘Αρτα ευτυχώς ευρήκα ένα κρεββάτι σέ Ξενοδοχείο καί από κάτω έχει Εστιατόριο. Εκεί τρώγω εντόσθια καί φασόλια καί ένα κομμάτι μπομπότα, 80 δρχ. Τό πρωί αναχωρώ διά τό Πόστο – Μπλόκο. Τό χιόνι επάγωσε καί γλυστράει. Στό δρόμο άγοράζω πορτοκάλια από μιά ωραία κοπέλα. Ξαναγυρίζω στήν Άρτα καί τρώγω τρεις ζεστές φασουλάδες, πίνω κονιάκ καί καφέ καί πορτοκάλια. Αυτοκίνητο δέν υπάρχει γιά τά Γιάννινα. Μέ μιά Σούστα φθάνομε στή Φιλιππιάδα μαζί μέ δυό αδέλφια εμπόρους από τούς Άγιους Σαράντα, μέ τόν Δημήτρη Σούλιο άπό τήν Αρίνιστα καί μέ μιά ηλικιωμένη κυρία. Εκεί βρίσκομε ωραίο ψητό χοιρινό. Πηγαίνομε στό Ξενοδοχείο καί πληρώνομε τέσσερα κρεββάτια. Αλλά δέν προκάνομε νά φάμε τό ωραίο χοιρινό, ένα ιταλικό αυτοκίνητο περνά γιά τά Γιάννινα, ρίχνουμε τίς βαλίτσες καί πηδάμε έπάνω. Στάς 5 μ.μ. επιτέλους φθάνομε έξω άπό τά Γιάννινα καί κατεβαίνομε στο Πόστο – Μπλόκο στόν Ακραίο. Τό χιόνι είναι μισό μέτρο καί τό κρύο 18 βαθμούς ύπό τό μηδέν. (Απόσπασμα από το Ημερολόγιον Κατοχής του Β. Λώλη όπως δημοσιεύτηκε στην ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ, τχ. 325-26,1979)

Σελίδα 2

Σελίδα 3

Σελίδα 4


Στη φωτογραφία «ΦΡΟΥΡΑΡΧΕΙΟΝ ΑΘΗΝΩΝ, 29 Αυγούστου 1942. Άδεια μονού ταξιδίου μέσω ξηράς δύο ημερών, αριθμός 136933. Αύξων Αριθμός Φύλλου 205950. Χειρόγραφη, σε 3 γλώσσες, ιταλικά, γερμανικά και ελληνικά, με τύπωμα σε κόκκινη μελάνη. Στο μπροστά μέρος επισυνάπτεται ασπρόμαυρη φωτογραφία του κατόχου, όπου διακρίνεται η ανάγλυφη σφραγίδα των ιταλικών αρχών της εποχής (Carabinieri reali), απλές σφραγίδες τοπικών αρχών και μια υπογραφή του υπευθύνου έκδοσης της άδειας. Στο πίσω μέρος αναφέρονται οι προϋποθέσεις έκδοσης και οι υποχρεώσεις του κατόχου»
(Φωτο από προσωπική συλλογή Α.Κ.)

Δημοσιεύθηκε στη Η Άρτα στην κατοχή και την Αντίσταση | Σχολιάστε

Ο Ν. ΖΕΡΒΑΣ ΞΕΚΙΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΤΑ

———————
“Θυμάμαι ήταν 20η Ιουλίου όταν η οργάνωση του ΕΔΕΣ ήλθε σε επαφή με το Γιάννη Γεωργίου, που ήταν και μέλος της, να μισθωθεί το αυτοκίνητό του για την κάθοδο του Ν. Ζέρβα και τεσσάρων συντρόφων του στην Άρτα. Ο Γεωργίου πληροφόρησε την οργάνωση ότι μαζί του θα έχει και έναν νεαρό από της Άρτα, τον οποίο πρέπει οπωσδήποτε να παραδώσει στον πατέρα του. Η οργάνωση αρνήθηκε και τότε ρωτήθηκε ο ίδιος ο στρατηγός και μόλις πληροφορήθηκε ότι ο νεαρός είναι ο γιός του Δημητρίου Τσακτσίρα, Κωσταντίνος, ήλθε, δεν γνωρίζω πως, σε επαφή με τον πατέρα μου και έτσι αποφασίστηκε η συμμετοχή μου στο ταξίδι. Τα παραπάνω μου τα είπε ο ίδιος ο Γεωργίου και μάλιστα μου τόνισε ότι η αποστολή αυτή είναι πολύ επικίνδυνη για όλους μας. Παίζεται η ζωή μας.
Θυμάμαι ήταν 23η Ιουλίου 1942 όταν πάρθηκε η απόφαση αναχώρησης και ανόδου στα βουνά του Ν. Ζέρβα με το αυτοκίνητο του Γ. Γεωργίου, που μισθώθηκε, μάρκας Φορντ – το αποκαλούμενο με μουστάκια, λόγω της εμφάνισής του. Έτσι η τύχη μ’ έφερε συνοδό των Ναπολέοντα Ζέρβα, Κομνηνού Πυρομάγλου, Μιχάλη Μυριδάκη, Γιάννη Παπαδάκη και Παντελή Κωτσάκη. Ο Ν. Ζέρβας έφερε το ψευδώνυμο «Νικόλαος Βαρυλίδης».
Τα χαράματα της 23ης Ιουλίου του 1942, ώρα 5η πρωινή ξεκινήσαμε από την Αθήνα με προορισμό την Άρτα (Χάνι Κατσούλη, σημερινό Παπάνθημο). Εγώ, λόγω που το αυτοκίνητο δεν χωρούσε, κάθισα στο φτερό του αυτοκινήτου, παρά την ελαφρά πίπτουσα βροχή. Το αυτοκίνητο που ήταν βαρυφορτωμένο και λόγω παλαιότητας, πήγαινε φυσικά αργά με χίλιες προφυλάξεις και κινδύνους σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Μετά την Αθήνα, το πρώτο Ιταλικό μπλοκ συναντήσαμε στη Θήβα και το περάσαμε χωρίς δυσκολία, επίσης και το δεύτερο στη Λειβαδιά, αφού εγώ πρόσφερα αυγά και τσιγάρα στους άντρες των φυλακίων. Επόμενο μπλοκ της Άμφισσας. Και να το γεγονός της ημέρας εκείνης, που λίγο έλειψε να μας στοιχίσει τη ζωή αλλά και την τύχη του αγώνα μας για τη λευτεριά.
Για κακή μας μοίρα σ΄αυτό το μπλοκ των Ιταλών κατακτητών, βρέθηκαν σε κάποιο φορτηγό αυτοκίνητο δυο δοχεία λάδι. Ο επικεφαλής Ιταλός λοχίας, ονόματι Μπρούνο, ένας άνθρωπος που είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός σκληροτράχηλου κατακτητή, διέταξε την ξεφόρτωση του αυτοκινήτου και την μη διέλευση κανενός οχήματος. Αφού δεν βρέθηκε τίποτε άλλο στο φορτηγό αυτοκίνητο και καλμάρισαν κάπως τα πνεύματα, τότε εγώ προθυμοποιήθηκα και παίρνοντας τέσσερις κούτες τσιγάρα – τσιγάρα του μπακάλη, έτσι τις έλεγαν – και ένα καλάθι συρμάτινο με αυγά, κατευθύνθηκα προς τον Ιταλό λοχία και μ’ένα χαμόγελο του τα πρόσφερα. Αυτός τότε μειδίασε και έκανε νόημα να περάσουμε. Έτσι κι έγινε.
Ήταν το πιο απειλητικό γεγονός της ημέρας. Να σημειωθεί ότι ο Ν. Ζέρβας ήταν επικηρυγμένος από τους κατακτητές με ένα σοβαρό χρηματικό ποσό. Το βράδυ φτάσαμε στο χωριό Μποχώρι – Ευηνοχώριον – Αιτωλοακαρνανίας, όπου και διανυκτερεύσαμε. Μαζί με την αγωνία μας στο Μποχώρι προστέθηκαν από πάνω και οι ενοχλητικοί φίλοι μας, τα κουνούπια, που μας έκαναν εκείνο το βράδυ να μην κλείσουμε καθόλου μάτι.
Την επομένη το πρωί ξεκινήσαμε για την Άρτα. Φτάνοντας στο χωριό Κρίκελος, ο Ζέρβας συναντήθηκε με φιλικά του πρόσωπα και τους ανήγγειλε την άνοδό του στα βουνά και να φροντίσουν για τη συγκέντρωση όλων των αναγκαίων εφοδίων διατροφής. Το ίδιο έκανε και στο Ανοιξιάτικο όπου καθίσαμε και φάγαμε. Τελευταίος σταθμός του Ζέρβα και των συντρόφων του το Χάνι Κατσούλη, όπου κάτω από τον δροσερό πλάτανο, απολαύσαμε την δροσιά του.
Αφού μας ευχαρίστησε ο Ζέρβας και οι σύντροφοί του, ξεκινήσαμε ο Γ. Γεωργίου κι εγώ για την Άρτα. Απευθυνόμενος ο στρατηγός προς εμένα μου είπε : «Ανηψιέ, η πρώτη σου δουλειά μόλις φτάσεις στην Άρτα, είναι να ειδοποιήσεις τα αδέλφια μου και τους φίλους μας αδελφούς Γιάννη και Σπύρο Πάντζο, Γιάννη Τσίγα και αυτοί με τη σειρά τους όλους τους άλλους φίλους μας και να τους πουν ότι ανεβαίνω στο βουνό και ξεκινάω ένοπλο αγώνα εναντίον των κατακτητών». Εμείς αναχωρήσαμε για την Άρτα και ο Ν. Ζέρβας με τους συντρόφους του για το βουνό. Πράγματι μόλις φτάσαμε στην Άρτα, έτρεξα και ειδοποίησα όλους όσους τα ονόματα μου έδωσε για να αναχωρήσουν για το βουνό, αν βέβαια το επιθυμούν και να πλαισιώσουν το αντάρτικο που μόλις άρχισε να δημιουργείται. Στη συνέχεια εγώ με εντολή της τοπικής οργάνωσης ΕΟΕΑ-ΕΔΕΣ συνέχισα να προσφέρω τις υπηρεσίες μου καθημερινά. Έδινα πληροφορίες μετακινήσεως και μεταφοράς πολεμοφοδίων, κινήσεις αυτοκινήτων και στρατιωτών του εχθρού κτλ…….”
(Πηγή : ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΑ – ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑΤΑ, Κ. Τσακτσίρας, Άρτα)

Στη φωτογραφία “Ο Ναπολέων Ζέρβας μαζί με Μ. Μυριδάκη, Π. Κωτσάκη και Ι. Παπαδάκη” (Πηγή : Wikiwand.com / Greek Resistance)

Δημοσιεύθηκε στη Η Άρτα στην κατοχή και την Αντίσταση | Σχολιάστε

Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟΥ ΣΤΑ ΤΖΟΥΜΕΡΚΑ

———————
Η συνειδητή απόφασή του Γεωργίου Αγόρου να οργανώσει αντάρτικο πραγματώνεται τον Μάϊο του 1942. Ο ίδιος την 18η Μαΐου εγκαταλείπει την πρωτεύουσα και εμπιστεύεται την πατρώα γη για την οργάνωση της δύναμής του. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά καθότι τα Τζουμέρκα ήταν αφενός ο τόπος καταγωγής του και αφετέρου ο τόπος που διέμεναν συγγενείς και φίλοι του. Ωστόσο, όταν ανέβαινε στο βουνό ξεκινούσε από το μηδέν, χωρίς καμία προεργασία. Οι δικοί του άνθρωποι τον στήριξαν και αποτέλεσαν τους πρώτους αντάρτες του. Οι επιδρομές των Ιταλών είχαν φοβίσει τους χωρικούς των ορεινών χωριών και είχαν δημιουργήσει κλίμα ηττοπάθειας. Παράλληλα, το ΚΚΕ, στην προσπάθειά του να επιβάλλει τις επιτροπές του ΕΑΜ, οργάνωνε πολιτικά την περιοχή…….
Παρόλα αυτά, μόλις ο Αγόρος, με το κύρος του Έλληνα Αξιωματικού που πολέμησε στα βουνά της Πίνδου και της Βορείου Ηπείρου, έκανε την εμφάνισή του, οι συντοπίτες του τον υποστήριξαν με θέρμη. Γράφει ο ίδιος σε σχετική έκθεσή του για την δράση του Αρχηγείου Τζουμέρκων-3/40 Συντάγματος Ευζώνων (20-4-1950): «Οι ορεσίβιοι αυτοί Έλληνες ετάχθησαν υπό τας διαταγάς μου και εις την υπηρεσίαν της πατρίδος γυμνοί, ανυπόδητοι, νύστεις και εξοπλισθέντες μόνοι των διά της ανταλλαγής του μοναδικού αραβοσίτου, τον οποίον διέθετον διά την συντήρησιν των παιδιών των έναντι ενός τυφεκίου, μιας χειρομβοβίδος και μερικών φυσιγγίων».
Αρχικά, το καλοκαίρι του 1942, η δύναμη του Αγόρου έφτανε τους 50 άνδρες, εκ των οποίων οι 17 έφεραν όπλο. Μέχρι τον Δεκέμβριο σε όλη την περιοχή των Τζουμέρκων η δύναμη του έφτασε τους 280 περίπου άνδρες. Όπλα όμως έφεραν μόνο οι 60. Στους φέροντες όπλα συνήθως ανήκαν έφεδροι πολεμιστές του Ελληνοϊταλικού πολέμου, που γνώριζαν τον χειρισμό των όπλων και όσοι κυμαίνονταν ηλικιακά μεταξύ 20 έως 50 ετών. (Πηγή : Άρθρο του Ι. Β. Αθανασόπουλου στο ιστολόγιο istorikaxronika.com)

Στη φωτογραφία “Στο μέτωπο της Βορείου Ηπείρου την περίοδο 1940-’41. Διακρίνεται o Γ Αγόρος, τρίτος από αριστερά”.( Φωτο από το Αρχείο οικογένειας Ι. Αγόρου όπως δημοσιεύτηκε στο ίδιο άρθρο του Ι. Β. Αθανασόπουλου, ιστορικού)

Δημοσιεύθηκε στη Η Άρτα στην κατοχή και την Αντίσταση | Σχολιάστε

ΚΤΕΛ ΑΡΤΗΣ

——————-

1962-63 : Τα μοντέρνα εικοσιδυάρια με τα…… κουρτινάκια τους. Τέλος τα θρυλικά καρναβαλάκια και νέα εποχή για τα ορεινά χωριά της Άρτας. Δεξιά ο Κωστάκης Κωστής (σύζυγος Αρτεμισίας Πάντζου) με τον Ευάγγελο Καρατζά (Ιδιοκτήτη).
(Φωτο από αρχείο Σοφίας Ε. Καρατζά, Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)

Δημοσιεύθηκε στη Τα Μέσα Μεταφοράς | Σχολιάστε

ΑΡΤΑ – ΑΘΗΝΑ

————————

Φέιγ βολάν που διανεμήθηκε την δεκαετία του ’50 για να διαφημίσει το ταξίδι στην Αθήνα, σε μια μέρα. Αναχώρηση 5π.μ. και άφιξη στην Αθήνα στις 9 μ.μ.
(Πηγή : Εφημερίδα Ερίβωλος Άρτας, τχ. 2, 1988)

Δημοσιεύθηκε στη Τα Μέσα Μεταφοράς | Σχολιάστε

“ΟΙ ΔΙΩΧΝΕΣ”

————–
Αλλού τα λεν κυκλάμινα. Στο χωριό μου λίγοι τα ξέρουν με τ’ όνομα αυτό. Κι όμως όλοι τα γνωρίζουν απ’ τη δειλή τους όψη και απ΄ την απαίσια σημασία πώχει η εμφάνισή τους για τη ζωή του χωριού.
Είναι τα χινοπωριάτικα λουλούδια που ξεμυτάνε κάτω απ’ τις ανήλιες σπηλαιοτοπιές των βράχων, κάτω απ’ το προστατευτικό φύλλωμα των πουρναριών σαν πιάση η πρώτη βροχούλα, για να συμπληρώσουν την άγρια εικόνα του χινοπώρου. Το δειλό φανέρωμά τους είναι το προμάντεμα του κακού καιρού, είναι το προμήνυμα του άγριου χειμώνος πώρχεται να φέρη στο χωριό την έρημη κατάντια……………………
Λες και νοιώθουν πως η γέννησή τους είναι συνδεδεμένη με τα χάλασμα και με το θάνατο του χωριού. Γι’ αυτό κρύβονται στ’ απόσκια. Δεν μοιάζουν με τα λουλούδια της άνοιξης, που φέρνουν χαρά. Είναι τα περιφρονημένα φτωχά λουλούδια του χωριού μου, πώχει το ριζικό τους τη βαρειά αποστολή του κακού αγγέλου. Είναι σημάδια του καιρού που σκορπάνε του χωρισμού τη λύπη και την κατάρα της διάλυσης, του, ως τώρα, ευτυχισμένου χωριού. Είναι της εποχής σημάδια που στέλνουνε στα ξένα κάθε χαρά του τόπου, κάθε ζωή και κίνηση κι αφήνουν εκεί μονάχα την καταφρόνια, την ερημιά τον πόνο…….Είναι “οι διώχνες” του χωριού μου!!!!
(Χρονογράφημα του Κ Κωσταδήμα στα “Τζουμερκιώτικα & Αρτινά Νέα”, τχ. 2, 1932)

Στη φωτογραφία “Πίνακας του Γιώργου Βαρλάμου με τίτλο ΚΥΚΛΑΜΙΝΑ, 2003” (Πηγή https://paletaart.wordpress.com/)

Δημοσιεύθηκε στη Λαογραφικά και άλλα | Σχολιάστε

ΚΩΣ, 1969 : ΑΝΤΑΓΟΡΑΣ – ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ 0-1

——————-
Άνοδος στη Β’ Εθνική.
Β. Λάιος, Λ. Σκούρας, Μ. Τσίτσικας, Δ. Σιακούφης, Δ. Τζιομάκης, Δ. Κοτρώτσος, Χ. Τσιάφης, Σ. Πέτσας, Χ. Κουτσογεώργος, Κ.Μπασούκας, Κ. Ευταξίας, Κ. Νίκου. Η μικρούλα είναι η Κατερίνα Κουφού (σήμερα ιατρός, νευρολόγος), κόρη του Κ. Κουφού, Προέδρου της Αναγέννησης.
(Φωτο & Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)

Δημοσιεύθηκε στη Η ομάδα της Αναγέννησης | Σχολιάστε

Ντίνος Δημόπουλος & Ιωάννης Βασιλακόπουλος

ΑΡΤΑ, 1936 : Δεξιά ο Ντίνος Δημόπουλος, μέγιστος σκηνοθέτης και συγγραφέας (Η μητέρα του Ανδρονίκη ήταν το γένος Μπανιά), με τον Ιωάννη Βασιλακόπουλο (Γεωπόνο). (Φωτο & Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)

Δημοσιεύθηκε στη Αρτινά Πρόσωπα και Παρέες | Σχολιάστε

Η ΚΟΠΡΑΙΝΑ

————–
“Η λέξη Κόπραινα απαντιέται σέ όλα τά σερβοελληνικά λεξικά, παλαιά καί νεότερα, καί σημαίνει κάτι αραχνούφαντο, κάλυμμα, πέπλο. Ή Κόπραινα καί ή αμμώδης περιοχή της καλυπτόταν μέ στρώμα αλατιού καί ήταν κατάλευκη, σάν νά σκεπαζόταν μέ πέπλο. Άλλωστε, από αιώνες γινόταν εκεί εμπόριο αλατιού καί γι’ αυτό ασφαλώς μετονομάστηκε σέ Αλυκή. Ίσως λοιπόν σέ αυτό τό λευκό επίστρωμα αλατιού νά οφείλει ή Κόπραινα τό όνομά της…..”
(Πηγή Άρθρο του Γ. Τσούτσινου στο Περιοδικό ΣΚΟΥΦΑΣ, τχ. 85, 1995)

Στη φωτογραφία “Στο λιμάνι της Κόπραινας το 1937” (Φωτο από Αρχείο Σ. Σαρλή)

ΟΛΑ ΚΙ ΟΛΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΣΠΙΤΙΑ…..

———————
“Όλα κι όλα τέσσερα σπίτια, το καφενείο, που ήταν και μπακάλικο και κουρείο κι εστιατόριο κι εμπορικό. Και το τελωνείο ψηλό, επιβλητικό, δίπατο. Με χοντρά ντουβάρια, πέτρινες σκάλες και μεγάλες αποθήκες στο ισόγειο. Παράθυρα με σκαλιστό λιθάρι στις καμάρες και χοντρά κάγκελα. Για ασφάλεια. Τα εμπορεύματα δηλαδή να ναι ασφαλισμένα. Κι ένα γύρω τούτη η απόλυτη άπλα. Ο ουρανός, η θάλασσα κι η γη. Στο ίδιο επίπεδο όλα. Αφού όταν έβρεχε καμιά φορά, απ’ εκείνες τις ξαφνικές μπόρες του καλοκαιριού, ξέρετε, που κρατάνε δέκα λεπτά, το νερό σκέπαζε τούτη την ξερή γή, την επίπεδη, έτσι που γινόταν ένα με τη θάλασσα. Και τότε έβλεπες τούτα τα έξι σπίτια σαν να πλέουν πάνω στο νερό….και μακριά το φάρο που ήταν στην άκρη της ισόπεδης γης, ν’ αρμενίζει σαν καράβι……”
(Πηγή : “ Φυγή στον Αμβρακικό”, Θεατρικό έργο του Ν. Δημόπουλου)

Στη φωτογραφία “Τα κτήρια του Τελωνείου τη δεκαετία του’70”
(Φωτο από το αρχείο Ε. Πλακιά, όπως δημοσιεύτηκε στο Λεύκωμα του Ε. Ιντζέμπελη ΚΟΠΡΑΙΝΑ, ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ, Άρτα, 2008)

Δημοσιεύθηκε στη Ο Αμβρακικός και τα λιμάνια του | Σχολιάστε