“…….Περίπου στις πέντε η ώρα οι Τούρκοι ανανέωσαν την επίθεση με μεγαλύτερη μανία από ποτέ, και για όλους μας οι επόμενες δύο ώρες ήταν οι πιο δύσκολες της ημέρας. Τα δύο μας πυροβόλα δούλευαν ασταμάτητα, και μας ενίσχυσαν μερικοί λόχοι της Γραμμής και μερικοί Εύζωνοι, αλλά και πάλι ήταν μια φρικτή στιγμή όταν, εδώ κι εκεί, οι σύντροφοί μας άρχισαν να πέφτουν. Απλά κυλούσαν ανάμεσα στα βράχια, κείτονταν εκεί και μούγκριζαν απ’ τον πόνο, ώσπου ένας ή δύο σύντροφοι αποσπάστηκαν για να τους σύρουν κάτω στα μουλάρια που αργά – αργά τους έπαιρναν μακριά. Ένας καημένος Εύζωνος, χτυπήθηκε πολύ περίεργα. Η σφαίρα χτύπησε το πίσω μέρος του λαιμού του στο πλάι. Πετώντας το τουφέκι του ψηλά στον αέρα, έπεσε πάνω σε ένα σωρό από πέτρες και δεν κουνήθηκε ποτέ ξανά. Μετά άκουσα ότι η σπονδυλική στήλη του είχε κοπεί στα δύο. Το σώμα του αφέθηκε εκεί που βρισκόταν. Η καταιγίδα από μολύβι, που μας σάρωνε, κατέστησε σχεδόν αδύνατο πλέον να κοιτάξουμε πέρα από την άκρη του πρόχειρου τοίχου χωρίς σχεδόν βέβαιο θάνατο, και ακόμη και όταν οι σύντροφοί μας στόχευαν μέσα από τις θηλιές και πίσω από το κάλυμμα, σκόπευαν πολύ γρήγορα, χωρίς να βρίσκουν το στόχο τους.
Αμέσως μετά τις έξι, αν τολμούσαν οι Τούρκοι να ανεβούν μαζικά και γρήγορα στην πλαγιά και να μας έρθουν με την ξιφολόγχη, σίγουρα θα μας είχαν καθαρίσει. Συνέχισα να κοιτάζω τον ήλιο που έδυε, αλλά έμοιαζε ακίνητος : νόμιζα ότι δεν θα έδυε ποτέ. Ωστόσο, στις έξι και μισή ο αέρας ήταν σίγουρα πιο σκοτεινός, και ήξερα ότι όλα θα είχαν τελειώσει σε λίγα λεπτά, γιατί οι Τούρκοι δεν πολεμούσαν ποτέ μετά τη δύση του ηλίου. Έτσι επιτέλους γύρισα να κατέβω, λέγοντας καληνύχτα στους Αντάρτες, που επρόκειτο, μετά τις διαταγές του Τιτάνα τους, να παραμείνουν στη θέση τους μέχρι το πρωί. Καθώς κατέβαινα συνάντησα μουλάρια να έρχονται με κουβέρτες και μερίδες ψωμιού. Τα πυρά συνεχίστηκαν μέχρι που χάθηκε ο ήλιος, και περνώντας μέσα από ένα πυκνό, αρχαίο δάσος με ελιές, στους πρόποδες του βουνού, ήταν και πάλι πολύ ανησυχητικό να ακούς τις σφαίρες να ουρλιάζουν μέσα από τα κλαδιά και να κόβουν τα φύλλα. Όταν τελικά βρέθηκα εκτός εμβέλειας και περπατούσα ήσυχα πάνω από στα σκοτεινά χωράφια δίπλα στο Χάνι, μια καθυστερημένη αγριομέλισσα πέρασε βουίζοντας κοντά στο αυτί μου, και ακόμη και τότε το υποσυνείδητό μου με ανάγκασε να σκύψω το κεφάλι.
Το επόμενο πρωί – ήταν Πέμπτη 29 Απριλίου – ξημέρωσε με μοναδική γλυκύτητα. Πάλι είχε πέσει παγετός τη νύχτα, και όταν κοίταξα από το παράθυρο του φρουρίου μου, το έδαφος ήταν γαλάζιο και γκρίζο, αλλά όλες οι βουνοκορφές φλεγόταν από τη λάμψη του ήλιου. Ανάμεσα στους βράχους στους χαμηλότερους λόφους γύρω μου, έβλεπα τις ομάδες των ανδρών με τα μακριά μπλε παλτό τους να στέκονται όρθιοι και να τεντώνονται, και τους άκουγα να φωνάζουν ο ένας στον άλλον για νερό ή μπισκότα. Κάποιοι από αυτούς είχαν ανάψει εδώ κι εκεί κατακόκκινες σπίθες φωτιάς. Ακόμη κι αν δεν ήταν η παρουσία τους, την περιοχή, όσο γυμνή και τραχιά κι αν ήταν, την διαπέρασε η χαρά και η γαλήνη μιας Ποιμαντικής Συμφωνίας. Μερικά κουδούνια από κατσίκες κουδουνίσανε απαλά. Μια ομάδα αγροτών ντυμένων με δασύτριχα λευκά ρούχα, με μακριές γκλίτσες στα χέρια στεκόταν και μιλούσαν κοντά στην πόρτα της αυλής, και είδα το εύστροφο γλίστρημα μιας κοπέλας που ξεπήδησε, με τα μακριά καστανά της πόδια μπερδεμένα σε κουρέλια, κυνηγώντας ένα κερασφόρο πρόβατο και ξεφωνίζοντας τις ίδιες κραυγές που χρησιμοποιούσαν οι βοσκοί στον Θεόκριτο, ενώ τα κρύα ποδαράκια της μετά βίας άφηναν σημάδια στην παγωνιά πάνω στους βράχους. Το ενδιαφέρον μου για την καταδίωξη αυξήθηκε επειδή, με εντολή του ασθενή οικοδεσπότη μου, η κοπέλα προσπαθούσε να πιάσει αυτό το πρόβατο για να το αρμέξουν για το πρωινό μου. Όλο το πρωί έμοιαζε ακίνητο. Δεν ακούστηκε σχεδόν ούτε ένας πυροβολισμός. Είναι αλήθεια ότι ένα ή δύο τουρκικά όπλα συνέχιζαν να μας πυροβολούν κατά καιρούς καθώς καθόμασταν στην πυροβολαρχία μας, αλλά ήταν απλώς διασκεδαστικό να προσπαθούμε να μαντέψουμε πόσο πιο κάτω από εμάς θα εκτοξευόταν η καφετιά γη όταν τη χτυπούσε η οβίδα.
Αμέσως μετά το μεσημέρι έκανα μια βόλτα στο πέτρινο χωριουδάκι μου, ελπίζοντας ότι ο Μαύρος θα είχε επιστρέψει με κάτι να φάμε από την Άρτα. Αλλά όλα ήταν εντελώς αθόρυβα. Ακόμα και ο Σπύρος είχε ξεχάσει τους τρόμους του και κοιμόταν βαθιά στο πάτωμα τυλιγμένος στο χαλί μου. Περπάτησα μέσα από τα ήσυχα σπίτια, σκορπισμένα παντού όπου υπήρχε χώρος για χτίσιμο ανάμεσα στις απότομες πλαγιές και στα χάσματα των χειμάρρων. Βρήκα τη μικροσκοπική εκκλησία — ένα χαμηλό και ισχυρά οχυρωμένο κτίριο, χωρίς παράθυρο, εκτός από μια σχισμή έξι ιντσών στο ανατολικό άκρο. Καθώς όμως περιπλανιόμουν, συνειδητοποίησα σταδιακά ότι τα πυρά είχαν αρχίσει ξανά. Ο ήχος ερχόταν πέρα από το φράγμα του βουνού, στο δεξί μας μέτωπο. Η ίδια θέση με χθες δέχτηκε προφανώς επίθεση. Τότε ήταν περίπου τρεις και μισή, και κάθε πέντε λεπτά ο θόρυβος αυξανόταν.
Με τα κιάλια μου παρακολουθούσα με αγωνία την κορυφή του βουνού, που ήταν αρκετά ορατή για περίπου τα δύο τρίτα του μήκους της. Είδα τους Έλληνες να πυροβολούν ομαδικά, όπως και την προηγούμενη μέρα, και κάποιους να κινούνται ανήσυχα πάνω κάτω, ακριβώς πίσω από τη γραμμή. Φαινόταν ότι υπήρχαν περισσότεροι απλοί στρατιώτες, αλλά λιγότεροι Εύζωνοι. Έβλεπα πότε πότε έναν άντρα να εξαφανίζεται ξαφνικά, αλλά δεν μπορούσα να διακρίνω αν είχε πυροβοληθεί ή είχε σκύψει για να καλυφθεί. Το γεγονός ότι τους παρακολουθούσα χωρίς να τους δίνω βοήθεια, ή ακόμη, χωρίς να είμαι παρών στη σκηνή, δύσκολα αντέχονταν. Βλέποντας ότι είχα κιάλια, μαζεύτηκε γύρω μου ένα μπερδεμένο κουβάρι από βοσκούς και γυναίκες. «Είναι ακόμα εκεί οι Χριστιανοί;» με ρωτούσαν συνέχεια. «Ναι, είναι εντάξει», απαντούσα επανειλημμένα. «Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας». Αλλά, ευτυχώς, παρ’ όλα όσα μπορούσα να τους πω, οι περισσότεροι από αυτούς άρχισαν να μαζεύουν τα κοπάδια και τα υπάρχοντά τους, για να είναι έτοιμοι.
Στις τέσσερις και μισή υπήρξε μια τεράστια αύξηση στα πυρά – το είδος της ενθουσιασμένης αύξησης που κάποιος ενστικτωδώς ξέρει ότι πρέπει να προηγείται μιας επίθεσης σώμα με σώμα. Ήταν ένας συνεχής βρυχηθμός τουφεκιού. Λίγα λεπτά αργότερα είδα τα δύο πυροβόλα μας μας να κατεβαίνουν βιαστικά προς τα μουλάρια. Οι ομάδες των υπερασπιστών κατά μήκος των υψωμάτων άρχισαν να κοιτούν πίσω τους. Σαν μια ομάδα, όλοι μαζί, οπισθοχώρησαν τρεις ή τέσσερις γιάρδες, και μετά μερικές από τις ομάδες προχώρησαν ξανά προς την άκρη. Μετά άκουσα να υψώνεται μια κραυγή, «Τι να κάνουμε;» και ότι κάποιοι αξιωματικοί φώναξαν, «Φύγετε!». Την επόμενη στιγμή, οι στρατιώτες μας, σε μακριές μπλε σειρές, κατέβηκαν τρέχοντας από την πλαγιά του βουνού, πέφτοντας με το κεφάλι και πηδώντας πάνω από τα βράχια καθώς έφταναν. Δεν είχαν φύγει καλά – καλά όλοι, όταν η κορυφή όπου βρισκόμασταν άρχισε να γεμίζει παντού με μαύρες φιγούρες, που κουνούσαν τα χέρια τους, προφανώς φωνάζοντας και πυροβολώντας με τα τουφέκια τους στην τύχη, προς τα κάτω στην κοιλάδα μας. Ο λεπτός ήχος μιας τρομπέτας ακούστηκε από το ψηλότερο σημείο κόντρα στον ήλιο που έδυε. «Αυτή είναι η τουρκική τρομπέτα!», φώναξε μια φτωχιά βοσκοπούλα δίπλα μου. Το ήξερε πάρα πολύ καλά. Αμέσως μετά τις πέντε, ολόκληρη η κορυφή του βουνού ήταν κατάμαυρη από Τούρκους. Ο διάβολος ήταν και πάλι στο πλευρό των μεγάλων ταγμάτων και η μοναδική μας ευκαιρία για κατάκτηση ήταν νεκρή.
Οι βοσκοί δεν περίμεναν να ακούσουν περισσότερα. Όταν κοίταξα τριγύρω, είχαν ήδη φύγει και έδεναν τα υπάρχοντά τους σε μπόγους, τα φόρτωναν στις πλάτες των γυναικών, μαζεύοντας τα παιδιά τους, τις κατσίκες, τα πρόβατα, τις αγελάδες, τις κότες ή ό,τι άλλο πολυτιμότερο είχαν. Γύρισα πίσω στο φρούριο μου και βρήκα τον Σπύρο στην αυλή να μην μπορεί να μιλήσει ή να σταθεί από τον τρόμο. Είχε δέσει τις αποσκευές μας στο μουλάρι και τις είχε δέσει λάθος. Με την ελπίδα να ηρεμήσω τα νεύρα του, τα έβγαλα όλα, τα φόρτωσα ξανά σωστά και μετά γύρισα τα κιάλια μου ξανά στο βουνό. Οι Τούρκοι έμοιαζαν με σμήνος από σκαθάρια. Άκουσα μετά ότι πάνω από 5000 από αυτούς συμμετείχαν σε αυτή την επίθεση. Εξακολουθούσαν να φωνάζουν, να κυματίζουν την κόκκινη σημαία τους και να σπαταλούν μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών, πυροβολώντας πάνω μας. Εδώ κι εκεί μεμονωμένες ομάδες σέρνονταν στους βράχους, αλλά δεν φαινόταν να υπάρχει οργανωμένη προσπάθεια καταδίωξης. Έχοντας δει αρκετά, είπα «Έτοιμος» και γύρισα στον Σπύρο, αλλά εκείνος είχε ήδη φύγει χωρίς εμένα, και οδηγώντας το μουλάρι, παράτησα το χωριό μόνος μου. Δεν έμεινε ψυχή σε αυτό, και εκείνο το βράδυ κάηκε εντελώς.
Δεν άργησα να προσπεράσω το πίσω μέρος της γενικής διαδρομής. Από όλες τις πλευρές οι δυστυχισμένοι Χριστιανοί ξεχύνονταν από τα βουνά από ανύποπτες κρυψώνες, φώναζαν ο ένας στον άλλο και παρότρυναν τα κοπάδια τους προς τα εμπρός εκτοξεύοντας φυσίγγια πάνω από τα κεφάλια τους. Ο ορεινός δρόμος μπλοκαρίστηκε γρήγορα και η κίνηση έγινε πολύ αργή. Σύντομα διαπίστωσα ότι η ομάδα μας θα ήταν εντελώς απροστάτευτη. Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στην πυροβολαρχία μας, είδα ότι τα όπλα είχαν φύγει, και το κομβόι των μουλαριών τους έτρεχε ήδη βιαστικά κατά μήκος της κοιλάδας. Οι πυροβολισμοί στο πέρασμα είχαν σταματήσει και μικρά πλήθη στρατιωτών συνωστίζονταν στο πίσω μέρος των πυροβόλων. Εδώ κι εκεί τα τμήματα των Ατάκτων, σε μικρές ομάδες έμοιαζαν με κομμάτια φύλλων που ο άνεμος τα σκορπίζει πριν από το πέρασμα μιας καταιγίδας. Σε όλους τους λόφους τριγύρω είδα τα αποσπάσματα της γραμμής σκυμμένα και τυλιγμένα στις χλαίνες τους, να σέρνονται προς κάτω ένα – ένα, για να ανακατευτούν στο κοπάδι με τους φυγάδες. Θα ήταν δύσκολο ακόμη και για τα καλύτερα στρατεύματα να μείνουν ασυγκίνητα σε μια τέτοια σκηνή. Δεν υπάρχει τίποτα πιο συνταρακτικό από το θέαμα ανθρώπων να τρέχουν να ξεφύγουν απ΄’ τον κίνδυνο και μέσα στο πλήθος και τη σύγχυση να έχει χαθεί κάθε έννοια προσωπικής ντροπής…..”.(Πηγή : SCENES IN THE THIRTY DAYS WAR BETWEEN GREECE & TURKEY – 1897, BY HENRY W. NEVINSON, London, J. M. DENT & CO. 29 and 30 BEDFORD STREET, W.C., 1898 – Μετάφραση Α. Καρρά)
Στο χαρακτικό από το βιβλίο του Γάλλου δημοσιογράφου Henri Turot, με τίτλο “L’insurrection crétoise et la guerre Gréco-Turque : Ouvrage contenant soixante-quatorze illustrations ; d’apres les photographies de l’auteur Paris”, ένα κομβόι προσφύγων στον πόλεμο του 1897.