CRONACA DELLA MIA VITA IN GRIGIOVERDE (2η Συνέχεια – Στην πόλη της Άρτας)

“……..Το φαγητό είναι καλό, το νερό είναι λίγο κακής ποιότητας, αλλά το απολυμαίνουμε με χλώριο. Στον στρατώνα και στη λέσχη σίτισης έχουμε ραδιόφωνο που μας συνδέει με τον κόσμο. Ο υπηρέτης μου έπλυνε τα βρώμικα ρούχα του ταξιδιού και τώρα προσπαθεί να βάλει λίγη τάξη στο δωματιάκι.

Σήμερα κάναμε πορεία, αλλά χωρίς σακάκι λόγω της μεγάλης ζέστης. Ο μισθός είναι καλός και μπορεί κανείς να στείλει έμβασμα μία φορά το μήνα. Η λέσχη σίτισης μάς κοστίζει ελάχιστα (..) και κάθε δύο μέρες μας δίνουν δωρεάν ελληνικά τσιγάρα. Κοιμάμαι σε ένα ράντζο πάνω στο οποίο ο υπηρέτης έχει τοποθετήσει ένα μεταλλικό πλέγμα με διάφορες κουβέρτες για στρώμα (..)

Στις 7 το βράδυ κατεβαίνουμε στην μικρή πόλη, γιατί ο στρατώνας βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα μακριά, σε ένα ύψωμα περιτριγυρισμένο από πεύκα. Κάνουμε έναν περίπατο στους δρόμους του κέντρου και στις 8 πηγαίνουμε στη λέσχη σίτισης, σε ένα επιταγμένο σπίτι στο κέντρο της πόλης. Στις 9 επιστρέφουμε στον στρατώνα. Η έγερση είναι στις 5:30. Οι νέοι συνάδελφοι είναι όλοι καλοί άνθρωποι και μας υποδέχτηκαν πολύ καλά· λείπουν από την Ιταλία εδώ και χρόνια (από το αλβανικό μέτωπο ακόμα περιμένουν άδεια!)

Ιούνιος ’42

6 Ιουνίου: (…) την ημέρα του Σώματος του Κυρίου φάγαμε πολύ καλά: ορεκτικά, ρώσικη σαλάτα, μακαρόνια, κατσικάκι με πατάτες, κρασί Κιάντι και λικέρ. Χθες το βράδυ πήγα με έναν συνάδελφο να δούμε μια ταινία στα αγγλικά με ελληνικούς υπότιτλους. Φαντάσου πώς την καταλάβαμε! (…) Όσον αφορά τα δέματα, από την Ιταλία μπορούν να μας στείλουν δέματα που δεν ξεπερνούν τα 2 κιλά, ενώ προς την Ιταλία μέχρι 10 κιλά. Αν βρω κάτι ενδιαφέρον (εδώ υπάρχουν λίγα πράγματα!) θα στείλω κι εγώ ένα δέμα. Βρίσκει κανείς λίγο λάδι, αλλά το δικό μας είναι σαφώς καλύτερο (..)

Θα πρέπει να μου στείλεις ένα δέμα με τα εξής πράγματα: ένα φανελάκι, μια πετσέτα, τη βούρτσα για τα μαλλιά, φύλλα και φακέλους αεροπορικής αλληλογραφίας, ένα πακέτο σκόνη Idris ή Alberani για την παρασκευή μεταλλικού νερού, τη λατινική λογοτεχνία· προσπάθησε να μου βρεις μερικά σωληνάρια κινίνης και έξι-επτά δεματάκια χαρτάκια για στριφτά τσιγάρα, τα οποία σε παρακαλώ να τα κρύψεις καλά γιατί είναι λαθραίο εμπόρευμα, και βάλε και μερικά κουτιά σπίρτα, εδώ είναι πολύ σπάνιο είδος. Χθες με τη μονάδα πήγαμε στο ποτάμι Άραχθος για μπάνιο και σήμερα έχω τις πλάτες μου κατακόκκινες από τον ήλιο (…)

13 Ιουνίου: (…) Σήμερα το πρωί έστειλα ταχυδρομική επιταγή 4000 λιρών. Με αυτά τα πρώτα χρήματα μπορείς να ζητήσεις να γίνει και μια λειτουργία στον Άγιο Δημήτριο. Εδώ βρίσκει κανείς μεγάλη ποσότητα φρούτων και αυγών. Όλα κοστίζουν μια περιουσία και πληρώνουμε σε δραχμές, που μετά τον πόλεμο έχουν εντελώς υποτιμηθεί. Μην ανησυχείτε για την ελονοσία γιατί εκεί που κοιμόμαστε είναι σε έναν ευχάριστο λόφο και δεν υπάρχουν κουνούπια· ο πληθυσμός είναι πολύ ήρεμος, το νερό αποστειρωμένο και από άποψη προσωπικής καθαριότητας είμαστε μια χαρά.

Εγώ είμαι πάντα καλά και οι στρατιώτες μου λένε ότι παχαίνω. Θέλουν οπωσδήποτε να αφήσω μουστάκι γιατί όλο το δικό μου απόσπασμα έχει κάτι τεράστια μουστάκια! Θα ήθελα να σας στείλω περισσότερα χρήματα αλλά επιτρέπεται να στέλνουμε μόνο τα 5/6 του μισθού, που είναι 2000 λίρες το μήνα.

Συχνά το βράδυ πηγαίνουμε σε ένα θεατράκι ποικίλων θεαμάτων και στο τέλος της παράστασης κάνουμε πάντα ένα δώρο στον θίασο. Αυτές τις μέρες, επιτέλους, φεύγουν με άδεια οι παλιοί συνάδελφοι (συνήθως όλοι υπολοχαγοί, που είχαν κουραστεί από τότε που άρχισε ο πόλεμος στην Αλβανία, τον Απρίλιο του 1939). Τον Οκτώβριο και τον Φεβρουάριο θα έρθει η σειρά μας [ευσεβής πόθος].

Διάφορες σκέψεις

Ο Διοικητής της 6ης Συλλογής ήταν ο Έφεδρος Υπολοχαγός Βιττόριο Ρόσσι από το Μπεντόνια (Πάρμα), μαχητής στο ελληνοαλβανικό μέτωπο, μεγαλύτερος σε ηλικία από εμένα, έμοιαζε με τον Γκάντι και, όπως και άλλοι συνάδελφοι, περίμενε εδώ και καιρό την άδεια του. Ο Διοικητής του ΙΙ Τάγματος ήταν ο Ταγματάρχης Αλεσσάντρο Μπρανκάκιο από τη Νάπολη, ο οποίος εκείνη την περίοδο προήχθη σε Αντισυνταγματάρχη. Βοηθός του ήταν ο Υπολοχαγός Τζιάνι, από την Εμίλια. Ο δικός μου έφεδρος Υπολοχαγός ήταν ο Ανθυπολοχαγός Τζοβάνι Φρανκίνι (Giovanni Franchini – πτυχιούχος φιλοσοφίας, παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών), καλός και ειλικρινής φίλος, ένας αληθινός κύριος.

Μόλις έφτασα στην Ελλάδα, αντάλλαξα τις ιταλικές λίρες που είχα από τη Γένοβα σε δραχμές, και στη συνέχεια τις ξανά – αντάλλαξα σε λίρες, κάνοντας έτσι ένα μικρό κομπόδεμα. Λεγόταν ότι οι αξιωματικοί του στρατιωτικού συρμού ήταν ειδικοί σε αυτού του είδους τις ανταλλαγές και στην πώληση προϊόντων που έφερναν από την Ιταλία και τα πουλούσαν στη μαύρη αγορά. Στη συνέχεια, όλες οι διαδικασίες αποστολής του μισθού γίνονταν κανονικά μέσω ταχυδρομείου· μάλιστα, αργότερα ιδρύθηκε και η υπηρεσία ταχυδρομικών λογαριασμών και ο μισθός έφτανε στον πατέρα μου, τον οποίο είχα εξουσιοδοτήσει να τον εισπράττει. Σε εμάς έδιναν το ένα έκτο του μισθού σε δραχμές για μικροέξοδα επιτόπου.

22 Ιουνίου: (…) πλέον εδώ έχω προσαρμοστεί και είμαι καλά, όπως και οι υπόλοιποι στρατιώτες. Μάθαμε από το ραδιόφωνο ότι χθες το βράδυ έπεσε το Τομπρούκ. Βλέπεις ότι ο πόλεμος στην Αφρική έχει πάρει πολύ ευνοϊκή τροπή για εμάς και ο βρετανικός κολοσσός είναι πλέον παραπάνω από διαλυμένος; (…) Εδώ έχουμε άφθονα φρούτα (…) Από άποψη χλωρίδας, αυτό το μέρος της Ελλάδας μοιάζει πολύ με την Καλαβρία, και επίσης το τοπίο είναι παρόμοιο – βρισκόμαστε άλλωστε στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος.

Απόψε είμαι επικεφαλής της τιμητικής φρουράς στην υποστολή της σημαίας· είναι μια όμορφη τελετή και θα έπρεπε να δεις πώς στέκονται προσοχή όλοι, ακόμη και οι Έλληνες. (…) Το βράδυ πηγαίνουμε σε ένα υπαίθριο καφενείο περιμένοντας τη λέσχη σίτισης και μετά επιστρέφουμε στον στρατώνα στον λόφο. Ο πληθυσμός της Άρτας είναι σε καλή οικονομική κατάσταση (…) Υπάρχουν πολλές και όμορφες δεσποινίδες, αλλά δεν μας δίνουν και πολλή σημασία (…)

Μην ξεχάσεις να μου στείλεις λίγο μαύρο γυαλιστικό για τις μπότες και τη λάστιχο για τα παντελόνια (…)

Πρόσθετες σκέψεις για τις σχέσεις με τους Έλληνες

Η κωμόπολη της Άρτας, την εποχή του πολέμου, είχε πιθανόν 15.000 κατοίκους, βρεχόταν από τον ποταμό Άραχθο και βρισκόταν στο κέντρο μιας γεωργικής περιοχής με μεγάλη παραγωγικότητα, παρ’ όλο που υπήρχε έντονο πρόβλημα ελονοσίας. Ο πληθυσμός δεν υπέφερε από την έλλειψη τροφίμων όπως στις μεγάλες πόλεις, αν και η γενική φτώχεια ήταν μια κοινή πληγή για ολόκληρο τον ελληνικό λαό κατά τη διάρκεια της ιταλικής κατοχής.

Ορισμένες οικογένειες από την Αθήνα και την Πάτρα είχαν μετακομίσει στην Άρτα και εγκαταστάθηκαν σε συγγενείς ή φίλους. Δεν υπήρχαν στους δρόμους οι σκανδαλώδεις σκηνές πορνείας όπως στην Αθήνα· ο κόσμος γενικά ήταν σωστός και αξιοπρεπής και απέναντί μας επικρατούσε αδιαφορία, αλλά υπήρχαν και περιπτώσεις φιλίας.

Μια ερώτηση που εμείς οι αξιωματικοί συχνά ακούγαμε ήταν: «Γιατί ο πόλεμος;». Ερώτηση στην οποία δεν ξέραμε πώς να δώσουμε μια δίκαιη και κατάλληλη απάντηση. Όταν ξεπερνιούνταν οι αρχικές επιφυλάξεις και γινόταν γνωστός ο χαρακτήρας των «Ιταλών εχθρών», οι Έλληνες κατανοούσαν τις ανθρώπινες αρετές μας (σε σύγκριση με τη σκληρότητα και αγριότητα των Γερμανών) και άρχιζαν, έστω και σε περιορισμένες περιπτώσεις, να έχουν επαφές με τους στρατιώτες μας.

Αυτοί δεν στερούνταν το ψωμί τους μόνο για να εκμεταλλευτούν τη διαδεδομένη πορνεία, αλλά σε πολλές περιπτώσεις το χάριζαν σε φτωχά παιδιά. Συχνά οι στρατιώτες μας, Βενετσιάνοι, Σικελοί, Πουγλιέζοι και Εμιλιάνοι αγροτικής καταγωγής, στις ώρες ελεύθερης εξόδου πήγαιναν κρυφά στα κοντινά αγροτόσπιτα Ελλήνων χωρικών, όχι για να αναζητήσουν εύκολες ερωτικές περιπέτειες αλλά για να περάσουν λίγες ώρες στη γλυκιά και νοσταλγική εργασία των χωραφιών – παρόλο που τέτοιες συμπεριφορές προς τους πολίτες απαγορεύονταν και τιμωρούνταν από τις δικές μας στρατιωτικές αρχές.

Σε αυτά τα περιορισμένα επεισόδια ανθρώπινης αλληλεγγύης αντιπαρατίθεντο και κάποια θλιβερά επεισόδια από πλευράς Ιταλών που έκλεβαν, προσέβαλλαν άοπλους πολίτες και υπερέβαλλαν σε ερωτικές περιπέτειες ως μέλη του στρατού «Σ’αγαπώ». Όμως δεν υπήρχε μαζική σκληρότητα ή βαρβαρότητα, ούτε καν στον ανταρτοπόλεμο που διεξαγόταν κυρίως στην Ήπειρο και σε μικρή απόσταση ανατολικά της Άρτας από τον Νοέμβριο 1942 μέχρι την ανακωχή του 1943.

Το ηθικό των στρατιωτών

Τους πρώτους μήνες της στρατιωτικής μου θητείας, οι πολεμικές εξελίξεις του Στρατού μας ήταν αρνητικές στα διάφορα μέτωπα, τόσο στο ελληνο-αλβανικό όσο και στο λιβυκό (κατάληψη της Κυρηναϊκής από τους Άγγλους). Όλα αυτά επηρέαζαν αρνητικά το ηθικό των στρατιωτών και του ιταλικού λαού. Ακριβώς την περίοδο που έφτασα στο Σύνταγμά μου, που ήταν επιστρατευμένο στην Ελλάδα, άρχισαν επιτέλους να σημειώνονται θετικές επιχειρήσεις στην πορεία του πολέμου, ευνοϊκές για τις Ένοπλες Δυνάμεις μας. Μετά τις εναλλασσόμενες καταλήψεις της Κυρηναϊκής, τον Ιούνιο του ’42 υπήρξε η μεγάλη Ιταλό-γερμανική επίθεση στην Αφρική, υπό την ηγεσία του Γερμανού Στρατάρχη Ρόμελ, που μας έφερε μέχρι το Ελ Αλαμέιν, 80 χλμ. από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Και στο ρωσικό μέτωπο οι Γερμανοί, με τη συμμετοχή του ιταλικού Στρατού (ARMIR), πέτυχαν το μέγιστο των εδαφικών κατακτήσεων τους. Το ηθικό των Ιταλών στρατιωτών ανέβαινε αισθητά, αφήνοντας να διαφανεί σε αυτά τα γεγονότα η ελπίδα για μια ευνοϊκή για εμάς κατάληξη του πολέμου.

Ήταν η αυταπάτη του καλοκαιριού του 1942. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους ξεκίνησαν οι νικηφόρες αντεπιθέσεις των εχθρών στην Αφρική και τη Ρωσία. Ακόμα και στα Βαλκάνια, κυρίως στη Γιουγκοσλαβία, ο ανταρτοπόλεμος μαίνονταν κατά των δικών μας κατοχικών δυνάμεων και στην Ελλάδα, ιδίως στη ζώνη μας, ξεκίνησε ένας ύπουλος και εξαντλητικός ανταρτοπόλεμος από τους αντάρτες (τους αντάρτες του εθνικιστή Συνταγματάρχη Ζέρβα και του κομμουνιστή Μάρκου).

Ιούνιος 1942

26 Ιουνίου: (…) Σήμερα το πρωί δεν πήγα στην εκπαίδευση των στρατιωτών γιατί χθες βράδυ είχα υπηρεσία ως Αξιωματικός επιτήρησης στην πόλη κατά τη διάρκεια της απαγόρευσης κυκλοφορίας και επέστρεψα μετά τα μεσάνυχτα. Εγώ, ένας λοχίας και δύο καλά οπλισμένοι στρατιώτες σταματήσαμε έναν άντρα που περιφερόταν στους δρόμους μετά την απαγόρευση (…) Στην ουσία συμπεριφέρονται καλά (…)

Σήμερα αλλάζω δωμάτιο και με τον συνάδελφό μου φιλόσοφο πάμε σε ένα ευρύχωρο δωμάτιο στον επάνω όροφο, ευάερο και φρεσκοβαμμένο. Το φως είναι ηλεκτρικό και διαρκεί από τις 8 μέχρι τις 10:30 το βράδυ, μετά για λόγους εξοικονόμησης το κόβουν αλλά έχουμε κεριά. Ήδη ψελλίζω μερικές λέξεις της νέας ελληνικής, που είναι πολύ διαφορετική από την αρχαία στην προφορά και στη γραμματική – κρίμα για τις κλασικές μας σπουδές…! Τι λες για την επίθεσή μας στην Αφρική; Πάει πολύ καλά και ελπίζουμε να τελειώσει σύντομα (…). Είμαι χαρούμενος που έλαβες την επιταγή με τα πρώτα μου χρήματα (…).

Συγκάτοικός μου είναι ένας Γενοβέζος, πτυχιούχος φιλοσοφίας, παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών· είναι πραγματικά ένας κύριος και τα βρίσκουμε σε όλα [Πρόκειται για τον Τζοβάνι Φρανκίνι, με τον οποίο διατήρησα φιλία έως τον θάνατό του στη Γένοβα το 1992].

Τώρα εμείς οι νεοδιορισθέντες αξιωματικοί πρέπει να πάμε στα Ιωάννινα για να παρακολουθήσουμε ένα δεκαπενθήμερο σεμινάριο σε δύο ομάδες: πρώτα θα πάει ο συνάδελφός μου και μετά εγώ με άλλους πέντε. Σε λίγες μέρες θα προβάλλουν στον τοπικό κινηματογράφο την ταινία που είδαμε ήδη στον Άγιο Δημήτριο, την «Casta Diva»· χθες πρόβαλαν ένα γερμανικό πολεμικό ντοκιμαντέρ. Ο Αντισυνταγματάρχης διοικητής του φρουρίου τρώει και δειπνεί μαζί μας και, όπως σου είπα, έχουμε πάγο, οπότε και τα φρούτα είναι φρέσκα, εκτός από το κρασί (…). Χθες το βράδυ με κάποιους συναδέλφους πήγα στον ποταμό Άραχθο: είναι σαν παραλία· καθαρό και ρηχό νερό, άσπρα και καθαρά βοτσαλάκια….”  (Πηγή : Cronaca della mia vita in Grigioverde, Adriano Mazziotti, – 8 novembre 2018, σε μετάφραση Αναστασίας Καρρά)

Στη φωτογραφία “Άρτα, Ιούνιος 1942 – Αναμνήσεις. Στρατώνας Αγίας Θεοδώρας” από το ίδιο βιβλίο.

Δημοσιεύθηκε στην Η Άρτα στην κατοχή και την Αντίσταση. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *