Έφτασε στα χέρια μας μια καταπληκτική περιγραφή από μνήμες του Αλέκου Χατζηιωάννου, γιατρού νευρολόγου, που μεγάλωσε στη γειτονιά των Ταμπακιάδων, για τα παιγνίδια που έπαιζαν τα Αρτηνόπουλα στους δρόμους της πόλης, τότε που τα παιδιά περνούσαν τον περισσότερο χρόνο τους στους δρόμους της γειτονιάς τους.
«Τα παιγνίδια που παίζονταν στα παιδικά μας χρόνια ήταν συνήθως ομαδικά. Μερικά απ’ αυτά ήταν :
- «Οι κλέφτες κι αστυνόμοι», που μέσα στην κατοχή , προφανώς κάτω από την επίδραση του κινηματογράφου, μετασχηματίστηκαν σε «καουμπόηδες και τραπεζίτες». Τυπικός εκπρόσωπος τραπεζίτη ο Μιχάλης ο Αλίβερτης (τον αιχμαλωτίζαμε και τον δέναμε με τριχιά στο κυπαρίσσι, δίπλα στην εκκλησιά, τη Βαγγελίστρα, μέχρι να τον απελευθερώσει ο υποτιθέμενος! ….Σερίφης) με τον οποίο και τώρα, όταν τύχει να συναντηθούμε, ύστερα από τόσα χρόνια, η προσφώνηση συνήθως είναι «ρε τραπεζίτ’, τι γίνεσαι? …..και η απάντηση, ….ρε καουμπόη…χαθήκαμε κ.λ.π.». Το πεδίο για τα παραπάνω παιγνίδια ήταν συνήθως ο χώρος γύρω από το Σερπετσέ*, το στενό ανάμεσα στο σπίτι του Βόγλη και το ερειπωμένο Σαράι του Στρεβίνα, μέχρι το χωράφι του μπάρμπα Σιώζιου ως και τις πλάτες της εκκλησιάς Καρακονσιά.
- Από ταμία κι απ’ τον έφορα. Με κλήρο (κορόνα – γράμματα ή τορά – γιαζί) εκλέγονταν «ο υπόχρεος να κάτσει σε θέση σχετικής κάμψης, ας πούμε τιμωρημένος» και ακολουθούσε υποχρέωση από τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας να τον υπερπηδούν σε στιλ «σκαμνάκι ( εφαλτηρίου)». Ο πρώτος στη σειρά (και ο «μάνα» καλούμενος) αναφωνούσε κατά τη στιγμή του άλματος κάποιο σλόγκαν (π.χ. τρύπιο καζάν’ νερό δε βαστάει), χτυπόντας ταυτόχρονα στα πισινά το υποκείμενο. Οι επόμενοι, ο καθένας με τη σειρά του, ήταν υπόχρεοι να υπερπηδούν τον τιμωρημένο επαναλαμβάνοντας το σλόγκαν και την «κωλιά της μάνας». Συνήθως ο κάθε επόμενος αναφωνούσε «ό,τι είπε η μάνα». Όποιος αποτύγχανε έπαιρνε τη θέση του τιμωρημένου, που γινόταν απελεύθερος….» (συνεχίζεται…)
*Σερπετσές ή Σερπετζές : καμάρα ή προπύργιο (Βλαστός, Πέτρος (1931). Μάλλον εδώ εννοεί τα τείχη του Κάστρου.
Στη φωτογραφία «Τα παιδιά του ζεύγους Μιχαήλ & Θεοδώρας Νικάκη που έμεναν στους Ταμπακιάδες το 1915. Αριστερά Ο Αθανάσιος Νικάκης (σύζυγος της Αντιγόνης Μασσαλή), στη μέση η Αντιγόνη Νικάκη (σύζυγος του Τιμολ. Χατζηιωάννου και δεξιά ο Γεώργιος Νικάκης (Σύζυγος της Φερνάνδης Δ. Γαλανού). [Φωτο από αρχείο Μιχαήλ Γ. Νικάκη, Παρουσίαση Κ. Μπανιάς]