ΤΟ ΜΟΥΧΟΥΣΤΙ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ (Μια προσωπική αφήγηση του Σωτήρη Σαρλή)

Κάποιος παλιός δικηγόρος της Άρτας έλεγε πως το όνομα Μουχούστι βγήκε από παραφθορά της λέξεως Αμμόχωστος. Κι αφού ονομάστηκε έτσι η συνοικία που απλώνεται στα νοτιοδυτικά της Παρηγορήτισσας μέχρι το παλαιό νοσοκομείο λόγω της ιδιομορφίας του ποταμού, ύστερα πήρε το όνομα αυτό και η εμποροζωοπανήγυρη που γίνονταν εκεί.
Ο Σεραφείμ Ξενόπουλος γράφει πως η συνοικία ονομάστηκε έτσι από τη Μονή Μουχουστίου Πλάκας του χωριού Ραφταναίοι, η οποία είχε κτήματα στη θέση αυτή.
Κατά την άποψη του Γιάννη Τσούτσινου, δεν έδωσε η περιοχή το όνομα στο πανηγύρι, αλλά το πανηγύρι στην περιοχή. Η λέξη Μιχούστι (όχι Μουχούστι) είναι Αρβανίτικη και σημαίνει εμποροπανήγυρη. Απ’ τους Αρβανίτες ονομάστηκε έτσι η συνοικία, γιατί σ’ αυτή γίνονταν το πανηγύρι. Κι η Παναγιά στο Μοναστήρι των Ραφταναίων ονομάστηκε κι αυτή Μουχουστιώτισσα γιατί στον περίβολό της γίνονταν εμποροπανήγυρη στις 8-9 Σεπτεμβρίου.
Αυτά διαβάζω στο βιβλίο του Γιάννη Τσούτσινου ΑΡΤΙΝΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ.
Θυμάμαι λοιπόν το πανηγύρι που γινόταν στην περιοχή που αναφέρεται πιο πάνω και το λούνα παρκ στο προαύλιο του 1ο δημοτικού σχολείου. Εκεί είδαμε τον γύρω του θανάτου σε δύο εκδοχές. Αυτή που οι μηχανές στριφογύριζαν στα εσωτερικά τοιχώματα ενός κυλίνδρου και αυτή όπου η κίνηση γίνονταν μέσα σ’ ένα μεταλλικό πλέγμα σε σχήμα αυγού.
Μια χρονιά το πανηγύρι σκορπίστηκε σε όλες τις πλατείες της πόλης, με αποτέλεσμα να μην έχει συνοχή και φυσικά να μην έχει την αναμενόμενη επιτυχία.
Αργότερα μεταφέρθηκε στην άλλη πλευρά της πόλης, στο χώρο πίσω από το κάστρο εκεί όπου είναι σήμερα η πλατεία με το άγαλμα του Καραϊσκάκη και το 4ο δημοτικό.
Στο πανηγύρι το πρώτο πράγμα που συναντούσαμε ήταν το καροτσάκι με μαλλί της γριάς.
Το καταλαβαίναμε από τη μυρουδιά κι έπειτα βλέπαμε τον χαρούμενο γεράκο που ρωτούσε το όνομα κάθε πιτσιρίκου και ενώ στριφογύριζε την μανιβέλα και μάζευε τις κλωστές της λιωμένης ζάχαρης, του σκάρωνε κι ένα τραγούδι. Για μένα τραγούδησε δυνατά, «πάρε κι εσύ Σωτήρη μη κάνεις τον μπατίρη». «Δεν ξαναπαίρνω μαλλί της γριάς, είπα στον πατέρα μου, με κάνει ρεζίλι με το τραγούδι του». Είχα βέβαια την περιέργεια να δω πως φτιάχνεται αυτός ο άσπρος αφρός στο καλαμάκι, αλλά δε έφτανα να κοιτάξω μέσα στη μηχανή του κι έτσι παρέμεινα με την απορία κάμποσα χρόνια.
Έβλεπες ταπέτα, κουβέρτες, φλοκάτες, ρούχα, παιγνίδια και δύο ειδών χαλβάδες, τον μαλακό μαύρο και τον άσπρο που ήταν σκληρός και τον έκοβαν με σκεπάρνι. Στο λούνα παρκ δημοφιλής ατραξιόν ήταν ο Τζιμ Αρμάο που λύγιζε σίδερα και το γοριλάκι δηλαδή η κοπέλα που μεταμορφώνονταν σε γορίλα μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας. Κάποια εποχή ήρθε και η ασώματος κεφαλή και σπάζαμε τη δική μας κεφαλή να καταλάβουμε το κόλπο που έκρυβε.
«Πάρε κόσμε» διαλαλούσαν την πραμάτεια τους οι έμποροι μπροστά στις παράγκες. Κι ένας άλλος έλεγε «πάρτε κορίτσια μη σας πάρει (παύση με νόημα) ο γαμπρός χωρίς προικιά»

Δημοσιεύθηκε στην Η Άρτα στο πέρασμα του χρόνου. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *