——————-
“……..Κάπου εκεί, ανάμεσα στους άλλους, ξεφορτώσαμαν κι εμείς. Κάναμαν ένα γυροβόλι με τις μεριές, έστρωσε ανάμεσα η μάνα ένα τσιολάκι, σιγούρεψε σ’ ένα αγκωνάρι τα απανογόμια, καθώς τα ‘λεγαν, τρουβάδια με φαγητά κι άλλα ξαλαφρώματα κι αδεκεί και το δείπνο. Από ‘να δυο θελάκια ριζόπιτα στο χέρι και στη συνέχεια αράδα αράδα όλοι στρωματσάδα κάτω από το χεράμι. Όσο για προσκέφαλο, καθένας τα παπουτσάκια του κι απάνω το σακάκι του για να τα ‘χει σίγουρα και πρόχειρα με το φευγιό. Η μάνα από την πέρα μεριά, δίπλα στη μικρή αδελφή, για να της κάνει κουράγιο τη νύχτα που σκιάζονταν δίχως φέξη και το πλιότερο να τη σκεπάζει, γιατί άθελα της κλώτσαγε το σκέπασμα και θα μανούρωνε ξέσκεπη ως την αυγή. Απ’ εδώ μεριά από μένα η βάβω μου και παραδίπλα δεμένα στη θηλιά από το σακί για σιγουριά η γάτα, οι κότες και η γιδούλα μας. Κατά πρώτον, από τα καλωσορίσματα των ταξιδιωτών που ξανασμίγανε, από το κουβεντολόι των μεγάλων με τους αγωγιάτες όπου δειπνήσανε κάπως ξέχωρα διπλοπόδι μπροστά στο τεψί με κάπως πλιότερο και καλύτερο φαΐ, και από τη δροσιά της εξοχής και την αστροφεγγιά ξαγρυπνήσαμαν κάπως. Όμως, από την άλλη μεριά, η αποσταμάρα από τον ποδαρόδρομο με τις ώρες και η έγνοια του πρωινού ξυπνήματος για το μεγάλο και δύσκολο που μας καρτερούσε δρόμο έδωνε τόπο στο χασμουρητό, τα μάτια σφαλίζανε μοναχά τους κι από ένας ένας παραδίνονταν άθελα του στην αγκαλιά του ύπνου. Εμένα, καθώς θυμάμαι, εκείνο το βράδυ άργησε κάπως να με πάρει ο ύπνος.” (Πηγή : Institute of Educational Policy portal – Τοπική Ιστορία)
Στη φωτογραφία του Κ. Μπαλάφα “Με τα πρώτα κρύα μαζεύουν τα ζώα”
(Πηγή : Λεύκωμα ΗΠΕΙΡΟΣ, Αθήνα, 2003)
“1990, Τα κονάκια των νομάδων Καραδημαίων από τα Πράμαντα στα χειμαδιά, στον Αστακό Ξηρομέρου”
(Φωτο από Αρχείο Ν. Καρατζένη)