CRONACA DELLA MIA VITA IN GRIGIOVERDE (3η Συνέχεια – ‘Εφοδος στην Άνω – Πέτρα

Ιούλιος 1942

1η Ιουλίου: (…) Απόψε έχω υπηρεσία φρουρού, και έτσι το γαλάζιο κασκόλ του παππού Ινοκέντιου νιώθει και τον ελληνικό αέρα (…). Σου επισυνάπτω δύο φωτογραφίες που τραβήχτηκαν με τον συνάδελφο Φρανκίνι και τρεις στρατιώτες, εκ των οποίων ο ένας (αυτός με τον σταυρό στο μπράτσο) είναι ο κουρέας μας. Παρακολουθείτε τις νίκες στην Αφρική; Η Αλεξάνδρεια πρόκειται να καταληφθεί και μέσα στην εβδομάδα αναμένουμε την πτώση της (…). Με ρωτάς αν εδώ βρίσκουμε φρούτα. Μα φυσικά! Χθες αγόρασα μια οκά (ελληνική μονάδα βάρους) πολύ ζουμερά αχλάδια (…).

5 Ιουλίου: Αγαπητέ πατέρα, σήμερα έλαβα το δέμα σου και το ημερολόγιο-γράμμα σου της 27/28 Ιουνίου. Πρώτα απ’ όλα, ηρέμησε σχετικά με τις Δεσποινίδες και τις άλλες Κλεοπάτρες και Ελένες κ.λπ. Μην ανησυχείς γι’ αυτό! Πριν λίγες μέρες μου έπεσε το κάλυμμα του γομφίου που είχα βάλει στην Κοζέντσα (…). Εδώ υπάρχουν Έλληνες οδοντίατροι και πολλοί συνάδελφοί μου θεραπεύονται από αυτούς· θα πάω κι εγώ. Πριν λίγες μέρες πέρασε ο Πεππίνιο Φάτσιο, αλλά δεν μπόρεσα να τον δω, καθώς ήμουν σε εκπαίδευση και αυτός ήταν περαστικός. Μου άφησε χαιρετισμούς και τα καλά σας νέα. [Ο Τζουζέπε Φάτσιο, δικηγόρος, φίλος μας από τη Σάντα Σοφία, ήταν στο σύνταγμά μου αλλά σε άλλο τάγμα. Επέστρεψε από τον πόλεμο και εργάστηκε στη Νάπολη στη Δημόσια Βιβλιοθήκη.]

(…) Επανατοποθέτησα το κάλυμμα του δοντιού και κάνω θεραπεία και για έναν άλλο τερηδονισμένο γομφίο. Ο οδοντίατρος είναι καλός γιατρός, απόφοιτος πριν λίγα χρόνια από την Αθήνα [Ήταν ο δρ. Βαφιάς]. Παρατηρώ ότι κάνω κάποια πρόοδο στο να μιλάω ελληνικά. Με τον οδοντίατρο μιλάμε στα γαλλικά (ω, τα γαλλικά μας από το ιταλικό σχολείο!). Είμαι καλά και, όπως είπα προηγουμένως, έχω προσαρμοστεί. Σε λίγες μέρες θα πρέπει να πάω στα Ιωάννινα για το σεμινάριο που θα διαρκέσει δύο εβδομάδες, στο τέλος του οποίου θα επιστρέψω στο τάγμα.

16 Ιουλίου: (γράμμα από τα Ιωάννινα) Αγαπητέ πατέρα, γράφω για να σε διαβεβαιώσω ότι έφτασα σε αυτή την πόλη για το σεμινάριο που γνωρίζεις. Εδώ υπάρχουν πολλοί αξιωματικοί (…). Μένουμε σε μια βίλα που ήταν πρώην ελληνικό γραφείο, υπάρχουν επίσης μερικά τζαμιά και το κάστρο του Αλή Πασά από το Τεπελένι. Πριν φύγω, είχα λάβει το γράμμα σου στο οποίο με ενημέρωνες για το θλιβερό και τρομερό νέο του θανάτου του Δημήτριου Λόπεζ, ήταν πραγματική συμφορά. Χθες έστειλα τηλεγράφημα στην οικογένεια.

26 Ιουλίου: [Τα 21α γενέθλιά μου]. (…) Αν τα μακαρόνια καθυστερούν μερικές φορές, σε παρακαλώ μην κάνεις δραματικές υποθέσεις. Χθες έλαβα μερικά ποιήματα του Σαλβατόρε Μπραΐλε (…). Λυπάμαι για τον θάνατο της Σεραφίνας του Τιρούτσο· ήταν πραγματικά άτυχοι (…). Σήμερα, όπως ξέρετε, είναι τα 21α γενέθλιά μου. Το πρωί, ξυπνώντας, ένιωσα ότι βρισκόμουν στο σπίτι μαζί σας. Δεν μπορώ να τα γιορτάσω γιατί εδώ δεν βρίσκουμε τίποτα.

Όσον αφορά τους εχθρούς, μην ανησυχείς, ξέρω ότι μας βλέπουν με καχυποψία αλλά είναι λογικό, ευτυχώς είναι ήσυχοι (…). Χθες συνάντησα δύο “?” Αλβανίδες με τις οποίες αντάλλαξα μερικές λέξεις: πολύ ευγενικές, όπως τις περιέγραφες κι εσύ!

Ένα επεισόδιο που δεν έγραψα στους δικούς μου:

[Για τέσσερις/πέντε μέρες ήμουν νοσηλευόμενος, μαζί με άλλους συναδέλφους, στο στρατιωτικό νοσοκομείο των Ιωαννίνων, στο τμήμα απομόνωσης, λόγω μόλυνσης από ψώρα, πιθανώς από τις κουβέρτες που μας δόθηκαν στο κατάλυμα. Η μόλυνση περιοριζόταν μόνο ανάμεσα στα δάχτυλα των χεριών και θεραπευόταν με αλοιφή θείου και μια άγρια λευκή πιτζάμα. Προσπαθήσαμε να μείνουμε στο νοσοκομείο μερικές μέρες παραπάνω αλλά η προσπάθεια δεν ήταν επιτυχής, καθώς η εφαρμογή της αλοιφής γινόταν μπροστά στον γιατρό και η θεραπεία ολοκληρώθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα, έτσι επιστρέψαμε στο τμήμα.]

Αύγουστος 1942

5 Αυγούστου: (…) Με μεγάλη λύπη, από το τελευταίο σου γράμμα μαθαίνω για τον θάνατο του φτωχού Σαμουέλε Μαρκέζε, ήταν πραγματικά άτυχος (…). Όπως σου έγραψα ήδη, έλαβα τα δύο δέματα και ήδη κοιμάμαι προστατευμένος από την κουνουπιέρα και καμαρώνω με την ελαστική ζώνη, που είναι πολύ άνετη.

Για δύο μέρες θα απουσιάζω από το τάγμα γιατί πρέπει να πραγματοποιήσουμε μια επιχείρηση συλλογής όπλων. Καμία ανησυχία γιατί παντού μας υποδέχονται με συμπάθεια και με δώρα φαγητού. Επαναλαμβάνω ότι ο πληθυσμός είναι πολύ ήρεμος και με εκπλήσσει (…). Την Κυριακή παρακολούθησα σε μια εκκλησία τη θρησκευτική τελετή. Λένε τη λειτουργία σχεδόν όπως εμείς.

5 Αυγούστου: (Γράμμα που πέρασε από λογοκρισία αλλά δεν τροποποιήθηκε) “Αγαπητέ πατέρα, χθες το βράδυ, μόλις επέστρεψα από την επιχείρηση, βρήκα το γράμμα σου της 31ης του περασμένου μήνα. Λυπάμαι που αισθάνεσαι πόνο στο γόνατο (…). Η επιχείρηση πήγε πολύ καλά. Εγώ και οι σαράντα στρατιώτες του λόχου μου γίναμε δεκτοί από τον πληθυσμό με φιλία, σίγουρα μου έδωσαν αυγά και τυριά, αρνιά, βούτυρο και χώρους για να κοιμηθούμε. Ήταν ένα ορεινό χωριό και θα σου διηγηθώ προφορικά τις διάφορες λεπτομέρειες.

Κατά την επιστροφή, αφού έκανα την αναφορά μου, και καθώς όλα πήγαν καλά, έλαβα ένα “μπράβο” από τους ανωτέρους μου. Ξέχασα να σου πω ότι στις δύο μέρες που ήμασταν εκτός είχαμε πέντε μουλάρια με τρόφιμα και πυρομαχικά. Ήμουν ο μόνος υπεύθυνος αξιωματικός της επιχείρησης, οι Έλληνες με αποκαλούσαν “καπιτάνιο μεγάλο” (…).”

6-7 Αυγούστου: Δύο μέρες επιχειρήσεων συλλογής όπλων στην περιοχή Κομπότι – Πέτα – Άνω – Πέτρα

Επιχείρηση ελέγχου και κατάσχεσης όπλων – Ήπειρος, Αύγουστος 1942

Κατόπιν καταγγελίας από έναν Έλληνα της Άρτας, το Διοικητήριο του Φρουραρχείου διέταξε επιχείρηση εντοπισμού και κατάσχεσης όπλων στην περιοχή της Πέτρας και στα γειτονικά χωριά (ανατολικά της Άρτας), και συγκεκριμένα σε σπίτια πρώην αξιωματικών του ελληνικού στρατού. Σύμφωνα με τις διαταγές του Διοικητηρίου, εγώ και ο λόχος μου αναλάβαμε την επιχείρηση, διαθέτοντας σαράντα στρατιώτες, έναν λοχία, δύο δεκανείς, τρεις καραμπινιέρους και έναν χωροφύλακα επιφορτισμένους με τις έρευνες και τις τυχόν συλλήψεις. Μαζί μας είχαμε πέντε μουλάρια με ημιονηγούς για τη μεταφορά τροφίμων και πυρομαχικών. Οδηγός μας προσφέρθηκε να είναι ο Έλληνας πληροφοριοδότης (προφανώς για προσωπικά κίνητρα εκδίκησης).

Ξεκινήσαμε την αυγή της 6ης Αυγούστου από την Άρτα για να φτάσουμε στο Πέτα, περίπου 15 χιλιόμετρα μακριά, που αποτέλεσε τη βάση της επιχείρησής μας.

Η πρώτη έρευνα έγινε στο σπίτι ενός πρώην αξιωματικού. Μέσα στο σπίτι, ξαπλωμένη στο κρεβάτι (ίσως λόγω ελονοσίας), αναγνώρισα ένα κορίτσι γύρω στα 16, τη Μαδελέν Δημητροπούλου, κόρη του αξιωματικού. Ερευνήσαμε όλο το σπίτι, ακόμη και το κρεβάτι όπου ήταν ξαπλωμένο το κορίτσι, επειδή υποψιαζόμασταν τέχνασμα ή προσποίηση. Ευτυχώς γι’ αυτούς, δεν βρέθηκαν όπλα κανενός είδους.

Το κορίτσι, τυλιγμένο από τη φροντίδα της μητέρας της, ωχρό και αποστεωμένο, μου έδωσε την εντύπωση μιας κούκλας με μακριά σγουρά μαύρα μαλλιά, γεμάτα φιόγκους. Την ξαναείδα μερικές εβδομάδες αργότερα στην Άρτα, σε περίπατο με τη μητέρα της, και ανταλλάξαμε χαιρετισμούς.

Το απόγευμα της πρώτης ημέρας πραγματοποιήθηκαν και άλλες έρευνες στο Πέτα, σε αγροικίες, στο σπίτι ενός παπά και σε ένα σχολείο. Κατά τη διάρκεια του γεύματος φάγαμε και τρόφιμα που μας προσέφεραν οι ντόπιοι. Για τη νύχτα φρόντισα να στηθεί αυστηρή φρουρά με αρκετούς σκοπούς ώστε να αποφύγουμε τυχόν επιθέσεις. Κοιμήθηκα λίγο, καθώς ήμουν απασχολημένος με την επιθεώρηση των φρουρών.

Πριν την αυγή ξεκινήσαμε ξανά προς το εσωτερικό της περιοχής, με τον Έλληνα οδηγό να προηγείται, σε μονοπάτι δύσβατο και επικίνδυνο. Διέταξα τέσσερις στρατιώτες σε κάθε πλευρά της φάλαγγας ως πλαγιοφυλακές και ανιχνευτές. Φτάνοντας στο χωριό Άνω – Πέτρα, κάναμε έφοδο σε ένα σπίτι όπου, σύμφωνα με τον οδηγό, θα βρίσκαμε όπλα. Εκεί βρήκαμε μερικά φοβισμένα άτομα, ανάμεσά τους και τον οδοντίατρό μου από την Άρτα, τον δρ. Βαφιά.

Η έκπληξη ήταν αμοιβαία. Μέσω του διερμηνέα στρατιώτη μου, ο γιατρός μού εξήγησε πως φιλοξενούνταν εκεί από τη θεία του και είχε καταλάβει την κατάσταση: κατανοούσε ότι η βίαιη επέμβασή μας οφειλόταν σε εκδίκηση του συμπατριώτη του πληροφοριοδότη. Διέταξα τους καραμπινιέρους να ερευνήσουν το σπίτι. Ο κύριος όγκος του λόχου, με τον Λοχία Κρεμασκίνι, είχε ήδη λάβει αμυντική διάταξη σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης από τον τοπικό πληθυσμό.

Μετά από σχολαστική έρευνα σε όλο το σπίτι, οι καραμπινιέροι με ενημέρωσαν πως το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό. Ρώτησα τότε τον οδηγό αν γνώριζε κάποιο κρυφό σημείο, αλλά η απάντηση ήταν αρνητική. Βλέποντας το σπίτι αναστατωμένο, η θεία του γιατρού άρχισε να κλαίει σιγανά. Παρατηρώντας την αμηχανία μου, ο ηλικιωμένος Έλληνας ταγματάρχης με πλησίασε και μου είπε στη γλώσσα του: «Δεν πειράζει, είναι πόλεμος!»

Αν και δεν υπήρχαν ενοχοποιητικά στοιχεία, λόγω ανωτέρων εντολών, ο ταγματάρχης έπρεπε να μεταφερθεί μαζί μας στην Άρτα στο διοικητήριο της καραμπινιερίας για κάποιες τυπικές διαδικασίες. Δεν διέτρεχε κανέναν κίνδυνο και εγώ ένιωθα ήσυχος. Αν είχαμε βρει όπλα, τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα για εκείνον και για το σπίτι του, το οποίο τότε θα έπρεπε να καταστρέψουμε με φωτιά.

Κατά την επιστροφή, σε δύσβατο μονοπάτι, βλέποντας τις δυσκολίες του ηλικιωμένου αξιωματικού να βαδίζει, τον έβαλα να ανεβεί σε ένα από τα μουλάρια μας. Η πράξη αυτή τον συγκίνησε και μου εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του.

Μερικούς μήνες αργότερα τον ξανασυνάντησα στην Άρτα. Με ευχαρίστησε για την ανθρώπινη συμπεριφορά που του είχα δείξει και θέλησε να μου χαρίσει, ως ενθύμιο, ένα τουρκικό δαμασκηνό σπαθί, που χρησιμοποιήθηκε στον πόλεμο της ανεξαρτησίας της Ελλάδας. Δεν το δέχτηκα και του εξήγησα ότι, εφόσον ήταν οικογενειακό κειμήλιο, άξιζε να μείνει στην κατοχή του.

Τότε σκέφτηκα το σπαθί του παππού μου, Ινοκέντιου, που ο πατέρας μου ακόμα διατηρούσε στο πατρικό μας σπίτι. Με την πάροδο του χρόνου, δεν μετάνιωσα για την απόφασή μου, αφού έτσι κι αλλιώς θα το είχα χάσει μετά την 8η Σεπτεμβρίου 1943 και την επακόλουθη αιχμαλωσία μου στη Γερμανία.

Κατά τη διάρκεια αυτών των επιχειρήσεων, όπως ήδη ανέφερα, οι Έλληνες ήταν ιδιαίτερα γενναιόδωροι με τους στρατιώτες μας. Έξυπνοι και πονηροί, προτιμούσαν να μας δίνουν μικροδώρα – ένα αρνί, λίγο τυρί, αυγά – ως ένδειξη φιλίας, για να εξασφαλίσουν την εύνοιά μας και να αποφύγουν μεγαλύτερες λεηλασίες και απώλειες. Καλύτερα να χάσουν λίγα, παρά πολλά. Έτσι, όλοι έμεναν ικανοποιημένοι.

Αυτά συνέβαιναν στις επιχειρήσεις εκκαθάρισης του καλοκαιριού του 1942, όταν η αντίσταση ακόμα δεν είχε αποκτήσει σκληρότητα και ένταση. Λίγους μήνες αργότερα, μετά την ήττα στο Ελ Αλαμέιν, για εμάς τους Ιταλούς ξεκίνησε «η αρχή του τέλους».

Πρέπει να σημειώσω ένα βασικό γεγονός: την περίοδο εκείνη, υπήρχαν αυστηρές εντολές να μην γίνονται λεηλασίες, κλοπές ή καταχρήσεις σε βάρος του άμαχου πληθυσμού και οι διαταγές αυτές τηρούνταν στην πράξη. Μετά τις επιχειρήσεις, δεν κατεβαίναμε από τα βουνά έχοντας λεηλατήσει βίαια ζώα και προμήθειες (όπως θα έκαναν ένα χρόνο αργότερα οι Γερμανοί). Ήταν ακόμη “ένας πόλεμος χωρίς μίσος”.

11 Αυγούστου – Γράμμα

(…) Ίσως αργότερα πάμε να αντικαταστήσουμε το 1ο Τάγμα που βρίσκεται στην Πρέβεζα. Είναι ένα υπέροχο μέρος δίπλα στη θάλασσα, αλλά ακόμη τίποτα δεν είναι σίγουρο. Το βράδυ, όταν επιστρέφουμε από τη λέσχη, τραγουδάμε λίγο, καπνίζουμε… και μετά κοιμόμαστε. Αν παίζει ιταλική ταινία, πάμε σινεμά ή ακούμε από το ραδιόφωνο ειδήσεις για τις Ένοπλες Δυνάμεις· η Ρωσία φαίνεται να καταρρέει. Άκουσες το τελευταίο πλήγμα των Ιαπώνων; Βλέπεις λοιπόν ότι είμαστε πλήρως ενημερωμένοι!(…).  (Πηγή : Cronaca della mia vita in Grigioverde, Adriano Mazziotti, – 8 novembre 2018, σε μετάφραση Αναστασίας Καρρά)

Στη φωτογραφία, ο αναφερόμενος στο κείμενο, οδοντίατρος Τάκης Βαφιάς, στο οδοντιατρείο του στην Άρτα. Τόσο αυτός, όσο και ο αδελφός του Γρηγόρης είχαν ήδη τότε ενταχθεί στον ΕΛΑΣ. (Φωτο από αρχείο κ. Κλαίρης Βαφιά – Μπανταλούκα).

Δημοσιεύθηκε στην Η Άρτα στην κατοχή και την Αντίσταση. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *