ΣΤΗΝ ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ

————————–
“Τα κρεμασμένα χάλκινα κουδούνια (τα «κυπριά» = τα χάλκινα) στην αρχή της αγοράς, σε χαλκοματάδικο κοντά στην πλατεία «Κιλκίς», δηλώνουν αμέσως το πολυθόρυβον τής οδού Σκουφά, σέ όλο της το μήκος, όπου κυριαρχούσε ό θόρυβος από τα συνεχή σφυροκοπήματα της πληθώρας των χαλκοματάδων και καλατζήδων όπως τους λέγανε τότε. Ακολουθούσαν οι φωνές των πωλητών. («Κοκορέτς’ και ωραίο σπληνάντερο» φώναζε, γύρω στις δέκα το πρωί ο πλανόδιος και αεικίνητος πωλητής σ’ αυτή την ανυποψίαστη εποχή, ο οποίος διέσχιζε πάνω-κάτω την κεντρική αρτηρία της πόλης κρατώντας μάχαιραν με την δεξιάν χείρα και υπερυψώνοντας με την αριστεράν τη σούβλα και το οφιοειδές σ’ αυτή παρασκεύασμα δίκην τροπαίου το οποίο πωλούσε -μπονόρα σχεδόν- με το κομματάκι, σέ μικρό λαδόχαρτο). Συχνά διασταυρώνονταν η φωνή του μ’ εκείνη του ιχθυοπώλη Ζώη που διαλαλούσε: «Ψάρια Λογαρίσια-βιβαρίσια» καποσάνθες κ.ά. όντας συνεχώς όρθιος δίπλα στον πάγκο του μαγαζιού του με τον «βαρύγδουπο» τίτλο της ταμπέλας: «Το πεπρωμένον φυγείν άδύνατον». ’Ακολουθούσε ή συνυπήρχε η φωνή του τελάλη, δημοτικού υπαλλήλου τότε, φωνή Στέντορος: «Άααα-κούσατε Κύριοι!…». Επίσης, κορναρίσματα «άγοραίων» αυτοκινήτων «μπουικ» πού διέθεταν «κλάξον», το οποίο δεν διέφερε στην εμφάνιση και τόσο πολύ απ’ τις κορνέτες της φιλαρμονικής του «Σκουφά» με προεξάρχον σ’ αυτή το ισχυρό «μπάσο» του Αλκίδα σε μέρες εορταστικών παρελάσεων, όπου μόνο η σφυρίχτρα του Δερδεράκη και τα βροντώδη «εν-δυο» του Χαλκιά το συναγωνίζονταν. Τέλος, τα υπό μορφήν πρόσκλησης πελατών, ρυθμικά χτυπήματα που προκαλούσαν ταχυδακτυλουργικά κινούμενες οι βούρτσες των υπαίθριων και σε σειρά παρατεταγμένων στιλβωτών, σε αντίθεση με την σιωπηρή σοβαρότητα του κεντρικού μεγάλου Στιλβωτηρίου της, τότε, όπως λέγανε, … «Άρχουσας Τάξης» προς την οποία φαίνεται να απευθυνόταν και μια μεγαλογράμματη επιγραφή του μαγαζιού: «Μηδενί συμφορά όνειδίσης. Ή γάρ τύχη κοινή και το μέλλον αόρατον». Κι’ όλοι αυτοί οι θόρυβοι στον κεντρικό δρόμο της πόλης, ανάμεσα από ένα πλήθος κόσμου κάθε λογής· άστούς με σκληρά γλουτοειδή καπέλα, «πολύτιμα μπαστούνια μ ’ ασήμι», γκέτες, λουστρίνια παπούτσια ή λευκά με στουπέτσ’ παπιόν και μεταξωτά κασκόλ, ορεσίβιους με στραβά το φέσι και γκλίτσες, αξιωματικούς με σπιρουνάτες μπότες και μαστίγιο στο χέρι, με το οποίο και τις χτυπούσαν κατά τακτά διαστήματα, διακονιάρηδες, τσακνούδισσες μέ προσανάμματα και δαδί και καμπίσιους με ζωντανές κότες ή με φοράδες που στα καπούλια τους ακουμπούσαν φρέσκες ζαραγάνες, καμπίσιους αγροφύλακες και παπάδες. Κάρα, πολλά κάρα, και κόσμος πολύς σε διαρκή κίνηση ή χάσκοντες όπως Άγγλοι περιηγητές ( με κάσκα και φωτογραφικές μηχανές χιαστί κρεμασμένες. Δύο-τρία γιώτα-χι με ζελατίνες αντί για γυάλινα τζάμια και φορτηγά με τσουβάλια ή κολόνες πάγου αλλά και… προικιά. Έπρεπε να «περάσουν» κι’ αυτά λίγο πριν απ’ το γάμο, από τούτον τον κεντρικό, ένα και μοναδικό, δρόμο για να τα δουν όλοι και, από τα γεμάτα λουλούδια και κόσμο στα μπαλκόνια, να τους ρίξουν ρύζι, ροδοπέταλα ή λεμονανθούς. Να δουν μπαούλα, γιούκια, φλοκάτες, μαντανίες, καραμελωτές, στρωσίδια, λαβομάνα, μαγκάλια και «δοχεία νυκτός», νταμζάνες, κούκμες, τετζερέδια, κουνουπιέρες, τρόμπες για φλιτ, κλουβιά φαγητού, ραπτομηχανές Σίγκερ και τόσα ακόμη… Η «παρέλαση» αυτή γινόταν συνηθέστατα το απόγευμα σ’ ένα δρόμο τελείως διαφοροποιημένο απ’ εκείνον των πρωινών ωρών ένα δρόμο πέρα για πέρα άστικοποιημένο πιά. Σ ’ αυτόν ξεκάμπιζαν και οι κυρίες με τα καπελίνα, ενώ προηγούνταν οι οικιακές βοηθοί φορώντας ψηλό λευκό σκούφο και ωθώντας καμαρωτά το αμαξάκι με το «νεογέννητο» που είχε ήδη σαραντίσει. Είχε προηγηθεί η καταβρεχτήρα του Στρατή, που έκανε το δρόμο φρέσκο και λαμπερό, όπως και τα πεζοδρόμια, όπου οι Εστιάτορες (του «Αεροπλάνου» και άλλοι) τοποθετούσαν τα τραπεζάκια με τα ολόλευκα (κριτσαν’ στά) τραπεζομάντηλα και τους «καλόγερους για να κρεμούν τα παγιασόν (πλατύγυρα ψαθάκια) τύπου Μωρίς Σεβαλιέ….. (Πηγή Άρθρο του Γ. Μ. Καρατσώλη στο περιοδικο ΣΚΟΥΦΑΣ, τχ. 97, 2004)

Στη φωτογραφία του 1934 “Το μανάβικο του Αχιλλέα Κολοβή, στη Σκουφά απέναντι από τον Κακαβά”. (Η φωτο δημοσιεύτηκε από τον Φώτη Κατσαράμπη στην ομάδα Παλιές Φωτογραφίες Άρτας)

Δημοσιεύθηκε στην Το εμπόριο στην Άρτα. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *